Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

ΗΠΑ: Ψήφος εμπιστοσύνης εταιριών στον εαυτό τους

Tη σημαντική ρευστότητά τους αποφάσισαν να αξιοποιήσουν οι αμερικανικές εταιρίες στηρίζοντας τις μετοχές τους. Οι κινήσεις αυτές αποτελούν σημάδι αισιοδοξίας των αμερικανικών επιχειρήσεων.

  • του Στέφανου Κορέλλη
ΗΠΑ: Ψήφος εμπιστοσύνης εταιριών στον εαυτό τους
Tη σημαντική ρευστότητά τους αποφάσισαν να αξιοποιήσουν οι αμερικανικές εταιρείες στηρίζοντας τις μετοχές τους. Οι κινήσεις αυτές αποτελούν σημάδι βελτίωσης των προσδοκιών των αμερικανικών επιχειρήσεων, οι οποίες έως τώρα είχαν θέσει ως πρώτο στόχο τη διατήρηση υψηλής ρευστότητας εν μέσω οικονομικής αβεβαιότητας και καθώς οι τράπεζες είχαν κλείσει την κάνουλα της χρηματοδότησης.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Bank of America, το α΄ εξάμηνο του έτους στις ΗΠΑ έχουν εξαγγελθεί 343 προγράμματα επαναγοράς ιδίων μετοχών συνολικού ύψους 178 δισ. δολαρίων. Μόνο το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιουνίου ανακοινώθηκαν 27 νέα προγράμματα συνολικού ύψους 18,5 δισ. δολαρίων.

Μεταξύ αυτών ήταν αυτά της Viacom, της Monsanto και της CVS Caremark, αλλά τη μερίδα του λέοντος είχε το πρόγραμμα του κολοσσού του λιανεμπορίου Wal-Mart, το οποίο ανήλθε στα 15 δισ. δολάρια (στο ποσό βέβαια περιλαμβάνονται και 4,7 δισ. δολάρια από παλαιότερο πρόγραμμα επαναγοράς).

Με την προϋπόθεση ότι τα προγράμματα θα υλοποιηθούν πλήρως και εφόσον ο ρυθμός αυτός διατηρηθεί έως το τέλος του 2010, τότε το κονδύλι για επαναγορά ιδίων μετοχών θα είναι το μεγαλύτερο από το 2007. Τότε η συνολική αξία των προγραμμάτων έφτασε τα 898 δισ. δολάρια, με το μέσο ημερήσιο ποσό να διαμορφώνεται στα 3,2 δισ. δολάρια. Έκτοτε άρχισε η κατιούσα και το 2009 οι επαναγορές μετοχών ανήλθαν μόλις στα 128 δισ. δολάρια.

--- Σημάδι αισιοδοξίας
Ακολουθήστε το Euro2day.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του Euro2day.grFOLLOW USΑκολουθήστε τη σελίδα του Euro2day.gr στο Linkedin

Η αλλαγή στάσης των αμερικανικών εταιρειών είναι σαφώς μια ένδειξη αισιοδοξίας για την πορεία της Wall Street και των υπόλοιπων ισχυρών χρηματιστηρίων, με δεδομένο μάλιστα ότι ο Ιούνιος δεν είναι μήνας ανακοινώσεων εταιρικών αποτελεσμάτων, όταν δηλαδή οι επιχειρήσεις αποδεικνύουν στο επενδυτικό κοινό ότι πιάνουν τους στόχους τους και άρα δικαιολογείται να στηρίξουν τη μετοχή τους.

Η αύξηση των προγραμμάτων επαναγοράς ιδίων μετοχών έχει αφετηρία, όπως αναφέρουν οι «Financial Times», το γεγονός ότι οι εταιρείες έχουν συσσωρεύσει σημαντική ρευστότητα, καθώς την περασμένη διετία υλοποίησαν προγράμματα μείωσης του λειτουργικού κόστους τους, ενώ συρρίκνωσαν και τα αποθέματά τους.

Ενδεικτικά, με βάση τα στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ, στις αρχές Ιουνίου τα ρευστά διαθέσιμα των αμερικανικών επιχειρήσεων - εξαιρουμένου του χρηματοπιστωτικού κλάδου- έφτασαν το 1,84 τρισ. δολάρια, που είναι το υψηλότερο επίπεδο από τη δεκαετία του ’60 σε σχέση με το ενεργητικό τους.

Η συγκέντρωση ρευστού αποτυπώνει την επιφυλακτικότητα των εταιρειών στις δύσκολες συνθήκες δανεισμού που επικρατούσαν εν μέσω της πιστωτικής κρίσης, αλλά και την ανησυχία μπροστά στη μέγκενη των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης.

Σύμφωνα με τους «Financial Times», η τρέχουσα αύξηση των προγραμμάτων επαναγοράς αποτυπώνει την αισιοδοξία που υπάρχει πλέον στις επιχειρήσεις για τις οικονομικές συνθήκες αλλά και για την πορεία των χρηματιστηρίων. Άλλωστε, ένας λόγος για την αύξηση των προγραμμάτων είναι η σημαντική υποχώρηση των μετοχών σε διεθνές επίπεδο το τελευταίο διάστημα.

--- «Πράσινο» και από τα ομόλογα

Από την άλλη πλευρά, ένα ακόμη σημάδι αισιοδοξίας είναι η δυναμική την οποία αρχίζει να ανακτά η αγορά εταιρικών ομολόγων, που μέσα στο 2009 ξεπέρασε για πρώτη φορά τον τραπεζικό δανεισμό, αλλά μετά το πρώτο φετινό τρίμηνο μείωσε... ταχύτητα.

Με βάση τον δείκτη της Bank of America, η απόδοση των εταιρικών ομολόγων τον Ιούνιο κυμάνθηκε στο 3,8% συγκριτικά με τις απώλειες 3% του δείκτη μετοχών της MSCI World. Μετά την απόσυρση κεφαλαίων μέσα στον Μάιο, τον Ιούνιο οι επενδυτές επέστρεψαν στις αγορές ομολόγων.

Συγκεκριμένα, στις αρχές Ιουνίου οι επενδυτές τοποθέτησαν στην αγορά 164 εκατ. δολάρια, ενώ μέσα στον Μάιο είχαν αποσύρει 6,27 δισ. δολάρια, οπότε και η αγορά γνώρισε τη μεγαλύτερη πτώση από το 2003.

Όπως αναφέρει ο στρατηγικός αναλυτής της BNP Paribas Asset Management κ. Μάρτιν Φρίντσον, η στροφή προς τα εταιρικά ομόλογα αποτελεί επιβεβαίωση των βελτιωμένων οικονομικών συνθηκών το τελευταίο διάστημα, καθώς αμβλύνονται οι επενδυτικές ανησυχίες για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχουν στην ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας τα προβλήματα των χρεωμένων κρατών της Ευρώπης και τα μέτρα λιτότητας τα οποία λαμβάνουν οι κυβερνήσεις τους.

Στο πλαίσιο αυτό, οι διαχειριστές επενδύσεων εκτιμούν ότι, καθώς οι επενδυτές νιώθουν πιο σίγουροι, θα στραφούν σε τίτλους με υψηλότερες αποδόσεις, δίνοντας νέα πνοή στην αγορά εταιρικών ομολόγων. 

ΕΤΟΙΜΑΖΟΝΤΑΙ ΓΙΑ... ΑΠΟΒΑΣΗ

Στόχους εξαγοράς θα αναζητήσουν οι αμερικανικές επιχειρήσεις το επόμενο διάστημα, επιχειρώντας να αξιοποιήσουν την υψηλή τους ρευστότητα. Πρώτος προορισμός είναι η Ευρώπη, όπου οι μετοχές κινούνται σε χαμηλά επίπεδα. Αυτό εκτίμησε, μιλώντας στους «Financial Times», ο διευθυντής στρατηγικής αξιολόγησης και κινδύνου της S&P κ. Μάικλ Τόμσον.

Σύμφωνα με τον ίδιο, για τις μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες του αμερικανικού δείκτη S&P 500 το σύνολο των μετρητών και των βραχυπρόθεσμων επενδύσεων αυξήθηκε κατά 42,6% στη διάρκεια των δύο ετών της κρίσης, λόγω ακριβώς των προγραμμάτων μείωσης του κόστους και συσσώρευσης ρευστότητας.

Από την άλλη, το συνολικό χρέος τους έχει αυξηθεί μόλις κατά 5,6%. Πρόκειται για ιδανικό συνδυασμό ώστε πλέον οι αμερικανικές επιχειρήσεις να επιδιώξουν να επεκταθούν μέσω εξαγορών σε μία περίοδο όπου η διεθνής οικονομία -έστω και με αργούς ρυθμούς- ανακάμπτει.

Το στέλεχος της S&P δικαιολογεί την άποψη ότι πρώτοι στόχοι των αμερικανικών εταιρειών θα είναι οι ευρωπαϊκές, βασιζόμενο στα χαμηλά επίπεδα τιμών των ευρωπαϊκών και των βρετανικών μετοχών, τα οποία είναι ανάλογα με εκείνα κατά την κορύφωση της διεθνούς πιστωτικής κρίσης, από τα μέσα του 2008 έως τις αρχές του 2009.

Επίσης, ο μέσος όρος των δεικτών της προθεσμιακής τιμής ως προς τα κέρδη για τους τίτλους του βρετανικού, του γαλλικού και του γερμανικού χρηματιστηρίου βρίσκεται σε χαμηλότερα επίπεδα συγκριτικά με τον μέσο όρο από τον Ιανουάριο του 2000.

Το ίδιο στέλεχος συμπληρώνει: «Οι εταιρείες παρουσιάζονται πολύ πιο σίγουρες έχοντας αποκτήσει υψηλή ρευστότητα ως άμυνα στην πιστωτική κρίση. Όμως, οι θεσμικοί επενδυτές και οι αναλυτές προκρίνουν επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν τα μετρητά τους για περαιτέρω ανάπτυξη μέσω της επέκτασης και των μεγαλύτερων περιθωρίων κέρδους. Για τον λόγο αυτόν, οι εξαγορές των χαμηλά αποτιμημένων ευρωπαϊκών εταιρειών είναι ένα απολύτως λογικό βήμα». 

* Αναδημοσίευση από το 641ο φύλλο της εβδομαδιαίας εφημερίδας ΜΕΤΟΧΟΣ & ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ, 2 – 6 Ιουλίου 2010.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

v