Καλό είναι να έχουμε κάποια πράγματα από το παρελθόν υπόψη μας, για να αξιολογούμε καλύτερα τις σημερινές καταστάσεις.
Εκπρόσωποι από την Κομισιόν, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ συναντήθηκαν με εκπροσώπους των ελληνικών αρχών στο Παρίσι από τις 2 έως τις 4 Σεπτεμβρίου του 2014 για μια προκαταρκτική συζήτηση πριν από τον έλεγχο της τρόικα στα τέλη του ίδιου μήνα.
Το επίσημο ανακοινωθέν χαρακτήριζε παραγωγικές τις συζητήσεις, αλλά δεν ήταν.
Το κλίμα ήταν πολύ βαρύ έως πολεμικό, με ένα μέλος της ελληνικής αντιπροσωπείας να ανταλλάσσει βαριές κουβέντες με τον εκπρόσωπο του ΔΝΤ, σύμφωνα με άτομο που έχει άμεση γνώση.
Η στάση της ελληνικής πλευράς δεν προέκυψε τυχαία.
Ενθαρρυμένη από την έξοδο στις αγορές τους προηγούμενους μήνες και την άντληση 5 δισ. ευρώ και άνω, η ελληνική αντιπροσωπεία νόμιζε πως είχε περισσότερους βαθμούς ελευθερίας απ’ όσους πραγματικά είχε.
Κι αυτό παρότι εκατοντάδες προαπαιτούμενα εκκρεμούσαν για το κλείσιμο της τελευταίας αξιολόγησης του δεύτερου μνημονιακού προγράμματος.
Fast forward στο σήμερα.
Οι θεσμοί επισημαίνουν στην τρίτη έκθεση ενισχυμένης εποπτείας μετά την έξοδο από το 3ο μνημόνιο ότι η Ελλάδα δεν έχει εκπληρώσει μια σειρά από προηγούμενες υποχρεώσεις.
Επιπλέον, εκτιμούν πως ο προϋπολογισμός θα υπολείπεται του δημοσιονομικού στόχου από 600 εκατ. έως 1,2 δισ. ευρώ φέτος, μετά τις παροχές που δόθηκαν από την κυβέρνηση πριν από τις ευρωεκλογές.
Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που εξεπλάγησαν στην Ελλάδα από την επιθετική τοποθέτηση των θεσμών στην έκθεση, αν κρίνουμε από τα σχόλια.
Με βάση τη στενή ελληνική οπτική, η έκθεση σηματοδοτεί την αλλαγή στάσης των δανειστών απέναντι στη σημερινή κυβέρνηση και τον κ. Τσίπρα ενόψει των εθνικών εκλογών, αναγνωρίζοντας την επικράτηση του κ. Μητσοτάκη και της ΝΔ.
Αυτό ίσως έχει κάποια βάση.
Όμως, δεν μπορεί να είναι κανείς στο μυαλό όλων των συγγραφέων της ανωτέρω έκθεσης και των πολιτικών προϊσταμένων τους, για να το πει με σιγουριά.
Εκείνο που δεν επιδέχεται αμφισβήτησης από το ίδιο το κείμενο και τα λεγόμενα των πέριξ είναι πως δεν πρόκειται να κάνουν εκπτώσεις στη μείωση του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ.
Γιατί;
Οι προεκλογικές παροχές της κυβέρνησης επιβεβαίωσαν τους κύκλους των δανειστών που ισχυρίζονταν πως δεν μπορούν να εμπιστεύονται τα ελληνικά κόμματα εξουσίας για την τήρηση των συμφωνιών.
Το δημοσιονομικό είναι πρακτικά το μοναδικό χαρτί που μπορούν να παίξουν για να επιβάλουν κάποιου είδους πειθαρχία στην Ελλάδα και να εισπράξουν σε βάθος χρόνου σημαντικό μέρος των δανείων που έδωσαν.
Επιπλέον, το πρωτογενές πλεόνασμα είναι η μοναδική μεταβλητή στην ανάλυση για τη φερεγγυότητα του ελληνικού χρέους (DSA), που είναι υπό έλεγχο.
Ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης και το μέσο κόστος δανεισμού σε βάθος δεκαετιών δεν είναι.
Αναμφίβολα, η Ελλάδα δεν είναι σήμερα σε μνημόνιο όπως τον Σεπτέμβριο του 2014 αλλά σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας.
Όμως, δεν θα πρέπει να κάνει τα ίδια λάθη.
Τα κόμματα εξουσίας και ιδίως η ΝΔ, που εμφανίζεται φαβορί για να κερδίσει τις επόμενες εκλογές με βάση τις δημοσκοπήσεις, δεν θα πρέπει να έχει αυταπάτες περί μείωσης του δημοσιονομικού στόχου από τους δανειστές.
Ιδίως μετά από όσα έγιναν.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.