Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

ΕΚΤ: Σε ορθό επίπεδο τα επιτόκια-Αργή η ανάκαμψη

Τα επιτόκια της ευρωζώνης βρίσκονται σε «ορθό επίπεδο», καθώς ο πληθωρισμός παραμένει «τιθασευμένος» ενώ η ανάκαμψη της οικονομίας θα είναι σταδιακή, όπως τονίζει στο μηνιαίο Δελτίο Νοεμβρίου η ΕΚΤ.

ΕΚΤ: Σε ορθό επίπεδο τα επιτόκια-Αργή η ανάκαμψη
Τα επιτόκια της ευρωζώνης βρίσκονται σε «ορθό επίπεδο», καθώς ο πληθωρισμός παραμένει «τιθασευμένος» ενώ η ανάκαμψη της οικονομίας θα είναι σταδιακή, όπως τονίζει στο μηνιαίο Δελτίο Νοεμβρίου η ΕΚΤ.

Πιο συγκεκριμένα, στο editorial του Δελτίου τα μέλη της διοίκησης της τράπεζας υπογραμμίζουν τα ακόλουθα:

"Με βάση την οικονομική και νομισματική ανάλυση που διενεργεί σε τακτική βάση, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε, κατά τη συνεδρίαση της 5ης Νοεμβρίου 2009, να διατηρήσει αμετάβλητα τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ. Τα ισχύοντα επιτόκια εξακολουθούν να κρίνονται ενδεδειγμένα. Οι εισερχόμενες πληροφορίες και αναλύσεις που έγιναν διαθέσιμες μετά την τελευταία συνεδρίαση στις 8 Οκτωβρίου επιβεβαιώνουν τις προσδοκίες του Διοικητικού Συμβουλίου. Αν και, σύμφωνα με την προκαταρκτική εκτίμηση της Eurostat, ο ετήσιος πληθωρισμός
(βάσει του ΕνΔΤΚ) διαμορφώθηκε στο -0,1% τον Οκτώβριο, αναμένεται να επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς τους επόμενους μήνες και να παραμείνει σε μέτρια θετικά επίπεδα στον ορίζοντα που ενδιαφέρει τη νομισματική πολιτική.

Ταυτόχρονα, οι πιο πρόσφατες πληροφορίες συνεχίζουν να υποδηλώνουν βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας το β' εξάμηνο του 2009. Το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει ότι το 2010 η οικονομία της ζώνης του ευρώ θα ανακάμψει σταδιακά, ενώ αναγνωρίζει ότι οι προοπτικές εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται από υψηλή αβεβαιότητα.
Ακολουθήστε το Euro2day.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του Euro2day.grFOLLOW USΑκολουθήστε τη σελίδα του Euro2day.gr στο Linkedin
Οι μεσομακροπρόθεσμες προσδοκίες για τον πληθωρισμό εξακολουθούν να είναι σταθεροποιημένες σε επίπεδα συμβατά με την επιδίωξη του Διοικητικού Συμβουλίου να διατηρεί τους ρυθμούς πληθωρισμού κάτω αλλά πλησίον του 2% μεσοπρόθεσμα. Το αποτέλεσμα της νομισματικής ανάλυσης επιβεβαιώνει την εκτίμηση ότι οι πληθωριστικές πιέσεις θα είναι χαμηλές μεσοπρόθεσμα, καθώς ο ρυθμός της νομισματικής και πιστωτικής επέκτασης συνεχίζει να επιβραδύνεται. Στο πλαίσιο αυτών των εξελίξεων, το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει ότι θα διατηρηθεί η σταθερότητα των τιμών μεσοπρόθεσμα, γεγονός που θα εξακολουθήσει να στηρίζει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών της ζώνης του ευρώ.

Όσον αφορά την οικονομική ανάλυση, τα διαθέσιμα στοιχεία και δείκτες βάσει ερευνών συνεχίζουν να υποδηλώνουν βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας το β' εξάμηνο του 2009. Συγκεκριμένα, η ζώνη του ευρώ αναμένεται να ωφεληθεί από την κυκλική εξέλιξη των αποθεμάτων και την ανάκαμψη των εξαγωγών, καθώς και από τα σημαντικά μακροοικονομικά μέτρα τόνωσης της οικονομίας που βρίσκονται σε εξέλιξη και τα μέτρα που έχουν ληφθεί για την αποκατάσταση της λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Εάν ληφθούν υπόψη όλες οι διαθέσιμες πληροφορίες, το β' εξάμηνο του 2009 οι τριμηνιαίοι ρυθμοί αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ αναμένεται να επανέλθουν σε θετικά επίπεδα.

Όμως, η αβεβαιότητα παραμένει υψηλή καθώς αρκετοί από τους παράγοντες που συμβάλλουν προς αυτή την κατεύθυνση έχουν προσωρινό χαρακτήρα. Πέρα από τη μεταβλητότητα που παρουσιάζουν τα εισερχόμενα στοιχεία, η οικονομία της ζώνης του ευρώ αναμένεται να ανακάμψει σταδιακά το 2010, καθώς μεσοπρόθεσμα είναι πιθανόν να επηρεαστεί από τη διαδικασία της συνεχιζόμενης προσαρμογής των ισολογισμών στο χρηματοπιστωτικό και το μη χρηματοπιστωτικό τομέα, τόσο εντός όσο και εκτός της ζώνης του ευρώ.

Κατά την άποψη του Διοικητικού Συμβουλίου, οι κίνδυνοι που περιβάλλουν αυτές τις προοπτικές είναι σε γενικές γραμμές ισορροπημένοι. Όσον αφορά τους ανοδικούς κινδύνους, ενδέχεται να υπάρξουν εντονότερες από τις αναμενόμενες επιδράσεις οι οποίες απορρέουν από τα εκτεταμένα μακροοικονομικά μέτρα τόνωσης της οικονομίας που εφαρμόζονται και από άλλα μέτρα πολιτικής που έχουν ληφθεί. Η εμπιστοσύνη ενδέχεται επίσης να βελτιωθεί γρηγορότερα, η επιδείνωση των συνθηκών στην αγορά εργασίας ενδέχεται να είναι λιγότερο έντονη από ό,τι αναμενόταν και η εξωτερική ζήτηση ενδέχεται να αποδειχθεί ισχυρότερη από ό,τι προβλέπεται.

Όσον αφορά τους καθοδικούς κινδύνους, εξακολουθούν να υφίστανται ανησυχίες, οι οποίες σχετίζονται με τυχόν εντονότερες ή πιο παρατεταμένες αρνητικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ της πραγματικής οικονομίας και του χρηματοπιστωτικού τομέα, τυχόν νέες αυξήσεις των τιμών του πετρελαίου και των άλλων βασικών εμπορευμάτων, τυχόν κλιμάκωση των πιέσεων προστατευτισμού και το ενδεχόμενο μη ομαλής διόρθωσης των παγκόσμιων ανισορροπιών.

Σε ό,τι αφορά την εξέλιξη των τιμών, σύμφωνα με την προκαταρκτική εκτίμηση της Eurostat, ο ετήσιος πληθωρισμός (βάσει του ΕνΔΤΚ) διαμορφώθηκε σε -0,1% τον Οκτώβριο, έναντι -0,3% το Σεπτέμβριο. Οι παρόντες αρνητικοί ρυθμοί πληθωρισμού συμβαδίζουν με τις προηγούμενες προσδοκίες και αντανακλούν κυρίως τις μεταβολές των διεθνών τιμών των βασικών εμπορευμάτων στη διάρκεια του προηγούμενου έτους. Εντός των προσεχών μηνών, οι ετήσιοι ρυθμοί πληθωρισμού αναμένεται να επανέλθουν σε θετικά επίπεδα, εν μέρει και λόγω των επιδράσεων της βάσης σύγκρισης.

Εν συνεχεία, στον ορίζοντα που ενδιαφέρει τη νομισματική πολιτική, ο πληθωρισμός αναμένεται να διατηρηθεί σε θετικά επίπεδα, ενώ η εξέλιξη των τιμών και του κόστους συνολικά αναμένεται να παραμείνει συγκρατημένη, αντανακλώντας τη συνεχιζόμενη υποτονική ζήτηση στη ζώνη του ευρώ και σε άλλες οικονομίες. Στο πλαίσιο αυτό, είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί εκ νέου ότι οι μεσομακροπρόθεσμες προσδοκίες για τον πληθωρισμό παραμένουν σταθεροποιημένες σε επίπεδα συμβατά με την επιδίωξη του Διοικητικού Συμβουλίου να διατηρεί τους ρυθμούς πληθωρισμού κάτω αλλά πλησίον του 2% μεσοπρόθεσμα.

Οι κίνδυνοι που περιβάλλουν αυτές τις προοπτικές παραμένουν σε γενικές γραμμές ισορροπημένοι. Αφορούν, συγκεκριμένα, τις προοπτικές για την οικονομική δραστηριότητα και την εξέλιξη των τιμών των βασικών εμπορευμάτων. Επιπλέον, οι αυξήσεις των έμμεσων φόρων και των διοικητικά καθοριζόμενων τιμών ενδέχεται να είναι μεγαλύτερες από αυτές που αναμένονται επί του παρόντος, λόγω της ανάγκης για δημοσιονομική εξυγίανση τα επόμενα έτη.

Όσον αφορά τη νομισματική ανάλυση, οι ετήσιοι ρυθμοί αύξησης του Μ3 και των δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα υποχώρησαν περαιτέρω το Σεπτέμβριο σε 1,8% και -0,3% αντιστοίχως. Αυτή η ταυτόχρονη επιβράδυνση των δύο αυτών μεγεθών στηρίζει την εκτίμηση για βραδύτερο υποκείμενο ρυθμό νομισματικής επέκτασης και χαμηλές πληθωριστικές πιέσεις μεσοπρόθεσμα.

Τους προσεχείς μήνες, οι ετήσιοι ρυθμοί αύξησης των νομισματικών μεγεθών θα επηρεαστούν κατά πάσα πιθανότητα καθοδικά λόγω των επιδράσεων της βάσης σύγκρισης που συνδέονται με την κλιμάκωση της αναταραχής στις χρηματοπιστωτικές αγορές πριν από ένα έτος.

Πιο ουσιαστικά, όμως, ο ρυθμός ανόδου του Μ1 και του Μ3 εξακολουθεί να αντανακλά τη σημερινή διάρθρωση των επιτοκίων. Ενώ οι μικρές διαφορές μεταξύ των επιτοκίων επί διαφόρων κατηγοριών βραχυπρόθεσμων καταθέσεων ενθαρρύνουν τη μετατόπιση κεφαλαίων προς τα πιο ρευστά περιουσιακά στοιχεία που περιλαμβάνονται στο Μ1, η έντονα ανοδική κλίση της καμπύλης αποδόσεων στηρίζει επίσης τις μετατοπίσεις αυτές από τα μέσα που περιλαμβάνονται στο Μ3 προς πιο μακροπρόθεσμες καταθέσεις και τίτλους εκτός Μ3.

Ο ετήσιος ρυθμός ανόδου των τραπεζικών δανείων προς το μη χρηματοπιστωτικό ιδιωτικό τομέα διαμορφώθηκε σε ελαφρώς αρνητικά επίπεδα το Σεπτέμβριο, ενώ ο ετήσιος ρυθμός ανόδου των δανείων τόσο προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις όσο και προς τα νοικοκυριά υποχώρησε περαιτέρω και έγινε αρνητικός. Ταυτόχρονα, οι μηνιαίες ροές δανείων προς τα νοικοκυριά παρέμειναν θετικές ή και αυξήθηκαν, ενώ οι ροές δανείων προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις ήταν αρνητικές.

Στην περίπτωση των νοικοκυριών, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, επιβεβαιώνεται περαιτέρω ότι οι εν λόγω ροές σταθεροποιούνται σε χαμηλότερα επίπεδα. Στην περίπτωση των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, τα συγκρατημένα επίπεδα παραγωγής και εμπορικών συναλλαγών, καθώς και η συνεχιζόμενη αβεβαιότητα όσον αφορά τις επιχειρηματικές προοπτικές, εξακολουθούν να περιορίζουν τη ζήτηση τραπεζικής χρηματοδότησης από μέρους των επιχειρήσεων, μια τάση που είναι πιθανόν να επικρατήσει τους προσεχείς μήνες.

Στο πλαίσιο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι ο ρυθμός ανόδου των δανείων προς τις επιχειρήσεις κατά κανόνα επιταχύνεται μόνο με κάποια χρονική υστέρηση σε σύγκριση με τον κύκλο της οικονομικής δραστηριότητας. Ταυτόχρονα, η συνεχιζόμενη βελτίωση των συνθηκών χρηματοδότησης αναμένεται να στηρίξει τη ζήτηση πιστώσεων προσεχώς. Σε ένα περιβάλλον πολύ απαιτητικών προκλήσεων, οι τράπεζες οφείλουν να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε να ενισχύσουν περαιτέρω την κεφαλαιακή τους βάση και, όπου απαιτείται, να αξιοποιήσουν πλήρως τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης του χρηματοπιστωτικού τομέα, ιδίως όσον αφορά τα μέτρα κεφαλαιακής ενίσχυσης.

Καθώς η μετάδοση της νομισματικής πολιτικής συντελείται με χρονική υστέρηση, η επίδραση των μέτρων νομισματικής πολιτικής του Διοικητικού Συμβουλίου στην οικονομία αναμένεται να εμφανιστεί σταδιακά. Ως εκ τούτου, με δεδομένα όλα τα μέτρα που έχουν ληφθεί, η νομισματική πολιτική στηρίζει τη διαθεσιμότητα της ρευστότητας και την ανάκαμψη της οικονομίας της ζώνης του ευρώ. Στο μέλλον και εφόσον ληφθούν υπόψη οι βελτιωμένες συνθήκες στις χρηματοπιστωτικές αγορές, δεν θα είναι απαραίτητα όλα τα μέτρα παροχής ρευστότητας στον ίδιο βαθμό όπως στο παρελθόν.

Συνεπώς, το Διοικητικό Συμβούλιο θα φροντίσει ώστε τα έκτακτα μέτρα που έχουν ληφθεί για την παροχή ρευστότητας να αποσυρθούν σταδιακά και εγκαίρως και η χορηγηθείσα ρευστότητα να απορροφηθεί, προκειμένου να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά τυχόν απειλές διατάραξης της σταθερότητας των τιμών σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα. Κατά τον τρόπο αυτόν, το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει να διασφαλίζει τη σταθεροποίηση των μεσοπρόθεσμων προσδοκιών για τον πληθωρισμό. Αυτή η σταθεροποίηση είναι απαραίτητη για τη στήριξη της διατηρήσιμης ανάπτυξης και απασχόλησης και συμβάλλει στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Συνεπώς, το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει να παρακολουθεί πολύ προσεκτικά όλες τις εξελίξεις στο προσεχές μέλλον.

Σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, πολλές κυβερνήσεις της ζώνης του ευρώ αντιμετωπίζουν μεγάλες και έντονα αυξανόμενες δημοσιονομικές ανισορροπίες. Εάν δεν αντιμετωπιστούν με σαφείς και αξιόπιστες στρατηγικές άρσης των επεκτατικών μέτρων, θα υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να υπονομευθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών και την οικονομική ανάκαμψη. Οι πολύ μεγάλες δανειακές ανάγκες των κυβερνήσεων ενέχουν τον κίνδυνο να προκαλέσουν ταχεία μεταστροφή του κλίματος στις αγορές, με αποτέλεσμα να διαμορφωθούν λιγότερο ευνοϊκά μεσομακροπρόθεσμα επιτόκια.

Αυτό με τη σειρά του ενδέχεται να περιορίσει τις ιδιωτικές επενδύσεις και συνεπώς να εξασθενίσει τα θεμέλια για την επάνοδο στη διατηρήσιμη ανάπτυξη. Επιπλέον, οι υψηλοί λόγοι ελλείμματος και χρέους μπορεί να περιπλέξουν το έργο της ενιαίας νομισματικής πολιτικής όσον αφορά τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών. Το Διοικητικό Συμβούλιο καλεί επομένως τις κυβερνήσεις να ανακοινώσουν και να υλοποιήσουν εγκαίρως φιλόδοξες στρατηγικές άρσης των επεκτατικών δημοσιονομικών μέτρων και δημοσιονομικής εξυγίανσης οι οποίες θα βασίζονται σε ρεαλιστικές υποθέσεις για την οικονομική ανάπτυξη και θα επικεντρώνονται περισσότερο σε μεταρρυθμίσεις στην πλευρά των δαπανών.

Η περίπτωση φορολογικών μειώσεων θα πρέπει να εξεταστεί μόνο σε μεσοπρόθεσμη βάση, όταν οι χώρες θα έχουν αποκτήσει εκ νέου περιθώρια δημοσιονομικών ελιγμών. Στο πλαίσιο αυτό, τα τελευταία συμπεράσματα του Συμβουλίου ECOFIN, σύμφωνα με τα οποία η εξυγίανση θα πρέπει να ξεκινήσει το 2011 το αργότερο και να προχωρήσει πολύ πέραν της ενδεικτικής διαρθρωτικής προσαρμογής κατά 0,5% του ΑΕΠ ετησίως, αποτελούν τις ελάχιστες απαιτήσεις για όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ. Η επιτυχία των στρατηγικών δημοσιονομικής προσαρμογής θα εξαρτηθεί επίσης αποφασιστικά από τη διαφάνεια των δημοσιονομικών διαδικασιών, καθώς και από την αξιοπιστία και την πληρότητα των στατιστικών που αφορούν τα δημόσια οικονομικά. Πρόκειται για έναν τομέα όπου η ταχεία και αποφασιστική πρόοδος είναι επιτακτικά αναγκαία για τις ενδιαφερόμενες χώρες και τη ζώνη του ευρώ ως σύνολο.

Όσον αφορά τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, είναι καίριας σημασίας όλες οι χώρες να καταβάλουν περαιτέρω προσπάθειες για τη στήριξη της διατηρήσιμης ανάπτυξης και απασχόλησης, καθώς είναι πιθανόν η χρηματοπιστωτική κρίση να έχει επηρεάσει το παραγωγικό δυναμικό των οικονομιών της ζώνης του ευρώ. Απαιτούνται συγκρατημένες μισθολογικές ρυθμίσεις, επαρκής ευελιξία στην αγορά εργασίας και αποτελεσματικά κίνητρα για εργασία, προκειμένου να αποφευχθεί σημαντική άνοδος της διαρθρωτικής ανεργίας τα προσεχή έτη.

Χρειάζονται επίσης επειγόντως πολιτικές για την ενίσχυση του ανταγωνισμού και της καινοτομίας, ούτως ώστε να επιταχυνθούν η αναδιάρθρωση και οι επενδύσεις και να δημιουργηθούν νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες. Σημαντικό ρόλο θα πρέπει επίσης να διαδραματίσει η κατάλληλη αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα. Υγιείς ισολογισμοί, αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων και επιχειρηματικά μοντέλα που χαρακτηρίζονται από διαφάνεια και αξιοπιστία αποτελούν βασικούς παράγοντες προκειμένου να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα των τραπεζών στις διαταραχές και να τεθούν έτσι τα θεμέλια για διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη και χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

v