Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Γιατί ο Αλέξης Τσίπρας δεν μπορεί να γίνει Ανδρέας Παπανδρέου

Αυτοί που συνειδητά χρηματοδοτούν και προάγουν μια πολιτική φούσκα τύπου 1981 στην Ελλάδα στην ουσία οδηγούν τη χώρα σε σοβαρά αδιέξοδα. Γιατί ο Αλ. Τσίπρας είναι απελπιστικά μόνος σε μια Ευρώπη που αλλάζει. Γράφει ο Α. Παπανδρόπουλος.

Υπάρχουν στην Ελλάδα επιχειρηματικά και άλλα συντεχνιακά συμφέροντα που πιστεύουν ότι ο κ. Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ μπορούν να αποτελέσουν εναλλακτική πολιτική λύση σε μία προσπάθεια της χώρας να αποφύγει βαθιές μεταρρυθμίσεις και να απαλλαγεί χωρίς περαιτέρω προσπάθεια από την παγίδα του χρέους στην οποία έπεσε μόνη της.

Κάνουν έτσι ό,τι μπορούν για να ενισχύσουν το προφίλ του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο εξωτερικό και, ταυτοχρόνως, επενδύουν στην επικοινωνία του στο εσωτερικό.

Έχει δημιουργηθεί έτσι ένας ισχυρός μηχανισμός προπαγάνδας και μακιγιαρίσματος της πραγματικότητας, που επωφελείται τα μέγιστα και από τα τραγικά λάθη της συγκυβερνήσεως και διαδίδει προς πάσα κατεύθυνση ότι, με την έλευση του κ. Αλ. Τσίπρα στην εξουσία, «τίποτε χειρότερο δεν θα μπορούσε να συμβεί στον ελληνικό λαό σε σχέση με αυτά που του συμβαίνουν σήμερα».

Από την πλευρά του, ο δημαγωγός και μακράν της πραγματικότητας αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, στην προσπάθειά του να συγκρατήσει στις τάξεις του κόμματός του και των ψηφοφόρων του το τριτοκοσμικό ΠΑΣΟΚ των δεκαετιών 1980 και 1990, χρησιμοποιεί «τεχνικές μάρκετινγκ» και επικοινωνίας που κατά κόρον είχε χρησιμοποιήσει ο ιδρυτής του Κινήματος την περίοδο 1978-1981, τότε που τον Ανδρέα Παπανδρέου τον στήριζαν συγκεκριμένοι επιχειρηματικοί κύκλοι.

Ήταν αυτοί οι κύκλοι που έβλεπαν με δέος την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και ευελπιστούσαν ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου και το «κίνημά» του θα την υπονόμευαν, προάγοντας ταυτοχρόνως τα δικά τους συντεχνιακά και κρατικοδίαιτα συμφέροντα. Εν μέρει δε, ο Ανδρέας Παπανδρέου ανταποκρινόταν στις πιέσεις αυτές - όχι χωρίς υψηλό διπλωματικό και οικονομικό κόστος για την Ελλάδα.

Επίσης, τον κ. Αλέξη Τσίπρα τον στηρίζουν σκοτεινά και κερδοσκοπικά συμφέροντα που πιστεύουν ότι η Ελλάδα μπορεί να επιστρέψει στη δραχμή, καθώς και το 50% των δημοσίων υπαλλήλων, που θεωρούν ότι μία κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα αποτελέσει εγγύηση διά βίου απασχολήσεως και της σχετικής «αρπαγής» δημόσιου πλούτου που αυτή συνεπάγεται.

Παρ' όλα αυτά, όπως προκύπτει από τις τελευταίες δημοσκοπήσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας, μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να προηγείται της Ν.Δ. στις προτιμήσεις του κοινού, πλην όμως τα ποσοστά που συγκεντρώνει είναι αισθητώς χαμηλότερα από τα αντίστοιχα που συγκεντρώνουν τα δύο κόμματα της συγκυβέρνησης. Αυτή δε η διαφορά γίνεται μεγαλύτερη αν στα ποσοστά της συγκυβέρνησης προστεθούν και αυτά του Ποταμιού και της ΔΗΜΑΡ. Προκύπτει έτσι ότι, αν ο σχηματισμός του κ. Αλ. Τσίπρα έλθει πρώτος σε μία πρόωρη εκλογική αναμέτρηση, οι μοναδικοί σύμμαχοί του για σχηματισμό συγκυβέρνησης θα πρέπει να αναζητηθούν στον χώρο της άκρας δεξιάς και του ΚΚΕ.

Διαφορετικά, ο κ. Τσίπρας θα πρέπει να συμμετέχει σε ένα ευρύ φιλοευρωπαϊκό και μεταρρυθμιστικό πολιτικό σχήμα, στο οποίο δεν θα διαθέτει την πλειοψηφία.

Από τις δημοσκοπήσεις προκύπτει επίσης ξεκάθαρα ότι, σε περίπτωση που ο κ. Τσίπρας προκαλέσει πρόωρες εκλογές, η κοινοβουλευτική του δύναμη -ακόμα και με το πριμ των 50 βουλευτικών εδρών- σε καμία περίπτωση δεν θα ξεπεράσει τους 120 βουλευτές. Κρίσιμο είναι έτσι το ερώτημα με ποιους θα δεχθεί να κυβερνήσει ο ΣΥΡΙΖΑ και υπό ποιους όρους.

Ας δεχθούμε, ωστόσο, ότι τελικά ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και το κόμμα του βρίσκουν εταίρους για να συγκυβερνήσουν. Το δεύτερο ερώτημα που θα προκύψει στην περίπτωση αυτή είναι τι μπορούν να πετύχουν στη σημερινή διεθνή συγκυρία. Συμπληρωματικά δε, θα πρέπει να αναρωτηθεί κανείς κατά πόσον το «ανδρεοπαπανδρεϊκό» στυλ που ακολουθεί σήμερα ο κ. Τσίπρας μπορεί να αποδώσει σε μία Ευρώπη που αλλάζει.

Μία Ευρώπη στην οποία η ενδυνάμωση της γαλλογερμανικής συμμαχίας δείχνει ότι στην πενταετία που ακολουθεί θα γίνουν ουσιαστικές αλλαγές στη γραμμή πλεύσεώς της. Αλλαγές προς την κατεύθυνση της πολιτικής της ολοκλήρωσης - υπό όρους, όμως, που πολύ απέχουν από τα «οράματα» και τις κενολογίες του κ. Τσίπρα. Ο τελευταίος είναι ήδη απελπιστικά μόνος στον ευρωπαϊκό χώρο και η μοναξιά του αυτή θα γίνεται όλο και πιο έντονη τα χρόνια που έρχονται.

Πριν απ' όλα, θα πρέπει να τονίσουμε ότι το διεθνές περιβάλλον του 2014 διαφέρει ριζικά από το αντίστοιχο του 1981, όταν η υπέρμετρη ρευστότητα στην παγκόσμια οικονομία επέτρεπε την άνοδο στην εξουσία σοσιαλιστικών κυβερνήσεων στην Ευρώπη (Μιττεράν, Γκονζάλες, Σμιτ, Σοάρες κ.ά.).

Έτσι, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου δημαγωγούσε ασυστόλως, γνώριζε πολύ καλά ότι, πρώτον, τότε «λεφτά υπήρχαν» για άκρατο εξωτερικό δανεισμό της χώρας και, δεύτερον, ότι οι κυβερνήσεις των μεγάλων χωρών της ΕΟΚ του 1981 ήσαν, θεωρητικά τουλάχιστον, φιλικές προς το ΠΑΣΟΚ. Κατά συνέπεια, μπορούσαν να ανεχθούν τις όποιες ιδιαιτερότητες του Ανδρέα Παπανδρέου και την τυφλή φιλοσοβιετική πολιτική του.

Στη σημερινή Ευρώπη, μία κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον κ. Αλέξη Τσίπρα θα είναι απελπιστικά μόνη της και θα εκπροσωπεί έναν πολιτικό χώρο που σε πανευρωπαϊκό επίπεδο δεν ξεπερνά το 5% σε πολιτική δύναμη.

Ακόμα χειρότερα, όταν κράτη που αντιμετωπίζουν κρίση χρέους, όπως η Ελλάδα, αρνούνται να πάρουν μέρος στην περίφημη «ευρωπαϊκή διάσκεψη χρέους» την οποία κατά καιρούς εξαγγέλλει ο κ. Τσίπρας, με ποιους συμμάχους ο τελευταίος θα καθίσει σε ένα υποθετικό τραπέζι διαπραγματεύσεων; Αλλά, ακόμα και αν βρει κάποιους συμμάχους, πόσο καιρό θα διαρκέσουν οι διαπραγματεύσεις αυτές και πώς θα λειτουργεί στο διάστημα αυτό η ελληνική οικονομία;

Μια άλλη διαφορά μεταξύ του 1981 και του 2014 είναι αυτή της παγκόσμιας ρευστότητας. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, ως υποψήφιος πρωθυπουργός, γνώριζε από στελέχη του ΠΑΣΟΚ με διεθνή εμπειρία (Γ. Αρσένης, Δημ. Κουλουριάνος, Κ. Βαΐτσος) ότι στο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα υπήρχε μεγάλη ροή κεφαλαίων και μία χώρα όπως η Ελλάδα -μέλος της ΕΟΚ, του ΝΑΤΟ και του ΟΟΣΑ- δεν θα είχε κανένα πρόβλημα να αντλήσει δανειακά κεφάλαια και να τα χρησιμοποιήσει για κατανάλωση, δίνοντας έτσι στον λαό την αίσθηση της ευημερίας. Όπερ και εγένετο.

Την περίοδο 1982-1985 η Ελλάδα τριπλασίασε το εξωτερικό της χρέος, εισέπραξε και 160 δισ. δραχμές κοινοτικές επιδοτήσεις, αλλά παράλληλα διέλυσε τον παραγωγικό της ιστό αυξάνοντας την εξωτερική της εξάρτηση.

Στις μέρες μας, η υπερχρεωμένη χώρα μας δεν έχει καμία τέτοια δυνατότητα. Με τι πόρους, λοιπόν, θα ενισχύσει τη ζήτηση ο κ. Τσίπρας; Με αέρα κοπανιστό;

Πολύ φοβούμεθα, έτσι, ότι πίσω από την επικοινωνιακή φούσκα που φέρει το όνομα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως, κρύβεται μία πολύ οδυνηρή και σκοτεινή πραγματικότητα - που δεν αποκλείεται κάποιοι να θέλουν να έλθει στο προσκήνιο με την ελπίδα της οικειοθελούς αποχωρήσεως της χώρας μας από την ευρωζώνη. Συνεπώς, πέρα από τη φούσκα, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ συνιστά, εν αγνοία του, και πρώτης τάξεως δόλωμα για κύκλους που δεν βλέπουν με καθόλου καλό μάτι την προσπάθεια της ευρωπαϊκής ολοκληρώσεως.

Υπό αυτές τις συνθήκες, η πολιτική στήριξη σε ανθρώπους που «οραματίζονται» το 1981 οδηγεί εκ του ασφαλούς στην πλήρη απομόνωση της χώρας, που θα είναι ολέθρια και για το μέλλον της σε έναν μεταβαλλόμενο κόσμο. Έναν κόσμο στον οποίο νέες προκλήσεις και σοβαρές ασύμμετρες απειλές έχουν κάνει την εμφάνισή τους με ιδιαίτερη βιαιότητα και απαιτούν σοβαρές και συλλογικές πρωτοβουλίες, απαλλαγμένες από γελοίες ιδεοληψίες και μουσειακά ταμπού.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη από ανθρώπους του χθες, αλλά από δημιουργικές δυνάμεις του αύριο.


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v