Πώς πρέπει να διαχειριστούν οι κυβερνήσεις τη διόγκωση του δημόσιου χρέους εξαιτίας της πανδημίας του νέου κορωνοϊού; Σε αυτό το ερώτημα επιχειρεί να απαντήσει ο Γάλλος οικονομολόγος Τομά Πικετί.
Όπως σημειώνει σε blog στη Le Monde, πολλοί θεωρούν ότι το βάρος πρέπει να αναλάβουν οι κεντρικές τράπεζες, αγοράζοντας περισσότερο κρατικό χρέος. Ο ίδιος υποστηρίζει πως αυτό δεν είναι αρκετό. Αν και η δημιουργία χρήματος είναι μέρος της λύσης, αργά ή γρήγορα θα χρειαστεί να συνεισφέρουν οι πλουσιότεροι, υπογραμμίζει ο κ. Πικετί.
Το βασικό του επιχείρημα είναι πως η διαρκής νομισματική τόνωση από τις κεντρικές τράπεζες οδηγεί σε μη βιώσιμη αύξηση των ανισοτήτων. Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας του βιβλίου «Το Κεφάλαιο τον 21ο αιώνα», η δημιουργία χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες έχει φτάσει το 2020 σε άνευ προηγουμένου επίπεδα. Ο ισολογισμός της Fed εκτινάχτηκε από τα $4,1 τρισ. στις 24 Φεβρουαρίου στα $7,056 τρισ. στις 28 Σεπτεμβρίου. Ο ισολογισμός των κεντρικών τραπεζών της ευρωζώνης εκτοξεύτηκε από τα €4,692 τρισ. στις 28 Φεβρουαρίου στα €6,075 τρισ. στις 2 Οκτωβρίου. Σε σχέση με το ΑΕΠ της ευρωζώνης, ο ισολογισμός του ευρωσυστήματος, ο οποίος είχε αυξηθεί από το 10% στο 40% του ΑΕΠ από το 2008 ως το 2018, ανήλθε στο 60% από τον Φεβρουάριο ως τον Οκτώβριο του 2020.
Οι κεντρικές τράπεζες αγοράζουν από τη δευτερογενή αγορά ένα ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο του κρατικού χρέους, ενώ έχουν οδηγήσει τα επιτόκια κάτω από το μηδέν. Η ΕΚΤ είχε ήδη το 20% του δημόσιου χρέους της ευρωζώνης στις αρχές του 2020 και μπορεί να έχει το 30% στο τέλος του έτους. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στις ΗΠΑ.
Σύμφωνα με τον κ. Πικετί, από τη στιγμή που η ΕΚΤ ή η Fed πολύ δύσκολα θα αποφασίσουν να επαναφέρουν τα χρεόγραφα αυτά στην αγορά ή να απαιτήσουν την αποπληρωμή τους, θα μπορούσε πλέον να αποφασιστεί να μην υπολογίζονται τα συγκεκριμένα ομόλογα ως μέρος του συνολικού δημόσιου χρέους.
Πρέπει να ακολουθήσουμε αυτό το μονοπάτι; Μπορούν οι κεντρικές τράπεζες να έχουν στο μέλλον το 50% ή το 100% του δημόσιου χρέους και να ελαφρύνουν έτσι το οικονομικό βάρος που σηκώνουν οι κυβερνήσεις;
Από καθαρά τεχνική άποψη, τονίζει ο κ. Πικετί, κάτι τέτοιο δεν αποτελεί πρόβλημα. Η δυσκολία σύμφωνα με τον ίδιο είναι ότι η πολιτική αυτή αν και επιλύει από τη μία πλευρά το πρόβλημα του χρέους από την άλλη αυξάνει τις ανισότητες.
«Το όργιο της δημιουργίας χρήματος και η αγορά χρεογράφων οδηγεί στην πραγματικότητα υψηλότερα τις τιμές των μετοχών και της ακίνητης περιουσίας, κάτι το οποίο κάνει τους πλούσιους πλουσιότερους. Για τους μικρούς αποταμιευτές, τα μηδενικά ή τα αρνητικά επιτόκια δεν είναι ιδιαίτερα καλά νέα. Αλλά για αυτούς που μπορούν να δανειστούν με χαμηλά επιτόκια και έχουν την τεχνογνωσία σε χρηματοοικονομικό, νομικό και φορολογικό επίπεδο να βρουν τις κατάλληλες επενδύσεις, εξαιρετικές αποδόσεις είναι εφικτές. Σύμφωνα με το Challenges, οι 500 μεγαλύτερες περιουσίες στη Γαλλία έχουν αυξηθεί από τα €210 δισ. το 2010 στα €730 δισ. το 2020 (από το 10% του ΑΕΠ στο 30% του ΑΕΠ). Μια τέτοια εξέλιξη είναι κοινωνικά και πολιτικά μη βιώσιμη» υπογραμμίζει ο κ. Πικετί.
Ο ίδιος υποστηρίζει ότι θα ήταν προτιμότερο αντί η δημιουργία χρήματος να θρέφει τη χρηματοοικονομική φούσκα να χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση μιας κοινωνικής και οικολογικής ανάκαμψης, με τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την αύξηση των μισθών στα νοσοκομεία, τα σχολεία και τις τοπικές υπηρεσίες. Αυτό θα ελάφρυνε το βάρος του χρέους και ταυτόχρονα θα μείωνε τις ανισότητες, με επενδύσεις σε τομείς που θα φανούν χρήσιμοι στο μέλλον και με την μετατόπιση του πληθωρισμού από τα περιουσιακά στοιχεία στους μισθούς και στα αγαθά και τις υπηρεσίες.
Ωστόσο, ούτε αυτό αποτελεί κάποια μαγική λύση κατά τον κ. Πικετί. Από τη στιγμή που ο πληθωρισμός ανέβει και πάλι σε σημαντικά επίπεδα, στο 3 με 4% τον χρόνο, το εργαλείο της δημιουργίας χρήματος θα πρέπει να αντικατασταθεί από δημοσιονομικά εργαλεία.
«Η ιστορία του δημόσιου χρέους καταδεικνύει το εξής: το χρήμα από μόνο του δεν μπορεί να προσφέρει μια καθησυχαστική λύση σε ένα τόσο μεγάλο πρόβλημα, γιατί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο έχει ανεξέλεγκτες διανεμητικές συνέπειες. Μόνο με την επιβολή φόρων στους πιο ευνοημένους μπόρεσαν να εξαφανιστούν τα μεγάλα δημόσια χρέη της μεταπολεμικής περιόδου και να ανασυγκροτηθεί το κοινωνικό και παραγωγικό σύμφωνο των επόμενων δεκαετιών. Ας στοιχηματίσουμε ότι το ίδιο θα ισχύσει και στο μέλλον» καταλήγει ο κ. Πικετί.