Η κατανάλωση δεν φέρνει την ανάπτυξη

Η καταναλωτική δαπάνη δεν πρέπει να στέκεται εμπόδιο στην ανάπτυξη. Ούτε όμως να λογίζεται ως ατμομηχανή ανάπτυξης σε μια υπερχρεωμένη χώρα με μικρή παραγωγική βάση όπως η Ελλάδα.

Η κατανάλωση δεν φέρνει την ανάπτυξη

Το εύκολο για τους πολιτικούς είναι να μοιράζουν λεφτά, να μειώνουν φόρους και γενικά να είναι ευχάριστοι.

Όταν αυτό γίνεται για μεγάλο χρονικό διάστημα και χρηματοδοτείται με δανεικά, η χώρα συσσωρεύει χρέος και κινδυνεύει να μην τη δανείζουν οι αγορές, φτάνοντας στα όρια της χρεοκοπίας.

Η Ελλάδα έχει χρεοκοπήσει κάπου 7  φορές στη σύγχρονη ιστορία της.

Μια χρεοκοπία κάθε 30 χρόνια περίπου κατά μέσο όρο, με την τελευταία το 2010 -τυπικά, το 2012-, που συνοδεύθηκε από παρατεταμένη περίοδο μεγάλης λιτότητας.

Είναι εύλογο να υπάρχει πίεση για παροχές σε μια Δημοκρατία μετά τη μεγαλύτερη ύφεση που έχει βιώσει ανεπτυγμένη χώρα στη σύγχρονη ιστορία.

Και είναι δικαίωμα της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησής της να διανέμει το όποιο πλεόνασμα όπως θεωρεί σωστό.

Προχθές που αναφερθήκαμε σ’ αυτό το θέμα σταθήκαμε σε δύο σημεία.

Πρώτον, στην ανάγκη να αποπληρώνει το κράτος τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του, πριν αρχίσει τις όποιες παροχές.

Δεύτερον, να τηρεί  τις συμφωνίες που έχει υπογράψει, κυρίως αναφορικά με τον στόχο του πρωτογενούς  πλεονάσματος, εκτός κι αν κατορθώσει να πείσει τους δανειστές να χαμηλώσουν τον πήχη, για να μη δημιουργεί τριβές και χάσει την πρόσβαση στις αγορές.

Όπως περιμέναμε, η επίσημη αντίδραση του κ. Ντομπρόβσκις και άλλων κοινοτικών είναι προσεκτική μεν αλλά αρνητική -εκτιμούμε- ως προς τη χρήση μέρους του αποθεματικού ρευστότητας για να καλυφθεί τυχόν διαφορά του πραγματικού πλεονάσματος από τον στόχο (δημοσιονομικό κενό) την περίοδο 2020-2022.  

Κι αυτό γιατί θεωρούν πως το αποθεματικό ρευστότητας αποτελείται από δάνεια.    

Όμως, κατά την ταπεινή μας άποψη, υπάρχει ένα ακόμη θέμα.

Το πακέτο είναι προσανατολισμένο σε μέτρα που καταλήγουν στην αύξηση της κατανάλωσης.  

Είναι λογικό να μη θέλει η όποια κυβέρνηση την υποχώρηση της κατανάλωσης, η οποία αντιστοιχεί στο 88% περίπου του ΑΕΠ, για να μην εισέλθει η οικονομία σε τέλμα.  

Όμως, η Ελλάδα δεν μπορεί να βασίσει την ανάπτυξή της στην κατανάλωση, από τη στιγμή που δεν διαθέτει ανάλογη παραγωγική βάση.

Μια σημαντική αύξηση της κατανάλωσης θα μπορούσε να δώσει ώθηση στην οικονομία βραχυπρόθεσμα, αλλά να την πληγώσει μεσοπρόθεσμα μέσω της διαρροής προς τις εισαγωγές και την αύξηση του χρέους.

Σημειωτέον ότι η κατανάλωση είναι υψηλή στην Ελλάδα καθώς αντιπροσωπεύει το 100% και πλέον του διαθέσιμου εισοδήματος από το 2005 έναντι 90%-95% στην ευρωζώνη, σύμφωνα με το CEP.

Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει κάποιος με βάση τον υψηλό λόγο κατανάλωσης προς το ΑΕΠ.  

Τονίζεται ότι η συνολική καταναλωτική δαπάνη στην Ελλάδα ακολούθησε καθοδική πορεία από το 2009 μέχρι και το 2016, αλλά ανακάμπτει τα δύο τελευταία χρόνια.  

Παρόμοια τάση εμφανίζει η ιδιωτική κατανάλωση που ανερχόταν σε 125,6 δισ.  ευρώ το 2018 έναντι 161 δισ. της συνολικής δαπάνης, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Ιδιώτες και κράτος δαπάνησαν συνολικά 217,6 δισ. το 2009.

Προφανώς, η μείωση των φόρων κατανάλωσης, όπως ο ΦΠΑ, ευνοεί την αύξηση της κατανάλωσης και έχει πολιτικά οφέλη για τους κυβερνώντες.  

Κατανοούμε ότι η θέση μας δεν είναι ούτε δημοφιλής, ούτε πολιτικά ορθή.

Όμως, αυτό που κυρίως χρειάζεται η Ελλάδα είναι ενίσχυση των κινήτρων για αποταμίευση, επενδύσεις και εξαγωγές.

Οσο το αγνοούμε, τόσο θα το πληρώνουμε ακριβά.

Δυστυχώς, για χώρες όπως η Ελλάδα, με υψηλό χρέος και χωρίς επαρκή παραγωγική βάση, η κατανάλωση δεν μπορεί να αποτελέσει την ατμομηχανή ανάπτυξης.  


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v