Όταν πριν τρεις εβδομάδες υποστήριζα ότι η διακυβέρνηση Σημίτη μετέχει των ευθυνών για την οικτρή κατάληξη της κορυφαίας πολιτικής επιλογής της Μεταπολίτευσης, δηλαδή της εισόδου στην ΟΝΕ, ένας αναγνώστης ζήτησε μια παραπομπή στα γραπτά του Γουίν Γκόντλι, ενός οικονομολόγου από το Κέιμπριτζ που μίλησε με τρόπο προφητικό για τους κινδύνους που εγκυμονούσε το ευρώ για χώρες όπως η Ελλάδα.
Επανέρχομαι λοιπόν, αλλά πριν αναφερθώ στα γραπτά του Γκόντλι, θα ξεκινήσω από ένα άρθρο του Γιάννη Πρετεντέρη, από τις 9 Ιανουαρίου 2000, με τίτλο «Το μεγάλο μας πάρτι».
Η αντιδιαστολή ανάμεσά τους θα αποτυπώσει, πιστεύω, το χάσμα ανάμεσα στην άκριτη αισιοδοξία με την οποία ο εγχώριος εκσυγχρονισμός περιέβαλε την είσοδο στην ΟΝΕ και τις συστάσεις των ανεξάρτητων οικονομολόγων για τους κινδύνους του ευρώ – το χάσμα όπου μπουρδουκλώθηκε η ελληνική πολιτική τάξη και φτάσαμε ως τη χρεοκοπία.
«Το μεγάλο μας πάρτι» αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα τεκμήρια της δοξαστικής ρητορείας και των υπερβολικών προσδοκιών που σφράγισαν την έλευση του ευρώ στη χώρα μας – ιδεώδες υλικό για όποιο διδακτορικό του μέλλοντος ερευνήσει τις σχετικές νοοτροπίες. Τι περιλαμβάνει το άρθρο; Μια διακήρυξη σε όλους τους τόνους ότι η συμμετοχή της Ελλάδας στο ευρώ αποτελεί από μόνη της εγγύηση μακροπρόθεσμης οικονομικής σταθερότητας.
Μια προτροπή να ξεχάσουμε ό,τι ξέραμε μέχρι σήμερα, κινδύνους, αστάθεια, διεθνείς κρίσεις, που ανήκουν στον κόσμο των Βαλκανίων, του 19ου αιώνα, στο παρελθόν. Μια βεβαιότητα ότι η χώρα, «μπαίνοντας στο κέντρο της Ευρώπης» διασφαλίζει ένα αδιατάρακτο μέλλον για τα επόμενα 100 χρόνια. Μια δεύτερη βεβαιότητα ότι όλα αυτά είναι έτσι, δεν υπάρχει περίπτωση να είναι αλλιώς, αφήστε τους μίζερους ιδεοληπτικούς στους φόβους τους, όταν έρθει η ώρα του απολογισμού εμείς θα σταθούμε με το κεφάλι ψηλά μπροστά στην επόμενη γενιά γιατί τολμήσαμε, ανοιχτήκαμε, θα θριαμβεύσουμε. Ζήτω το ευρώ, ζήτω η ΟΝΕ! Let's party!...
Πόθεν προέκυπτε αυτή η δοξαστική ενατένιση του ευρώ που αντιλαμβανόταν την ΟΝΕ ως «Κήπο της Εδέμ», όπου καταφεύγοντας η ελληνική οικονομία και κοινωνία, θα απαλλάσσονταν από όλες τις βαλκάνιες λύπες και άγχη τους; Από μια κεντρική επιλογή του Κώστα Σημίτη να επικοινωνήσει το ευρώ στην Ελλάδα αποφεύγοντας κάθε αναφορά στα ριψοκίνδυνα στοιχεία του και υπερπροβάλλοντας τις πιθανές θετικές προοπτικές του.
Τα πρώτα ήταν κυρίαρχα ή παρόντα μέσα στα γραπτά των ανεξάρτητων οικονομολόγων όλων των κατευθύνσεων, είτε ανήκαν στη μειονότητα που υποστήριζε το σχέδιο είτε στην πλειονότητα που το έβλεπε κριτικά: δηλαδή όλων εκείνων που δεν εμπλέκονταν ευθέως στο εγχείρημα και δεν είχαν προσωπικά συμφέροντα στην προώθηση της ΟΝΕ. Οι δεύτερες ήταν κυρίαρχες στο λόγο των κεντρικοτραπεζιτών της ΕΕ και όσων οικονομικών αξιωματούχων μετείχαν άμεσα στο σχεδιασμό της ΟΝΕ: δηλαδή ανθρώπων συγκεκριμένης αντίληψης και με προσωπικά συμφέροντα στην υλοποίηση της ΟΝΕ.
Με τον υπερτονισμό των θετικών προοπτικών του ευρώ, οι κύκλοι αυτοί υπερασπίζονταν πρώτον, το δημιούργημά τους, δεύτερον, την ενίσχυση του ρόλου των κεντρικών τραπεζιτών έναντι της πολιτικής η οποία θα ερχόταν μέσω της ΟΝΕ χάρη στην καθιέρωση της πλήρους ανεξαρτησίας της ΕΚΤ κατά τα πρότυπα της Bundesbank και τρίτον, τους αυξημένους μισθούς που θα έπαιρναν καταλαμβάνοντας υψηλόβαθμες θέσεις σε ευρωπαϊκά ινστιτούτα και κορυφαίες θέσεις στην νέα τραπεζική ευρωπαϊκή γραφειοκρατία.
Με δυο λόγια, ο ελληνικός εκσυγχρονισμός επέλεξε να αναπαράγει αυτούσια και να διαδώσει στην ελληνική κοινωνία την ροζ μυθολογία των κεντρικοτραπεζιτών για την ΟΝΕ, κλείνοντας ερμητικά τα μάτια μπροστά στους κινδύνους του εγχειρήματος – που 10-12 χρόνια μετά άπαντες υλοποιήθηκαν.
Ποιοι ήταν όμως αυτοί οι κίνδυνοι;
Ο πρώτος και σημαντικότερος κίνδυνος ήταν η αβεβαιότητα της επιτυχίας του σχεδίου. Ό,τι κι αν μας έλεγαν στην Ελλάδα, καμιά ανεξάρτητη φωνή, συμπεριλαμβανομένων των οικονομολόγων που υποστήριξαν το εγχείρημα, δε θεώρησε το σχέδιο εγγυημένο και ασφαλές. Στην καλύτερη περίπτωση του απέδωσαν σοβαρές δυνατότητες επιτυχίας υπό κάποιες προϋποθέσεις.
Σύμφωνα με τα δύο πιο γνωστά ονόματα αυτής της ομάδας, τους Ντάισον και Φεδερστόουν («The Road to Maastricht: Negotiating Economic and Monetary Union»), η κυριότερη προϋπόθεση για να πετύχει η ΟΝΕ ήταν να μη μεσολαβήσει κάποιο πρώιμο εξωτερικό οικονομικό σοκ. Ένας τρίτος οικονομολόγος (συγνώμη, δεν θυμάμαι όνομα) το προσδιόρισε καλύτερα: η επιτυχία της ΟΝΕ προϋπέθετε να μη μεσολαβήσει εξωτερικό σοκ που θα επηρέαζε με τρόπο ανισόρροπο τα κράτη μέλη γιατί στην περίπτωση αυτή μπορούσε να θρυμματιστεί η πολιτική βούληση που βρισκόταν στη βάση της. Δυστυχώς, αυτό ακριβώς έγινε.
Είναι γενικά αποδεκτό ότι η μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση που ξεκίνησε το 2008 από την Αμερική λειτούργησε ως πρώιμο εξωτερικό σοκ για την Ευρωζώνη, οδηγώντας την Ελλάδα στη χρεοκοπία κι αποκαλύπτοντας το πρόβλημα της απόκλισης μεταξύ Βορρά και Νότου. Τα 2-3 τελευταία χρόνια όμως, η οικονομική έρευνα έδειξε ότι η υπονόμευση της ΟΝΕ είχε ξεκίνησει νωρίτερα, από το 2003, όταν η καλπάζουσα άνοδος της Κίνας και των εξαγωγών της σε συνδυασμό – τι ειρωνεία! – με τη δραστική ανατίμηση του ευρώ έναντι των άλλων διεθνών νομισμάτων, επηρέαζαν ανισόρροπα το Βορρά και το Νότο της Ευρωζώνης. Αυτό το πολύ πρώιμο εξωτερικό σοκ δημιούργησε σταδιακά το ρήγμα ανταγωνιστικότητας στο εσωτερικό της Ευρωζώνης και εξανέμισε την πολιτική βούληση για μεταρρυθμίσεις στην αρχιτεκτονική του ευρώ, όταν, το 2010, έφτασε η ώρα της ανάγκης.
Ο δεύτερος κίνδυνος αφορούσε τη μελλοντική τύχη των επιμέρους χωρών που θα εμπλέκονταν στην ΟΝΕ – ένα πρωτοφανές στην ιστορία νομισματικό πείραμα που συνιστούσε καθεστώς ενιαίου, οιωνεί ξένου, νομίσματος και συνάμα κλειδωμένων συναλλαγματικών ισοτιμιών. Τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, όντας παγιδευμένες σε αυτοτροφοδοτούμενη ύφεση, την οποία δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν υποτιμώντας το νόμισμά τους, είχαν περιγραφεί από τους νεοκεϋνσιανούς και νεοφιλελεύθερους οικονομολόγους που, παρά τις διαφορετικές εστιάσεις τους, αντιτάχθηκαν στην ΟΝΕ ακριβώς στο όνομα αυτών των κινδύνων.
Και ο τρίτος κίνδυνος αφορούσε την τύχη των χωρών με επίμονα προβλήματα ανταγωνιστικότητας στις διεθνείς αγορές – όπως ήταν η Ελλάδα τα τελευταία 30 χρόνια. Πρώτος ο Μάρτιν Φέλντσταϊν από το Χάρβαρντ ανέδειξε το αδιέξοδο στο οποίο κινδύνευαν να περιέλθουν τα κράτη αυτά αν, όντας μέλη της ΟΝΕ, αποκτούσαν ελλείμματα, αναγκάζονταν σε λιτότητα (όπως εμείς το 2010), είχαν την αναμενόμενη μείωση του ΑΕΠ με αύξηση της ανεργίας, αλλά λόγω της αδυναμίας τους να υποτιμήσουν το νόμισμά τους, παγιδεύονταν σε αυτή την προβληματική συνθήκη επ' αόριστον.
Κι ακολούθησε ο Γουίν Γκόντλι από το Κέιμπριτζ, ο οποίος σε ένα εξαίρετο δοκίμιό του για τη σχέση ανάμεσα στο εθνικό νόμισμα, την εθνική κυριαρχία και την οικονομική βιωσιμότητα μιας κοινωνίας, πήγε το επιχείρημα ένα βήμα παραπέρα φωτογραφίζοντας τον κίνδυνο επιστροφής αυτών των κοινωνιών στα επίπεδα ανεργίας του Μεσοπολέμου (όπως – καλή ώρα – συμβαίνει σε μας) και περιγράφοντας το υφεσιακό σπιράλ θανάτου (όπως το ζούμε) με το οποίο θα απειλούνταν αυτές οι χώρες σε περίπτωση ύφεσης:
Να ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το δοκίμιο του Γκόντλι: «Τι θα συμβεί αν μια ολόκληρη χώρα – μια εν δυνάμει περιοχή σε μια πλήρως ολοκληρωμένη νομισματική ένωση – υποστεί διαρθρωτική ύφεση; Όσο αυτή η χώρα αποτελεί ανεξάρτητο κράτος, έχει τη δυνατότητα να υποτιμήσει το νόμισμά της. Στη συνέχεια μπορεί να συνεχίσει την οικονομική της δραστηριότητα επιτυχώς με πλήρη απασχόληση αν υποθέσουμε ότι ο κόσμος δεχτεί τις απαραίτητες μειώσεις στα πραγματικά του εισοδήματα.
Σε μια οικονομική και νομισματική ένωση όμως, αυτή η δυνατότητα χάνεται και οι προοπτικές της χώρας επιβαρύνονται σοβαρά, εκτός κι αν υπάρξουν σοβαροί ομοσπονδιακοί δημοσιονομικοί διακανονισμοί που θα αναλάβουν να εκπληρώσουν έναν αναδιανεμητικό ρόλο (...). Αν μια χώρα ή μια περιοχή δεν έχει τη δυνατότητα να υποτιμήσει το νόμισμά της και δεν επωφελείται από ένα σύστημα δημοσιονομικών μεταβιβάσεων, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να σταματήσει μια διαδικασία σωρευτικής και ακραίας ύφεσης η οποία θα οδηγήσει στο τέλος στη μετανάστευση ως το μόνο εναλλακτικό δρόμο στη φτώχεια ή την πείνα. Διάκειμαι θετικά απέναντι στις θέσεις εκείνων – όπως η Μάργκαρετ Θάτσερ – που αντιμέτωποι με την απώλεια της κυριαρχίας, θέλουν να κατέβουν από το τρένο της ΟΝΕ.
Διάκειμαι θετικά προς όλους εκείνους που αναζητούν την ολοκλήρωση υπό την εποπτεία κάποιου τύπου δημοσιονομικού ομοσπονδιακού καθεστώτος με ένα ομοσπονδιακό προϋπολογισμό πολύ μεγαλύτερο από τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αλλά θεωρώ απόλυτη απάτη τη θέση εκείνων που στοχεύουν σήμερα στην οικονομική και νομισματική ένωση δίχως τη δημιουργία νέων πολιτικών θεσμών – πέρα από μια νέα κεντρική τράπεζα – και που σηκώνουν τα χέρια τους με τρόμο μόλις ακούσουν την λέξη 'ομοσπονδία' η 'ομοσπονδιοποίηση'. Αυτή είναι όμως η θέση που υιοθετούν οι περισσότεροι από όσους συμμετέχουν στη δημόσια συζήτηση για το ευρώ».
* Η κ. Μαριάννα Τόλια είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας του βιβλίου "Το ευρώ, ο Νότος και η Ελλάδα. Έρευνες και Προσεγγίσεις για την κρίση στον Ευρωπαϊκό Νότο και τον ρόλο του ευρώ", Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, Αθήνα 2014.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.