Βαρόμετρο για επενδύσεις η σύνοδος για το κλίμα

Μια πιθανή συμφωνία μεταξύ των κρατών εκτιμάται πως θα επηρεάσει τις μακροπρόθεσμες επιλογές των θεσμικών επενδυτών, των συνταξιοδοτικών ταμείων και των κρατικών επενδυτικών κεφαλαίων. Διάσταση απόψεων μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ.

  • του Απόστολου Λακασά
Βαρόμετρο για επενδύσεις η σύνοδος για το κλίμα
Tα αποτελέσματα της κρίσιμης, τριήμερης συνόδου των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με το κλίμα, η οποία αρχίζει την προσεχή Δευτέρα, δεν αφήνουν καθόλου αδιάφορους τους διαχειριστές κεφαλαίων.

Το βασικό ζητούμενο της συνόδου αφορά στην αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών και των επιπτώσεων που έχει το φαινόμενο του θερμοκηπίου στον πλανήτη. Η κρισιμότητα της συνόδου, μάλιστα, είναι τέτοια που θεωρείται ότι οι όποιες αποφάσεις θα επηρεάσουν τις επενδυτικές επιλογές σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.

Και αυτό διότι θα έχουν επίδραση στους ρυθμούς ανάπτυξης πολλών κλάδων στους οποίους τοποθετούνται τα επενδυτικά κεφάλαια.

Ενδεικτικές είναι οι παρακάτω προβλέψεις:

-Θεωρείται βέβαιο ότι μια πολιτική συμφωνία για τη χρηματοδότηση μέτρων υπέρ της μείωσης των εκπομπών ρύπων θα ενισχύσει τις εταιρείες που ασχολούνται με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, καθώς και τις ενεργειακά αυτάρκεις.

- Αντίθετα, σημαντικές θα είναι οι επιπτώσεις για τις επιχειρήσεις που ρυπαίνουν περισσότερο, όπως είναι οι εταιρείες αλουμινίου, κοινής ωφελείας και οι αυτοκινητοβιομηχανίες. Βέβαια, πολλά θα κριθούν σε επίπεδο στρατηγικής των επιχειρήσεων να προσαρμοστούν στις νέες μεθόδους, όμως είναι σίγουρο ότι θα πληρώσουν το κόστος της προσαρμογής.
Ακολουθήστε το Euro2day.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του Euro2day.grFOLLOW USΑκολουθήστε τη σελίδα του Euro2day.gr στο Linkedin
Από την άλλη, η συμφωνία θεωρείται ότι θα επηρεάσει τις μακροπρόθεσμες επιλογές των θεσμικών επενδυτών, των συνταξιοδοτικών ταμείων και των κρατικών επενδυτικών κεφαλαίων. Οι επενδυτές αυτοί θα κινηθούν με γνώμονα την προστασία από την έκθεση σε εταιρείες που θα πληγούν από το υψηλό κόστος εκπομπής ρύπων.

Οι άμεσες συνέπειες

Βραχυπρόθεσμα τα αποτελέσματα της συνόδου αναμένεται να επηρεάσουν την αγορά εμπορίας ρύπων, κυρίως δε εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία στην Κοπεγχάγη. Θεωρείται ότι εταιρείες του βιομηχανικού τομέα, όπως οι τσιμεντοβιομηχανίες και οι χαλυβουργίες, στα τέλη Δεκεμβρίου - αρχές Ιανουαρίου θα διαθέσουν προς πώληση τα δικαιώματα ρύπων που διαθέτουν για το 2009.

Μάλιστα, θα είναι η πρώτη ενδιαφέρουσα εξέλιξη στην αγορά, καθώς έως τώρα όλα ήταν παγωμένα εν αναμονή των αποφάσεων της συνόδου.

Αντίστροφα, εάν οι χώρες καταλήξουν σε νέα κλιματική συμφωνία, η αξία της παγκόσμιας αγοράς ρύπων αναμένεται να εκτιναχτεί. Σήμερα η αξία της υπολογίζεται στα 126 δισ. δολάρια, αλλά -υπό τη θετική προοπτική- οι αναλυτές εκτιμούν ότι θα φτάσει στα 2 τρισ. δολάρια. Την αύξηση φυσικά θα κληθούν να πληρώσουν οι εταιρείες που επιβαρύνουν το περιβάλλον.

Ουσιαστικά για μία ακόμη φορά προκύπτει ότι πίσω από κάθε απόφαση υπάρχουν τεράστια συμφέροντα, τα οποία θα βαρύνουν σημαντικά στην πλάστιγγα των πολιτικών αποφάσεων...

ΔΙΠΛΑΣΙΟ ΤΟ ΚΟΣΤΟΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΑΝ...

«Συμφωνήστε σε νέες επενδύσεις, αλλιώς το κόστος θα είναι υπέρμετρα υψηλό». Αυτό προτρέπουν οι διεθνείς οργανισμοί τους ηγέτες των κρατών που θα συμμετάσχουν στη σύνοδο των Ηνωμένων Εθνών.

Ειδικότερα, οι τελευταίες μελέτες δείχνουν ότι ο πλανήτης μακροπρόθεσμα θα πληρώσει πολύ περισσότερο την αδράνειά του σε σχέση με το κόστος των μέτρων που καλείται άμεσα να λάβει.

Με βάση μελέτη της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας, η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου θα αυξηθεί από τα 85 εκατ. βαρέλια ημερησίως στα 105 εκατ. το 2030. Σε αυτήν την περίπτωση το κόστος του πετρελαίου και του φυσικού αερίου θα διπλασιαστεί για τους καταναλωτές, με σταδιακή άνοδο της τιμής του αργού στα 100 δολάρια και στα 115 δολάρια το 2030. Στο φυσικό αέριο η αύξηση της ζήτησης τα επόμενα χρόνια θα είναι της τάξης του 2,5% ετησίως. Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, η τρέχουσα οικονομική κρίση έχει μειώσει τις επενδύσεις στο πετρέλαιο, στο φυσικό αέριο και στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας κατά 20% φέτος σε σχέση με το 2008.

Μάλιστα, η μείωση θα ήταν πολύ μεγαλύτερη εάν έλειπαν τα κρατικά μέτρα στήριξης. Επιπλέον, η υπηρεσία εκτιμά ότι έως το 2030 θα χρειαστούν περί τα 26 τρισ. δολ. -περίπου 1,1 τρισ. κάθε χρόνο- μόνο για να καλυφτεί η ενεργειακή ζήτηση εάν δεν αλλάξουν τα δεδομένα.

Στο ίδιο πλαίσιο κινούνται και άλλες μελέτες που επιχειρούν να αποτιμήσουν το κόστος της κλιματικής αλλαγής. Ενδεικτικά, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει υπολογίσει ότι οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής κοστίζουν περί το 1 δισ. ευρώ ετησίως, αφού θα υπάρξουν επιπτώσεις στον αγροτικό τομέα, με απώλεια παραγωγής, αλλά και στα παράκτια οικοσυστήματα τα οποία θα καταστρέψει η άνοδος της στάθμης των θαλασσών. Επίσης, το Διεθνές Ερευνητικό Ινστιτούτο Σιτιστικής Πολιτικής εκτιμά ότι εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής οι τιμές θα αυξηθούν από 170% έως 195% μέχρι το 2050. Αντίθετα, εάν ληφθούν μέτρα η αύξηση θα είναι περίπου 40%.


ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΑΠΟΨΕΩΝ ΗΠΑ - Ε.Ε.

Ο κ. Μπαράκ Ομπάμα θα βρεθεί στη Δανία την Τετάρτη, την τρίτη και τελευταία ημέρα της συνόδου, και αναμένεται οι προτάσεις του να κινηθούν στο πλαίσιο της σχετικής νομοθεσίας που ψηφίστηκε στις ΗΠΑ τον Ιούνιο. Αυτό, όμως, θεωρείται ανεπαρκές από τους Ευρωπαίους ηγέτες.

Συγκεκριμένα, αναμένεται να προτείνει οι ΗΠΑ να μειώσουν την εκπομπή αερίων κατά 17% από τα επίπεδα του 2005. Αυτός ο στόχος θα ισχύσει έως το 2020, ενώ σταδιακά η μείωση θα αυξηθεί στο 30% έως το 2025 και στο 42% έως το 2030. Οι ΗΠΑ μαζί με την Κίνα είναι υπεύθυνες για το 50% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Όμως, η Κίνα αναμένεται να ανακοινώσει μείωση ρύπων κατά 40% - 45% έως το 2020. Επίσης, η Βραζιλία έχει κάνει λόγο για μείωση 35% - 40% έως το 2020 και η Ρωσία για 25%.

Στην Ευρώπη, η επιτροπή περιβάλλοντος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έχει καταθέσει πολύ πιο προωθημένα μέτρα, τα οποία έχουν κύριο άξονα την αναθεώρηση των δημοσιονομικών των κρατών υπέρ της προστασίας του πλανήτη. Η επιτροπή ζητά ο στόχος για τις μειώσεις των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου των ανεπτυγμένων χωρών να φτάσει από το 25% έως το 40% ήδη από το 2020.

Όμως, η E.E. έχει ανακοινώσει περιορισμό των ρύπων κατά 20%, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο το όριο να ανέλθει στο 30% εάν αυξήσουν τα όριά τους οι ΗΠΑ.

Επίσης, η επιτροπή ζητά να δοθούν από τις ανεπτυγμένες προς τις αναπτυσσόμενες χώρες πάνω από 30 δισ. ευρώ για «καθαρές τεχνολογίες», ενώ προτείνει τη φορολόγηση των διεθνών οικονομικών συναλλαγών για την εξεύρεση επενδυτικών πόρων. Τονίζει, μάλιστα, ότι οι δημόσιες επενδύσεις για βιώσιμες ενεργειακές υποδομές θα μειώσουν τις κοινωνικές δαπάνες για την κάλυψη αναγκών που προκύπτουν από την κλιματική αλλαγή.

Όλα αυτά, βέβαια, υπό το πρίσμα της οικονομικής κρίσης και των δημόσιων χρεών που αντιμετωπίζουν οι ισχυρές οικονομίες μοιάζουν αρκετά δύσκολα να υιοθετηθούν.

* Αναδημοσίευση από το 611ο φύλλο της εβδομαδιαίας εφημερίδας ΜΕΤΟΧΟΣ & ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ, 4- 8/12/2009

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

v