Τον περασμένο Δεκέμβριο, η Fidelity και η JP Morgan πήγαν κόντρα στην κυρίαρχη αντίληψη της αγοράς που ήθελε το αμερικανικό νόμισμα να αποδυναμώνεται το 2024 και προέβλεψαν ότι θα ισχυροποιηθεί.
Είχε προηγηθεί η Isabella Rosenberg, αναλύτρια της Goldman Sachs, ένα μήνα νωρίτερα, η οποία βασίστηκε στην εκτίμηση ότι η αμερικανική οικονομία θα αναπτυχθεί ταχύτερα από το αναμενόμενο, προσελκύοντας ξένες εισροές κεφαλαίων σε αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία ενώ η Ευρώπη και η Κίνα είχαν μεγαλύτερες οικονομικές προκλήσεις μπροστά τους.
Η πορεία του δολαρίου τις δικαιώνει, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, καθώς βρίσκεται κοντά στα υψηλά επίπεδα τα οποία κατέγραψε κατά τη διάρκεια της πανδημίας σε σύγκριση με τα νομίσματα των κυριότερων εμπορικών εταίρων των ΗΠΑ. Ο δείκτης του δολαρίου (dollar index) κινείται κοντά στο 104 και βρίσκεται 17% πιο πάνω από τον μέσο όρο των δύο τελευταίων δεκαετιών.
Οι οικονομολόγοι αποδίδουν εν μέρει αυτή την εξέλιξη στην ευθυγράμμιση των προσδοκιών της αγοράς για τη χρονική στιγμή και το μέγεθος των μειώσεων των επιτοκίων του δολαρίου με τα μέλη της Fed. Πλέον, οι πρώτες μειώσεις έχουν μετατεθεί για τον Ιούνιο και το σύνολο των μειώσεων δεν ξεπερνά το 0,75% της μονάδας για το 2024. Αυτό σε συνδυασμό με την απομάκρυνση του σεναρίου της ύφεσης φέρνει νέα κεφάλαια στις αμερικανικές μετοχές και ομόλογα.
Φυσικά, οι ΗΠΑ δεν είναι μόνες τους στο παγκόσμιο στερέωμα, όμως η μεν οικονομία της ευρωζώνης σέρνεται, η δε Κίνα βρίσκεται αντιμέτωπη με δομικά προβλήματα όπως η προβληματική αγορά ακινήτων. Όμως, το ισχυρό νόμισμα, όπως και το αδύναμο, μπορεί να αποδειχθούν δίκοπο μαχαίρι για μια οικονομία, ανάλογα την κατάσταση στην οποία βρίσκεται.
Η αποδυνάμωση του ευρώ έναντι του δολαρίου ευνοεί π.χ. τη διατήρηση του πληθωρισμού σε σχετικά υψηλά επίπεδα αλλά και την ενίσχυση των ευρωπαϊκών εξαγωγών στις ΗΠΑ κι αλλού.
Σε εξέλιξη όμως, αν και σε πολύ αργό ρυθμό, βρίσκεται επίσης μια άλλη τάση που ενέσκηψε μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η προσπάθεια μη Δυτικών χωρών, όπως η Ρωσία και η Κίνα, για αποδολαριοποίηση καθώς θεωρούν ότι οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν το δολάριο ως οικονομικό όπλο.
Με τον πόλεμο στην Ουκρανία να μπαίνει στον 3ο χρόνο του και τον Ντόναλντ Τραμπ να έχει ταχθεί υπέρ του τέλους του πολέμου, αρκετοί έχουν αρχίσει να σκέφτονται τις συνέπειες από μια τέτοια εξέλιξη. Η εύκολη απάντηση είναι ότι θα ευνοηθούν οι δύο εμπλεκόμενες χώρες και σε πολύ μικρότερο βαθμό η Ευρώπη και η Μέση Ανατολή, λόγω ενέργειας και σιτηρών αντίστοιχα.
Η αποδολαριοποίηση που επιδιώκουν μη Δυτικές χώρες θεωρείται πως θα είναι μια από τις διατηρήσιμες επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία. Ο τρόπος που διεξάγονται οι μάχες με τη χρήση μη επανδρωμένων μέσων (UAVs) και η ενίσχυση της αυτάρκειας σε αγροτικά τρόφιμα είναι οι άλλες δύο, σύμφωνα με την Gavelak Research.
Όμως, η αποδολαριοποίηση δεν πρόκειται να συμβεί γρήγορα και να υπονομεύσει το αμερικανικό νόμισμα, το οποίο έχει μερίδια αγοράς της τάξης του 50% στο παγκόσμιο εμπόριο και 90% στις αγοραπωλησίες στην αγορά ομολόγων, σύμφωνα με την BIS. To 60% των εκδόσεων χρέους σε ξένο νόμισμα είναι σε δολάρια από το 2010. Ο κυριότερος λόγος που το δολάριο αντέχει, είναι πως δεν υπάρχει εναλλακτικό νόμισμα για να το αντικαταστήσει. Και ούτε θα υπάρξει στο άμεσο μέλλον όπως όλα δείχνουν.
Ακόμη και χώρες όπως ο Παναμάς, ο Ισημερινός και το Ελ Σαλβαδόρ, οι οποίες έχουν επίσημο νόμισμα το δολάριο από την περίοδο 2000-2001, δεν δείχνουν να θέλουν να το εγκαταλείψουν. Επομένως, θα χρειασθεί να περάσουν πολλά χρόνια για να δούμε τις επιπτώσεις της αποδολαριοποίησης στην αξία του αμερικανικού νομίσματος.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.