Ο Ίαν Σίνιορ, 75 ετών, είναι ένας από τους γνωστότερους Βρετανούς συμβούλους επιχειρήσεων, αλλά και από τους σοβαρότερους πολέμιους των «οικονομικών της διαπλοκής». Τα βιβλία του πάνω στο θέμα αυτό, όπως και στο αντίστοιχο της διαφθοράς -«με μεγάλο Δ», όπως λέει- θεωρούνται μοναδικά στο είδος τους. Το ίδιο ισχύει και για την πλούσια αρθρογραφία του στο βρετανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Υποθέσεων (ΙΕΑ), που θεωρείται από τις πλέον σημαντικές «δεξαμενές σκέψης» του φιλελεύθερου χώρου.
«Διαφθορά και διαπλοκή είναι δύο καρκινώματα. Όπως ο καρκίνος καταστρέφει το ανθρώπινο σώμα, έτσι η διαφθορά και η διαπλοκή ισοπεδώνουν θεσμούς και κοινωνίες.
Όμως, ενώ ο καρκίνος εξαπλώνεται στο ανθρώπινο σώμα χωρίς να είναι μεταδοτικός και μολυσματικός, ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει με τη διαπλοκή και τη διαφθορά. Στον βαθμό που παραμένουν ατιμώρητες, επεκτείνονται τόσο σε όλους τους θεσμούς μιας κοινωνίας όσο βέβαια και σε άλλες χώρες. Αυτή είναι η διάσταση που με κάνει να υποστηρίζω ότι έχουμε να κάνουμε με δύο μεγάλα Δ», τονίζει ο Ίαν Σίνιορ.
Με βάση την παραπάνω διαπίστωση, που κάθε άλλο παρά υπερβολική είναι, το βρετανικό περιοδικό Economist έκανε λόγο πριν από λίγες εβδομάδες σε ειδικό αφιέρωμά του για τη «νέα εποχή του καπιταλισμού της διαπλοκής» και τόνιζε ότι, μετά από μία ένδοξη τριακονταετία, σήμερα το φαινόμενο αυτό αρχίζει να ξεθωριάζει. Σαφώς δε, στο ξεθώριασμα αυτό συμβάλλει και η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, που και αυτή είναι σε μεγάλο βαθμό απότοκος της διαφθοράς, της διαπλοκής και της απληστίας.
«Η πλούσια εμπειρία μου δείχνει ότι η διαφθορά και η διαπλοκή γνωρίζουν εντυπωσιακή ανάπτυξη σε χώρες όπου η πολιτική εξουσία διαχειρίζεται ένα πληθωρικό κράτος, το οποίο, με λογικές και παράλογες ρυθμίσεις, παρεμβαίνει παντού. Διαφθορά αναπτύσσεται επίσης και σε χώρες όπου τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα δεν είναι σαφώς προστατευμένα και άρα μπορούν να αμφισβητηθούν. Με λίγα λόγια, η διαπλοκή και η διαφθορά συμβαδίζουν με τον κρατισμό και το μέγεθός του, καθώς και με την πολιτική εξουσία που τον ελέγχει...», μας λέει ο Ίαν Σίνιορ.
Το Economist, από την πλευρά του, τόνιζε στο ειδικό αφιέρωμά του ότι η διαπλοκή είναι ανεπτυγμένη σε χώρες όπου η πολιτική εξουσία μπορεί να εξασφαλίζει μακροχρόνιες προσόδους μέσω της δημιουργίας προσοδοθηρικών καταστάσεων, συνδεδεμένων με δημόσια έργα και μη ανταγωνιστικές επιχειρηματικές δραστηριότητες. «Το φαινόμενο αυτό έχει αλυσιδωτές επιπτώσεις», επισημαίνει το βρετανικό περιοδικό και θέτει το ερώτημα «γιατί οι κατώτεροι να δείξουν εντιμότητα και ευσυνειδησία όταν βλέπουν υπουργούς να ενθυλακώνουν άφθονο χρήμα προσφέροντας έργα και μονοπωλιακές προσόδους που, σε τελική ανάλυση, πάντα επιβαρύνουν τους καταναλωτές;».
Όσο για τους τομείς που προσφέρονται περισσότερο στην ανάπτυξη του καπιταλισμού της διαπλοκής, το Economist αναφέρει τα καζίνο, τα ορυχεία, την κινητή τηλεφωνία, τις τράπεζες και τα μεγάλα οδικά έργα. Ιδιαίτερη έμφαση δίνει επίσης το περιοδικό και στους τομείς πετρελαίου-φυσικού αερίου, που θεωρούνται και η κορυφή της διαπλοκής - με πιο χαρακτηριστική περίπτωση αυτήν της Ρωσίας, όπου το αποκαλούμενο «σύστημα Πούτιν» και οι «σιλοβίκ» που το εξυπηρετούν υπολογίζεται ότι κάθονται σε προσόδους προς κατανομή άνω του μισού τρισεκατομμυρίου δολαρίων.
Στην Κίνα, όπου ο καπιταλισμός της διαπλοκής επίσης γνωρίζει ημέρες δόξας λαμπρές, το διαπλεκόμενο χρήμα υπολογίζεται σε 400 δισ. δολάρια και εικάζεται ότι το ποσό αυτό νέμονται περί τα 260.000 άτομα.
Παρεμφερής είναι η κατάσταση και στην Ινδία, στη διαπλοκή της οποίας το Economist αφιερώνει και ειδικό άρθρο. Όντως, στη μεγάλη αυτή χώρα η διαφθορά και η διαπλοκή έχουν φθάσει σε απελπιστικά υψηλά επίπεδα, με αποτέλεσμα να ακυρώνουν και τους δημοκρατικούς θεσμούς της χώρας που θεωρείται «η μεγαλύτερη δημοκρατία στον κόσμο».
Γιατί, όμως, όπως υποστηρίζει το βρετανικό περιοδικό, σήμερα η κατάσταση αυτή δείχνει να αλλάζει;
Μία πρώτη και βασική αιτία είναι η πτώση της παγκόσμιας κυκλοφορίας «εικονικού» χρήματος, το οποίο προέκυπτε από τις απίθανες τραπεζικές μοχλεύσεις και τα συναφή με αυτές πολύπλοκα παράγωγα προϊόντα. Την ίδια στιγμή, η καθιέρωση του ευρώ ως δεύτερου παγκόσμιου αποταμιευτικού νομίσματος έχει μειώσει τα κερδοσκοπικά παιχνίδια με τις διακυμάνσεις νομισμάτων, γεγονός που μεταφράζεται σε 1 τρισεκατομμύριο δολάρια λιγότερη κυκλοφορία χρήματος. Παράλληλα, οι πιο σφικτοί έλεγχοι σε φορολογικούς παραδείσους καθιστούν τις πολιτικές εξουσίες πολύ πιο προσεκτικές στις συναλλαγές τους με τον καπιταλισμό της διαπλοκής.
Έναν καπιταλισμό που συνδέεται άμεσα με τον κρατισμό και τη διαφθορά που ο τελευταίος εμπεριέχει. Δεν προκαλεί έτσι καμία έκπληξη ότι, κατά τον Economist, στη χώρα-φάρο του κρατικού καπιταλισμού, την Κίνα, το 2012 οδηγήθηκαν στη Δικαιοσύνη 182.000 υποθέσεις «διαπλεκόμενης διαφθοράς», έναντι 40.000 δύο χρόνια πριν. Η ερμηνεία που δίνει το βρετανικό περιοδικό για το φαινόμενο αυτό είναι ότι οι πολιτικές εξουσίες διαισθάνονται ότι ο καπιταλισμός της διαπλοκής δεν εξυπηρετεί πλέον άμεσα τα συμφέροντά τους, ενώ, αντιθέτως, η σύγκρουση μαζί του έχει πλέον ισχυρότερα πολιτικά οφέλη.
Υπάρχει, ωστόσο, και μία άλλη εξέλιξη στο όλο πλέγμα της διαπλοκής πολιτικής εξουσίας και προσοδοθηρίας. Στις περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες (Κίνα, Ινδία, Βραζιλία κ.ά.) τα μεγάλα έργα που δικαιολογούσαν προσόδους υποχωρούν και, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι τόσο κερδοφόρα όσο στο παρελθόν. Στην Κίνα, για παράδειγμα, πολύ χρήμα αφήνουν οι νέες διαδικτυακές και ψηφιακές τεχνολογίες και όχι τα μεγάλα έργα υποδομής. Παρόμοια είναι η κατάσταση και στην Ινδία, χώρα με ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα διαφθοράς.
Από την άλλη πλευρά, η παγκοσμιοποίηση επιβάλλει όλο και μεγαλύτερα ανοίγματα αγορών - τα οποία δεν συμβαδίζουν με προσόδους που παρέχουν τα πελατειακά πολιτικά συστήματα. Αυτό το βλέπει κανείς και στην Ελλάδα, όπου οι συντεχνίες της διαπλοκής δίνουν τον υπέρ πάντων αγώνα για να αποτρέψουν μεταρρυθμίσεις και άλλες διαρθρωτικές αλλαγές.
Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι πλέον γεγονός ότι ο καπιταλισμός της διαπλοκής βρίσκεται σε κάμψη. Και η τελευταία θα ενισχύεται και από το ότι οι νέες μεσαίες τάξεις στον αναπτυσσόμενο κόσμο δεν εκκολάπτονται πλέον στους κόλπους της διαπλοκής, αλλά εκτός αυτής. Αυτές δε οι μεσαίες τάξεις απαιτούν μεταρρυθμίσεις που απέχουν πολύ από το να είναι προσοδοθηρικές. Είναι δε πολύ πιθανόν η νέα αυτή τάση να αποτελεί και κορυφαίο κοινωνικό φαινόμενο του 21ου αιώνα.
*Ο κ. Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος είναι δημοσιογράφος, επίτιμος Πρόεδρος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων και Πρόεδρος του European Business Review (EBR). Μπορείτε να διαβάζετε τα άρθρα του στο www.europeanbusiness.gr και στο εβδομαδιαίο newsletter "EBR Confidential".
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.