Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) πήρε τη σκυτάλη από το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, επικρίνοντας τα πλεονάσματα που έχει η Γερμανία στο εμπορικό ισοζύγιό της και απορρίπτοντας τον ισχυρισμό της καγκελαρίου Άγκελας Μέρκελ ότι οι υψηλές εξαγωγές αποτελούν ένδειξη οικονομικής υγείας, αναφέρει δημοσίευμα του πρακτορείου Bloomberg.
Ενώ η Γερμανία ήταν εξοργισμένη χθες για την έκθεση του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών σχετικά με τα πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της, ο πρώτος αναπληρωτής γενικός διευθυντής του ΔΝΤ Ντέιβιντ Λίπτον ζήτησε από τη χώρα να μειώσει το πλεόνασμα των εξαγωγών της σε «ένα κατάλληλο επίπεδο» για να βοηθήσει τους εταίρους της στην ευρωζώνη να μειώσουν τα ελλείμματά τους.
Όπως αναμεταδίδει το ΑΠΕ, η έκθεση του αμερικανικού υπουργείου επέκρινε τη Γερμανία ότι έθεσε τις εξαγωγές στο επίκεντρο της πολιτικής της κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, επισημαίνοντας παράλληλα ότι η παραμέληση της εγχώριας ζήτησης (από την ίδια) καθυστερεί το τέλος της οικονομικής κακουχίας.
Ένα «σημαντικό μικρότερο πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα ήταν χρήσιμο», δήλωσε χθες βράδυ ο κ. Λίπτον σε ομιλία που παρέθεσε στην Αμερικανική Ακαδημία στο Βερολίνο, προσθέτοντας ότι η μείωση των υπερβολικών ελλειμμάτων στην ευρωζώνη «απλά δεν μπορεί να γίνει αν δεν μειωθούν και τα πλεονάσματα».
Ο κ. Λίπτον κάλεσε τη Γερμανία «να σηκώσει το βλέμμα της στον παγκόσμιο ορίζοντα» κατά τη χάραξη της πολιτικής της. Η γερμανική οικονομία ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος εξαγωγέας του κόσμου το 2012, με τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών της να υπερβαίνουν το 1,36 τρισ. ευρώ.
Το γερμανικό υπουργείο Οικονομίας απέρριψε χθες τις αναφορές της αμερικανικής έκθεσης, δηλώνοντας ότι η Γερμανία δεν αξίζει αυτήν την κριτική. «Τα πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αποτελούν ένδειξη της ανταγωνιστικότητας της γερμανικής οικονομίας και της παγκόσμιας ζήτησης για τα ποιοτικά γερμανικά προϊόντα», ανέφερε το υπουργείο σε ανακοίνωσή του. Αν και το αμερικανικό υπουργείο παραδέχθηκε μία ανάκαμψη στην εγχώρια ζήτηση της Γερμανίας, τόνισε ότι η ανάπτυξή της «συνεχίζει να βασίζεται στο πλεόνασμα των εξαγωγών, το οποίο συνεχίζει να καθυστερεί τη διαδικασία εξωτερικής προσαρμογής της ευρωζώνης».
Το τίμημα πληρώνουν, ανέφερε η έκθεση, οι χώρες με υψηλό χρέος, όπως η Ελλάδα και η Ιρλανδία, οι οποίες πιέζονται αφόρητα «να μειώσουν τη ζήτηση και να συμπιέσουν τις εισαγωγές τους για να κάνουν την προσαρμογή».
Ο κ. Λίπτον δήλωσε ότι το Ταμείο δεν ζητά από τη Γερμανία να «αλλάξει το επιχειρηματικό της μοντέλο», αλλά να αποκαταστήσει μία καλύτερη ισορροπία της εγχώριας ζήτησής της, ενθαρρύνοντας τις επενδύσεις και τις αυξήσεις των μισθών.