Μία σημαντική διάσταση που υπερβαίνει κατά πολύ την κρίση στην Ουκρανία είναι η ενεργειακή.
Ξεκινώντας από την αλλαγή status της Κριμαίας, χωρίς να αποτελεί σημείο αναφοράς των πρόσφατων εξελίξεων, ο ενεργειακός πλούτος που φέρεται να κατέχουν τα θαλάσσια σύνορα πέριξ αυτής χρήζει περαιτέρω αξιολόγησης.
Ασφαλώς, το ενδιαφέρον της Μόσχας εστιάζει στη ναυτική βάση και στη μοναδική ευκαιρία, σύμφωνα με τον Πούτιν, η Ρωσία να «διορθώσει μια ιστορική ανωμαλία». Αν, ωστόσο, αποδειχθεί ότι η περιοχή διαθέτει ποσότητες υδρογονανθράκων, τότε η αξιοποίηση των όποιων ευρημάτων καθίσταται λογική εναλλακτική.
Μία επιπλέον παράμετρος, που αφορά στον South Stream είναι η υποθαλάσσια όδευσή του. Μέχρι πρότινος, η Μόσχα είχε επιλέξει τη διέλευση από την τουρκική υφαλοκρηπίδα προκειμένου να παρακάμπτει τα ουκρανικά χωρικά ύδατα. Αυτό συνεπαγόταν μεγαλύτερη απόσταση, κάτι που μπορεί να βελτιωθεί, χωρίς να απαιτείται παράκαμψη καθ' όλη τη διαδρομή, με την προσχώρηση της Κριμαίας.
Είναι προφανές ότι από τη στιγμή που η Ρωσία επιδιώκει μια ευάλωτη ουκρανική κυβέρνηση, ευεπίφορη έναντι των ρωσικών ευαισθησιών, η ενέργεια αποτελεί ισχυρό εργαλείο. Η αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου και η απαίτηση άμεσης πληρωμής των χρεών προς την Gazprom προκαλούν συνθήκες έντονης πίεσης στην ουκρανική οικονομία.
Αυτή εντείνεται από τη διακοπή τροφοδοσίας, που ενώ φαινομενικά φαντάζει αθώα υποκρύπτει μία κυνική αντίληψη.
Το καλοκαίρι είναι η περίοδος όπου γεμίζουν οι αποθήκες -η Ουκρανία διαθέτει από τους μεγαλύτερους αποθηκευτικούς χώρους στην Ευρώπη με χωρητικότητα περίπου στα 35 δισ. κ.μ.- για να καλυφθούν οι ανάγκες του χειμώνα. Σε αυτήν την περίπτωση, και δεδομένου ότι το Κίεβο αναγκάζεται τώρα να τις ανοίξει για να καλύψει τις τωρινές -έστω και μειωμένες- ανάγκες, η ουκρανική αγορά κινδυνεύει να στερέψει όταν η ζήτηση θα βρίσκεται στο peak, δηλαδή το διάστημα Νοεμβρίου-Μαρτίου, παρότι τα υφιστάμενα αποθέματα επαρκούν μέχρι τις αρχές του φθινοπώρου. Καθώς, επίσης, και να μην είναι δυνατή η αξιοποίηση των υπόγειων αποθηκών για τον εφοδιασμό της Γηραιάς Ηπείρου και δη με ευθύνη της Ουκρανίας, η οποία θα εμφανίζεται να μην έχει τηρήσει τους όρους διαμετακόμισης.
Πόσο σοβαρός είναι ο κίνδυνος διακοπής τροφοδοσίας της Γηραιάς Ηπείρου
Στο ίδιο μοτίβο, μία σοβαρή πτυχή της προ ολίγων εβδομάδων ακύρωσης από την πλευρά της Gazprom του συμβολαίου του 2010 με την ουκρανική Naftogaz (διαχειριστή του συστήματος μεταφοράς) είναι η αποστασιοποίηση της πρώτης από την υποχρέωση να αποζημιώνει τη δεύτερη κάθε φορά που θα διοχετεύονται ποσότητες από τις αποθήκες της Δυτικής Ουκρανίας προς την Ευρώπη, σε περιόδους αιχμής.
Κατ' επέκταση, λοιπόν, και με καθοριστικότερο αντίκτυπο στην τροφοδοσία της ευρωπαϊκής αγοράς, η Gazprom αποποιείται της ευθύνης, στο ενδεχόμενο μεγαλύτερων ευρωπαϊκών αναγκών, να γίνει χρήση των αποθεμάτων των ουκρανικών υπόγειων αποθηκών. Κάτι τέτοιο συνεπάγεται αδυναμία κάλυψης πιθανής αύξησης από την πλευρά της Ευρώπης, καθότι αν υπάρξουν διακυμάνσεις στη ζήτηση, όπως συνέβη το 2013, όπου στη διάρκεια διαδοχικών εικοσιτετραώρων οι ποσότητες διέφεραν μέχρι και άνω του 20%, ο μηχανισμός που θα τις καλύπτει θα βρίσκεται πλέον εκτός λειτουργίας.
Το μόνο παρήγορο είναι πως λόγω της μειωμένης ζήτησης αερίου πανευρωπαϊκά (στροφή σε άνθρακα αλλά και ΑΠΕ και έμφαση στην εξοικονόμηση), αφενός μπορεί να μην παραστεί ανάγκη (αυτό θα εξαρτηθεί και από τις καιρικές συνθήκες της επόμενης χρονιάς), αφετέρου οι αποθήκες εντός της ευρωπαϊκής επικράτειας είναι ευτυχώς γεμάτες και σε θέση να καλύψουν το όποιο κενό. Και η Μόσχα προσανατολίζεται εδώ και λίγο καιρό στην τροφοδότηση των ευρωπαϊκών αποθηκών ώστε να αντεπεξέλθει στo peak της ζήτησης κατά τη διάρκεια του χειμώνα.
Ασφαλώς, με τους αγωγούς αντίστροφης ροής, το Κίεβο έχει τη δυνατότητα να αντλήσει «ευρωπαϊκό» αέριο, το οποίο έχει αποθηκευθεί στην Ευρώπη σε σημαντικές ποσότητες λόγω της μείωσης ζήτησης τον προηγούμενο χρόνο.
Ωστόσο, αυτό θα πρέπει να γίνει από το ίδιο δίκτυο που μεταφέρει το ρώσικο αέριο, με αποτέλεσμα ορισμένα κράτη είτε να είναι απρόθυμα είτε να πιέζονται από τη Μόσχα να μη διευκολύνουν την κατάσταση. Πολύ περισσότερο από τη στιγμή που βάσει της τωρινής συμφωνίας στα κοινά σύνορα Ουκρανίας-Ε.Ε., όπου και παραλαμβάνεται το ρωσικό αέριο, επικρατεί ειδικό καθεστώς, σύμφωνα με το οποίο η Ρωσία ορίζει τους όρους παράδοσης. Άρα, ακόμη και αν η Σλοβακία, επί παραδείγματι, επιθύμουσε να ενεργοποιήσει τον αγωγό αντίστροφης ροής, δεν θα μπορούσε να το πράξει χωρίς τη συναίνεση του Κρεμλίνου. Για αυτό, άλλωστε, είναι κρίσιμη, πάντως όχι εύκολη, η ενσωμάτωση της Ουκρανίας στο ευρωπαϊκό διασυνδεδεμένο δίκτυο.
Η ευθύνη της Ε.Ε.
Προκειμένου να βρεθεί κοινός παρανομαστής και πεδίο συνεννόησης. απαιτείται άμεση ευρωπαϊκή παρέμβαση, εφόσον οι Βρυξέλλες ενδιαφέρονται η κρίση να μην επιδράσει αρνητικά στην προμήθεια της Ε.Ε. Διότι θεωρητικά και μόνο η διακοπή τροφοδοσίας του Κιέβου δεν επιδρά στην αντίστοιχη ευρωπαϊκή, από την άλλη, όπως καταδείχθηκε παραπάνω, μία παρατεταμένη διένεξη θα μας κοστίσει αργότερα. Στην περίπτωση της Ελλάδας κυριολεκτικά, εφόσον υποχρεωθούμε να αναζητήσουμε επιπλέον ποσότητες αερίου στην αγορά spot LNG.
Προκειμένου να ενεργοποιηθούμε, ως έντιμος και αντικειμενικός διαμεσολαβητής, θα πρέπει να απομονώσουμε τις δογματικές αντιλήψεις, όπως αυτές εκφράζονται κατά κύριο λόγο από ορισμένες ανατολικές χώρες της Ε.Ε. Γιατί ασφαλώς ο περιορισμός των ολιγοπωλίων είναι επιθυμητός, ανεξάρτητα από την προέλευσή τους, όμως ταυτόχρονα χρειάζεται να ορίσουμε με καθαρότητα τις εναλλακτικές για την ευρωπαϊκή αγορά, αναγνωρίζοντας τις αδήριτες πραγματικότητες.
Πάντως, εντός της ατζέντας θα πρέπει να βρεθεί και η χρυσή τομή για τη θέση του Κιέβου ως κρίκου διαμετακόμισης, εφόσον εν τοις πράγμασι αποδείχθηκε ότι αυτή η σχέση εξάρτησης δεν λειτούργησε υπέρ των ευρωπαϊκών συμφερόντων. Γεγονός ιδιαίτερα διδακτικό και για την περίπτωση της Τουρκίας, η οποία μετατρέπεται σταθερά σε Ουκρανία του νότου και σε ενεργειακό πνεύμονα της Ευρώπης, εξέλιξη που, από την οπτική των ευρωπαϊκών συμφερόντων, μόνο επιθυμητή δεν είναι.
Στον βαθμό, λοιπόν, που οι ενεργειακοί μας δεσμοί με τη Ρωσία θα διατηρηθούν, σύντομα θα βρεθούμε μπροστά σε ένα ουσιαστικό δίλημμα: να μην πλήξουμε τις σχέσεις μας με τον σημαντικότερο προμηθευτή μας, αλλά συνάμα να μην υπονομεύσουμε το μέλλον της Ουκρανίας, αποστερώντας της τα οφέλη -και τη συνακόλουθη προστασία- που της προσφέρει η μεταφορά σημαντικών ποσοτήτων ρωσικού αερίου μέσω της επικράτειάς της.
Με τη Μόσχα να επιθυμεί διακαώς να προχωρήσει με τον South Stream ώστε μακροπρόθεσμα να εκμηδενίσει τη σημασία του Κιέβου στο ενεργειακό παίγνιο, και πολλά ευρωπαϊκά κράτη να υποστηρίζουν αυτήν την προοπτική, οι Βρυξέλλες δεν έχουν μεγάλα περιθώρια παρέμβασης. Η αμεσότερη διευθέτηση της κρίσης, με ταυτόχρονες εγγύησεις προς τον ρωσικό παράγοντα, αλλά και δεσμεύσεις του τελευταίου απέναντι σε Ε.Ε. και Ουκρανία, ενδέχεται να μετριάσει την προβληματική κατάσταση, πιθανότατα, ωστόσο, δεν θα αποτρέψει αρνητικές εξελίξεις γύρω από τη θέση της Ουκρανίας στην ενεργειακή σκακιέρα.
* Ο Δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι Διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.