Σύμφωνα με το προσχέδιο του 3ου μνημονίου που έγινε γνωστό, οι δημοσιονομικοί στόχοι αναθεωρήθηκαν προς τα κάτω.Φέτος, λοιπόν, ο στόχος προβλέπει πρωτογενές έλλειμμα ίσο με 0,25% του ΑΕΠ, από πλεόνασμα 0,3% ή 0,4% το 2014.
Πρωτογενές πλεόνασμα ίσο με 0,5% του ΑΕΠ το 2016, 1,75% το 2017 και 3,5% του ΑΕΠ το 2018.
Όπως έχουμε ξαναπεί, οι ανωτέρω στόχοι συνδέονται με τη διαχειρισιμότητα του χρέους.
Κοινώς, υποκρύπτουν την πρόθεση της ΕΕ να προχωρήσει σε κάποιου είδους ελάφρυνση του χρέους, π.χ. με επιμηκύνσεις των λήξεων των δανείων.
Θεωρητικά, οι χαμηλότεροι στόχοι είναι ευκολότερα επιτεύξιμοι, όμως δεν οδηγούν απαραίτητα σε μικρότερη δημοσιονομική προσπάθεια.
Τουναντίον, το συνολικό ποσό των επιπρόσθετων φόρων και μειωμένων δαπανών που απαιτούνται για την επίτευξη των χαμηλότερων δημοσιονομικών στόχων είναι πολλαπλάσιο του δημοσιονομικού κενού των 1,7 δισ. ευρώ για το 2015, που κατέγραφαν οι θεσμοί τον περασμένο Δεκέμβριο.
Αυτό μετρά κυρίως, κατά την ταπεινή μας άποψη.
Κι αυτό γιατί η όποια εξοικονόμηση προκύπτει από το χαμήλωμα του πήχη για τους στόχους μεταφράζεται σε επιπλέον δάνεια και χρέος ,αυξάνοντας την εξάρτηση της χώρας από τους δανειστές.
Με άλλα λόγια, υπάρχει μια χρυσή τομή μεταξύ ενός πρωτογενούς πλεονάσματος που δεν εμποδίζει την ανάπτυξη αλλά και δεν διογκώνει ταυτόχρονα το χρέος.
Η σχέση γίνεται ευνοϊκότερη για την ανάπτυξη, αν υπάρξει ελάφρυνση του χρέους.
Υπό αυτή την έννοια, η δημοσιονομική πολιτική που προκύπτει από το 3ο μνημόνιο δεν είναι τόσο χαλαρή όσο δείχνουν οι στόχοι.
Όμως, δεν είναι μοναχά η δημοσιονομική πολιτική που επηρεάζει την οικονομία της χώρας.
Η ιδιωτική καταναλωτική δαπάνη είναι ένας άλλος παράγοντας που επηρεάζει την οικονομία και εν μέρει επηρεάζεται από τη δημοσιονομική πολιτική.
Επηρεάζεται επίσης από την πορεία και τις προοπτικές της απασχόλησης, της πορείας των τιμών καταναλωτή, την πολιτική των τραπεζών και την ψυχολογία γενικότερα.
Ολα δείχνουν ότι η ιδιωτική κατανάλωση θα είναι στάσιμη φέτος, ή θα έχει αρνητικό πρόσημο παρά το ενθαρρυντικό ξεκίνημα.
Όμως, μια εισαγωγική χώρα, όπως η Ελλάδα, δεν μπορεί να βασιστεί στην κατανάλωση για να αναπτυχθεί η οικονομία της σε βάθος χρόνου.
Αντίθετα, αυτό θα μπορούσε να γίνει με τις επενδύσεις.
Όμως, τα capital controls, η κατάσταση των τραπεζών και γενικότερα το κλίμα δεν ευνοούν τις επενδύσεις.
Οι τελευταίες βασίζονται σε σημαντικό βαθμό σε ξένα κεφάλαια, δανεικά ή μη.
Όμως, τέτοια δεν προβλέπονται στην Ελλάδα το επόμενο εξάμηνο.
Τι απομένει; Οι εξαγωγές προϊόντων και οι υπηρεσίες, δηλαδή ο τουρισμός.
Όμως, ο εξαγωγικός τομέας δεν είναι τόσο μεγάλος ως ποσοστό του ΑΕΠ για να κάνει τη διαφορά, όπως στην Ιρλανδία, όταν πάει καλά.
Μπορεί να βοηθήσει αλλά όχι να γίνει λοκομοτίβα ανάπτυξης.
Ο ρόλος της ανάπτυξης είναι σημαντικός όχι μόνο για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, εισοδήματος και πλούτου.
Είναι επίσης σημαντικός για τη μείωση του δημόσιου χρέους.
Αν η ελληνική οικονομία ήταν στάσιμη την περίοδο 2009-2011 αντί να συρρικνώνεται, ο λόγος χρέους ως προς το ΑΕΠ θα ήταν χαμηλότερος κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες, σύμφωνα με παλαιότερη αναφορά του καθηγητή Νίκου Χριστοδουλάκη.
Αν λοιπόν δεν επανέλθει η ελληνική οικονομία σε αναπτυξιακή τροχιά, το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα αυξάνεται, η απασχόληση και τα εισοδήματα θα μειώνονται.
Αναπόφευκτα, αυτό θα οδηγήσει σε κάμψη των αντιστάσεων μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού και περισσότερα νοικοκυριά στη φτώχεια.
Θα στρώσει δηλαδή τον δρόμο για την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ.
Κάτι που το 3ο μνημόνιο φιλοδοξεί να αποσοβήσει.
Dr. Money
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.