Στο κάδρο των ευθυνών και ο Κώστας Σημίτης

Μήπως στο κάδρο της απόδοσης ευθυνών για τη σημερινή κατάσταση της χώρας θα πρέπει να εισέλθει και ο Κώστας Σημίτης; Το επίτευγμα της εισόδου στην ΟΝΕ, οι «σκελετοί στο ντουλάπι» και τα σημάδια της επερχόμενης κρίσης που αγνοήθηκαν. Γράφει η Μαριάννα Τόλια.

  • Της Μαριάννας Τόλια*
Στο κάδρο των ευθυνών και ο Κώστας Σημίτης

Μετά από χρόνια διαφωνιών για το πού πρέπει να βάλουμε το τέλος της Μεταπολίτευσης, οι συζητήσεις για τα πρόσφατα 40χρονα από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας έφεραν τη συναίνεση. Άπαντες σχεδόν οι δημοσιολογούντες, από την πολιτική, το δημοσιογραφικό χώρο και τις κοινωνικές επιστήμες, συμφώνησαν ότι η Μεταπολίτευση τελειώνει με την προϊούσα οικονομική κατάρρευση και τη διαφαινόμενη αποδιάρθρωση του μεταπολιτευτικού κομματικού συστήματος.

Από τις συζητήσεις των ημερών δεν έλειψε η αναζήτηση των «πολιτικών πατέρων» της κρίσης, αυτών που άσκησαν διακυβέρνηση και φέρουν την ευθύνη. Ακούσαμε διάφορες απόψεις άμεσα συναρτημένες με τις πολιτικές προβολές στο παρόν που ο κάθε δημοσιολογών επιδίωκε. Κάποιοι ανέδειξαν την ενοχή του Ανδρέα Παπανδρέου για την κυριαρχία του λαϊκισμού και του κρατισμού, άλλοι του Κώστα Καραμανλή για τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό του 2004-2009, άλλοι του Γιώργου Παπανδρέου που με τα τραγικά σφάλματά του πάνω σε μια οριακή συγκυρία οδήγησε τη χώρα στην πτώση.

Από το κάδρο της απόδοσης ευθυνών απουσίασε -σωστότερα, εμφανίστηκε λιγότερο- η μορφή του Κώστα Σημίτη. Ο Σημίτης έκανε την πιο νοικοκυρεμένη δημοσιονομική διαχείριση της Μεταπολίτευσης, ειπώθηκε από πολλές πλευρές, άρα κρίνεται μάλλον αθώος. Τα όποια σφάλματά του -η ανοχή στη διαφθορά και η υποχώρηση στο ασφαλιστικό- πρέπει να συμψηφιστούν με ό,τι πέτυχε και να μπει θετικό πρόσημο, επειδή του οφείλουμε το μεγαλύτερο επίτευγμα της Μεταπολίτευσης: την είσοδο της Ελλάδας στο ευρώ.

Προτείνω να το ξανασκεφτούμε. Μήπως ο Κώστας Σημίτης είναι ο κύριος αίτιος της κατάστασής μας – η «αρχική της αιτία»; Όχι με το σκεπτικό ότι απέκρυψε χρέος άπαξ με ένα swap κι έβαλε τη χώρα στο ευρώ με πλαστά στοιχεία, όπως είπαν το 2011 οι Γερμανοί κι έσπευσαν να επαναλάβουν αρκετοί Έλληνες. Ο Έλληνας πρωθυπουργός της ΟΝΕ δεν έκανε το 1999 κάτι διαφορετικό από τους Ιταλούς που έδωσαν μαθήματα ωραιοποίησης των δεικτών του χρέους τους και το Βερολίνο δεν είχε τότε αντιρρήσεις στη χρήση της δημιουργικής λογιστικής. Ούτε με το σκεπτικό ότι χειραγώγησε άπαξ τα στοιχεία ώστε να βάλει την Ελλάδα στο ευρώ με υψηλότερη της «δίκαιης» ισοτιμία, γεγονός που σε συνδυασμό με την καλπάζουσα άνοδο του ευρώ από το 2003 και μετά επιδείνωσε ραγδαία την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Δεν ήταν αυτό που έκανε τη διαφορά στη ροή των εξελίξεων που μας έφεραν ως τη δημοσιονομική χρεοκοπία.

Η κρίσιμη παράμετρος ήταν, πιστεύω, ο τρόπος με τον οποίο ο Κώστας Σημίτης διαχειρίστηκε το όλον ζήτημα της συμμετοχής της Ελλάδας στην ΟΝΕ – ως ένα γεγονός συμβολικού χαρακτήρα, αντί ως μια ρηξικέλευθη και ριψοκίνδυνη πολιτικοοικονομική αλλαγή για τη χώρα. Γιατί στην πραγματικότητα περί αυτού επρόκειτο: για συμμετοχή σε ένα πρωτοφανές στην Ιστορία νομισματικό πείραμα με μεγάλα δυνητικά οφέλη και μεγάλους δυνητικούς κινδύνους για την εθνική οικονομία.

Η αρχή του κακού ήταν η διαχείριση του ευρώ ως συμβόλου, η επένδυσή του με μια δοξαστική ρητορεία περί «ισχυρής Ελλάδας» και «συμμετοχής στον πυρήνα της Ευρώπης» και οι απεριόριστες υποσχέσεις πως η συμμετοχή στην ΟΝΕ θα φέρει πλούτο κι ευημερία (απροϋπόθετα;) και θα εξασφαλίσει μια για πάντα την εθνική οικονομία από τις διεθνείς κρίσεις.

Η διαχείριση αυτή απέρρεε από μια κεντρική πολιτική επιλογή του Κώστα Σημίτη η οποία συνδύαζε την πλήρη αποσιώπηση των κινδύνων που ενέχονταν στο ευρώ, ιδίως για χώρες επίμονα χαμηλής ανταγωνιστικότητας όπως η Ελλάδα, με την υπερπροβολή των θετικών δυνατοτήτων του ενιαίου νομίσματος, έτσι όπως αυτές παρουσιάστηκαν μέσα στον καθησυχαστικό λόγο που διατύπωναν οι κεντρικοί τραπεζίτες της Ε.Ε. και σχεδιαστές της ΟΝΕ κατά τη δεκαετία του 1990, ώστε να αποκρούσουν την επιφυλακτικότητα των οικονομολόγων απέναντι στο όλο εγχείρημα.

Μέσα από αυτόν τον διπλό μηχανισμό αποσιώπησης των κινδύνων και προβολής των θετικών δυνατοτήτων, βεβαίως και με την πολύτιμη συμβολή των μίντια, ο Κώστας Σημίτης κατέστησε τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ΟΝΕ και στο ευρώ όχημα ιδεολογικής ηγεμονίας του ρεύματος που αποκλήθηκε «εκσυγχρονισμός» και του ιδίου ως κύριου εκπροσώπου του, προκειμένου:

α) να ενισχύσει την κυριαρχία του μέσα στο κόμμα του, απέναντι στον σκληρό πυρήνα του ΠΑΣΟΚ και τους συνδικαλιστές

β) να οικοδομήσει μια νέα ηγεμονία στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας δομώντας ένα μήνυμα που ανταποκρινόταν σε δύο από τις κυριότερες (αντίρροπες) τάσεις που τη διέτρεχαν: αφενός στη στροφή στον ατομισμό και τον καταναλωτισμό, αφετέρου στις συλλογικότερου χαρακτήρα αναζητήσεις υπέρβασης των πολιτικών παθογενειών του παρελθόντος, αφήνοντας όμως εκτός την ουσία του εγχειρήματος.

Έτσι, το μήνυμα που εξέπεμψε («η είσοδος της Ελλάδας στον πυρήνα της Ευρώπης θα φέρει πλούτο κι ευημερία»), από τη στιγμή που δεν προσδιόριζε τους όρους της απαιτούμενης προσπάθειας για να έρθουν ο υπεσχημένος πλούτος και η ευημερία και (ακόμη χειρότερα) δεν περιλάμβανε καμιά αναφορά στους ολέθριους κινδύνους που επαπειλούνταν αν η προσπάθεια έμενε πίσω, δεν ήταν κάτι διαφορετικό από μια υπόρρητη ανανέωση του «Τσοβόλα δώστα όλα» αλά εκσυγχρονιστικά... Ένα δέλεαρ προς τους ψηφοφόρους-καταναλωτές της νέας εποχής, μια ακόμη εκμαυλιστική αναδιατύπωση της υπόσχεσης του πολιτικού για χρήμα προς τον λαό. Ήταν δηλαδή η συνέχεια με άλλα μέσα της πολιτικής παράδοσης του Ανδρέα Παπανδρέου, που μοίραζε προσλήψεις, αργομισθίες και κοινοτικά κονδύλια χωρίς έγνοια για παραγωγικό αποτέλεσμα∙ όλα αυτά που ο Κώστας Σημίτης, υποτίθεται, απέρριπτε.

Όταν ένας πρωθυπουργός παρουσιάζει την ΟΝΕ ως οικονομικό παράδεισο κι αναγορεύει σε πρωταρχικό στόχο της διακυβέρνησής του την είσοδο σε αυτήν «πάση θυσία» κι «όσο το δυνατόν γρηγορότερα», πώς να πείσει μετά για τις μεγάλες αναπροσαρμογές της οικονομικής πολιτικής που απαιτεί η μετάβαση από ένα μαλακό νόμισμα σαν τη δραχμή σε ένα σκληρό νόμισμα όπως το ευρώ;

Πώς να πείσει, ξεκινώντας από το ίδιο το κόμμα του, για μια αναμόρφωση του ασφαλιστικού που δεν θα επιβάρυνε το δημόσιο χρέος; Πώς να εμπεδώσει μια νέα συνείδηση διαχείρισης των δημοσίων οικονομικών, συμβατή με τους περιορισμούς του σκληρού νομίσματος, σε χώρα με παράδοση μαλακού νομίσματος – ώστε να φτιάξει νέα παράδοση η οποία θα επηρεάσει θετικά και τη διάδοχη κατάσταση, τη διακυβέρνηση της Ν.Δ.;

Πριν από δύο μήνες ο Αλέκος Παπαδόπουλος κυκλοφόρησε ένα βιβλίο («Πολεμώντας τον Επόμενο Πόλεμο: Ύστερη γνώση για το μέλλον» από τις Μεταμεσονύχτιες Εκδόσεις), με πολλά δημοσιευμένα κείμενα του που μίλαγαν με προφητικό τρόπο για την κρίση και δύο αδημοσίευτα.

Το ένα από αυτά, ένα υπόμνημα προς το Γιώργο Παπανδρέου από το 2004, αποκαλύπτει πως το κακό άρχισε από την ίδια τη «νοικοκυρεμένη διακυβέρνηση» Σημίτη η οποία δεν κατάφερε να αποφύγει τα ελλείμματα. Σε όλη την περίοδο 2001-2004 η ετήσια απόκλιση ανάμεσα στα δημοσιονομικά και τα πραγματικά ελλείμματα έφτανε το 5% του ΑΕΠ και υπήρξε διαρκής χρήση της δημιουργικής λογιστικής για την κάλυψή τους.

Ακολούθησε ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός της διακυβέρνησης Καραμανλή και η καταστροφή της ελληνικής οικονομίας, ακριβώς όπως την είχαν προβλέψει ο Μάρτιν Φέλντσταϊν και ο Γουίν Γκόντλι, τους οποίους ο κ. Σημίτης, κατά τη δεκαετία του 1990, επέλεξε να αγνοήσει.

 

* Η κ. Μαριάννα Τόλια είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας του βιβλίου "Το ευρώ, ο Νότος και η Ελλάδα. Έρευνες και Προσεγγίσεις για την κρίση στον Ευρωπαϊκό Νότο και τον ρόλο του ευρώ", Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, Αθήνα 2014.


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v