Η κεντρική τράπεζα της Γερμανίας ανέφερε τη Δευτέρα ότι θα στηρίξει την αναστολή της "αποστείρωσης" του προγράμματος αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, υποστηρίζοντας ότι η κίνηση θα σταθεροποιήσει τις αγορές χρήματος.
Η στάση της Bundesbank, η οποία διατυπώνεται στην μηνιαία της έκθεση, θα προσφέρει κάλυψη της ΕΚΤ σε ενδεχόμενη κριτική Γερμανών πολιτικών, εφόσον ο Μάριο Ντράγκι αποφασίσει να ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο.
Σημειώνεται πως η ΕΚΤ έχει δεσμευτεί να αποσύρει κεφάλαια από το τραπεζικό σύστημα όταν κάνει αγορές κρατικών ομολόγων υπό το πρόγραμμα SME, ώστε να μην αυξηθεί η νομισματική βάση. Η ΕΚΤ έχει αγοράσει περισσότερα από 200 δισ. ευρώ σε ομόλογα της Ισπανίας, της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας. Κάθε εβδομάδα, αποσύρει κεφάλαια από το τραπεζικό σύστημα προσφέροντας στις τράπεζες βραχυπρόθεσμα ομόλογα.
Η πρακτική αυτή είναι γνωστή ως "αποστείρωση" και βοήθησε την ΕΚΤ να αποφύγει την κριτική ότι τυπώνει φρέσκο χρήμα για να διασώσει χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία.
Η ανησυχία αυτή είναι ιδιαίτερα έντονη στην Γερμανία όπου οι αγορές κρατικών ομολόγων ξυπνούν βαθιά ριζωμένους φόβους για πληθωρισμό και παραβίαση της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών. Η Bundesbank ήταν αντίθετη και στα δύο προγράμματα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ το 2010 και το 2012.
Βάζοντας τέλος στην διαδικασία της αποστείρωσης, η ΕΚΤ θα αυξήσει τα κεφάλαια στο τραπεζικό σύστημα κατά $175 δισ., γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε μείωση των επιτοκίων που χρεώνουν οι τράπεζες μεταξύ τους για βραχυπρόθεσμη ρευστότητα.
Όπως μεταδίδει η WSJ, η Bundesbank γράφει στην μηνιαία της έκθεση ότι είναι "ανοιχτή σε μια πιθανή προσαρμογή των υφιστάμενων διαδικασιών απορρόφησης ρευστότητας αν είναι απαραίτητη για την σταθεροποίηση της αγοράς χρήματος".
Παράλληλα, επισημαίνει ότι μια τέτοια κίνηση "θα έκανε ακόμα πιο ξεκάθαρη την επεκτατική νομισματική πολιτική του ευρωσυστήματος".
Υπενθυμίζεται ότι στις 6 Φεβρουαρίου ο κ. Ντράγκι είχε δηλώσει ότι η "η λήξη της αποστείρωσης είναι ένα από τα πολλά εργαλεία που εξετάζουμε", αλλά τόνισε πως δεν συζητήθηκε στην τελευταία σύσκεψη της κεντρικής τράπεζας.