Παρά το γεγονός ότι ο Γενικός Δείκτης του ΧΑ και ιδιαίτερα οι μη τραπεζικές μετοχές έχουν καταγράψει μεγάλη άνοδο από την αρχή του έτους μέχρι σήμερα, με αποτέλεσμα ορισμένοι επενδυτές να αναρωτιούνται για το αν υπάρχουν ακόμη ευκαιρίες στο ελληνικό χρηματιστήριο, μόλις η μία στις τρεις εισηγμένες εταιρείες διαπραγματεύονται πάνω από τη λογιστική τους αξία (σύνολο ιδίων κεφαλαίων που αντιστοιχούν στους μετόχους).
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία των δύο παρατιθέμενων πινάκων (με βάση τα ίδια κεφάλαια της 30ής Ιουνίου 2017 και τις αποτιμήσεις της 1ης Οκτωβρίου), από τις 167 εισηγμένες:
• Οι 24 (δηλαδή περίπου το 15%) διαθέτουν αρνητικά ίδια κεφάλαια και άρα ο δείκτης της τιμής προς τη λογιστική τους αξία (P/BV) ξεκινά από μείον.
• Οι 88 (λίγο περισσότερες από τις μισές) έχουν θετικά ίδια κεφάλαια και η χρηματιστηριακή τους αξία είναι μικρότερη από αυτά (P/BV <1).
• Και οι 55 διαπραγματεύονταν πάνω από το ύψος της καθαρής τους θέσης (P/BV > 1).
Με βάση τον εξεταζόμενο δείκτη P/BV (τιμή προς λογιστική αξία), μια μετοχή θεωρείται περισσότερο ελκυστική, όσο χαμηλότερη είναι η τιμή του δείκτη και ιδιαίτερα όταν αυτή υπολείπεται της μονάδας. Για παράδειγμα P/BV ίσο με 0,60 σημαίνει ότι ο αγοραστής αγοράζει δωρεάν τα μη λογιστικά καταγεγραμμένα περιουσιακά στοιχεία μιας εταιρείας (π.χ. πελατολόγιο, ανεκτέλεστο υπόλοιπο συμβάσεων, φήμη, εμπορικά σήματα) και επιπλέον με έκπτωση 40% τα λογιστικοποιημένα περιουσιακά της στοιχεία (π.χ. ακίνητα, εξοπλισμός, απαιτήσεις από πελάτες, αποθέματα, ταμείο).
Στα μειονεκτήματα βέβαια του δείκτη συγκαταλέγεται το ότι δεν εξετάζει σημαντικούς παράγοντες, όπως το αν μια εταιρεία είναι κερδοφόρος ή όχι, το αν διαθέτει ανοδικές ή πτωτικές προοπτικές, ή ακόμη το πόσο ικανοποιητική ρευστότητα έχει. Επίσης, το ταμπλό συνήθως «τιμωρεί» ως ένα βαθμό και τις μετοχές χαμηλής εμπορευσιμότητας, που είναι ουκ ολίγες στο ελληνικό χρηματιστήριο. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι συχνά εταιρείες με υψηλό δείκτη P/BV πρωταγωνιστούν στα εκάστοτε ανοδικά μετοχικά ράλι.
Ενδεικτικό παράδειγμα είναι ότι η μετοχή με τον χαμηλότερο θετικό δείκτη P/BV (μόλις 0,08, δηλαδή διαπραγματεύεται 92% κάτω από τη λογιστική της αξία) είναι η ΔΕΗ, η οποία είναι μάλιστα κερδοφόρος.
Ωστόσο, φαίνεται πως η αγορά συνεκτιμά ότι τα αποτελέσματά της έχουν επηρεαστεί από έκτακτα γεγονότα (πώληση ΑΔΜΗΕ) και τις αβεβαιότητες που προβάλλουν για την επόμενη μέρα της Επιχείρησης.
Παρατηρώντας πάντως τον πίνακα των εισηγμένων με θετικά ίδια κεφάλαια και P/BV χαμηλότερο της μονάδας, διακρίνουμε ότι:
Πρώτον, μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται πολλές επιχειρήσεις που σημείωσαν κερδοφόρο αποτέλεσμα κατά το πρώτο εξάμηνο του 2017. Για παράδειγμα, με δείκτη μεταξύ του 0,31 και του 0,40, βρέθηκαν 13 εισηγμένες, εκ των οποίων οι 12 εμφάνισαν θετικό EBITDA στο πρώτο μισό του 2017, οι 8 παρουσίασαν καθαρά κέρδη, ενώ η μία εξ αυτών διέθετε θετικό καθαρό ταμείο (διαθέσιμα υψηλότερα σε σύγκριση με το σύνολο των τραπεζικών της υποχρεώσεων, πράγμα που σημαίνει ιδιαίτερα ικανοποιητική ρευστότητα).
Δεύτερον, μεταξύ των εισηγμένων αυτών, υπάρχουν Όμιλοι που θεωρούνται ιδιαίτερα εξωστρεφείς (π.χ. Μυτιληναίος, Viohalco, Folli-Follie, Cenergy, Πλαστικά Θράκης, Καράτζης, Flexopack), που είναι κρατικά μονοπώλια (π.χ. ΕΥΔΑΠ), που δραστηριοποιούνται στον «σταθερό» κλάδο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (π.χ. ΕΛΤΕΧ Άνεμος), που διαθέτουν θετικό καθαρό ταμείο (ΕΚΤΕΡ, Ιdeal, ΕΛΒΕ Ενδυμάτων, PROFILE, Nexans Hellas, Quest Holdings, Alpha Αστικά Ακίνητα, Epsilon Net, ΓΕΚΕ, AS Company, Ευρωπαϊκή Πίστη), ή, τέλος, διαδραματίζουν βαρύνοντα ρόλο στον κλάδο που δραστηριοποιούνται (π.χ. ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, J&P Άβαξ, Ελλάκτωρ, Υγεία, Ιασώ, Attica Group, Μινωικές Γραμμές, ΕΛΤΡΑΚ, Μύλοι Λούλη, Μύλοι Κεπενού, ΕΛΤΟΝ Χημικά, ΕΛΙΝΟΙΛ).
Επίσης, με δείκτη P/BV αρκετά κοντά στη μονάδα (κάτω από το 1,20) διαπραγματεύονται εισηγμένες με ισχυρά θεμελιώδη δεδομένα και τουλάχιστον ικανοποιητική ρευστότητα, όπως π.χ. Grivalia, ΕΥΑΘ, ΕΛΠΕ, Πλαίσιο, Entersoft και Εθνική-Πανγαία.