Καθώς κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού δεν παρατηρήθηκε κάποια αξιοσημείωτη μεταβολή στον όγκο των συναλλαγών, από το Σεπτέμβριο αναμένεται να ξεκινήσουν και πάλι οι «παραδοσιακές» συζητήσεις για το μέλλον των χρηματιστηριακών εταιρειών, για το πόσες ΑΧΕ αντέχει η εγχώρια αγορά και για το αν αυτές θα πρέπει να προχωρήσουν σε συγχωνεύσεις ή λοιπά σχήματα συνεργασίας που κατά καιρούς έχουν προταθεί.
Πάντως, οι συζητήσεις για εκ νέου περικοπές δαπανών έχουν ουσιαστικά σταματήσει, όχι μόνο γιατί δεν επαρκούν για να αναστρέψουν την κατάσταση, αλλά και γιατί πολλές ΑΧΕ λειτουργούν ήδη με «προσωπικό ασφαλείας».
Η ουσία είναι πως -αθροιστικά- οι ελληνικές ΑΧΕΠΕΥ «φορτώθηκαν» με ζημίες κοντά στα 13 εκατ. το 2015, ποσό που αυξήθηκε γύρω στα 27 εκατ. το 2016, δηλαδή υπέστησαν απώλειες ύψους γύρω στα 40 εκατ. ευρώ μόνο κατά την τελευταία διετία.
Επιπρόσθετα, η μέχρι τώρα μέση αξία των φετινών συναλλαγών δεν διαφέρει σημαντικά από την αντίστοιχη περυσινή, κάτι που σημαίνει πως ο κλάδος μάλλον δεν θα αποφύγει τις μεγάλες ζημίες και μέσα στο 2017 (πιθανόν ωστόσο το συνολικό ποσό να είναι κάπως χαμηλότερο, γιατί πέρυσι είχαν λογιστικοποιηθεί και κάποιες έκτακτες επιβαρύνσεις).
Επί του παρόντος βέβαια δεν τίθεται θέμα φερεγγυότητας του κλάδου, καθώς ακόμη και αν υπάρξουν αποκλίσεις δεικτών σε μια-δυο εταιρείες, η «διόρθωσή» τους φαντάζει μάλλον εύκολη περίπτωση. Ωστόσο, όλοι αντιλαμβάνονται τις μεσομακροπρόθεσμες προκλήσεις, καθώς:
Πρώτον, δεν μπορεί ένας ολόκληρος κλάδος να υφίσταται τόσο μεγάλες ζημίες επί αρκετά χρόνια.
Δεύτερον, γιατί -σε αντίθεση με τους περισσότερους άλλους κλάδους- δεν υπάρχουν από τη μια πλευρά κερδοφόρες ΑΧΕ που διευρύνουν τα μερίδια αγοράς τους και από την άλλη πλευρά, ζημιογόνες χρηματιστηριακές που συρρικνώνονται. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σταδιακά σε μια συγκέντρωση της αγοράς σε λιγότερους και υγιείς παίκτες. Αντίθετα, περισσότερο ζημιογόνες είναι οι εταιρείες με τα υψηλότερα μερίδια αγοράς, που διαθέτουν στο πελατολόγιό τους τα ξένα funds.
Και τρίτον, η διατήρηση των capital controls (εμποδίζονται οι επενδύσεις στο εξωτερικό) σε συνδυασμό με το μακροχρόνιο χαρακτήρα των νέων προϊόντων που λανσάρει το ΧΑ (π.χ. εταιρικά ομόλογα) στερούν από τον κλάδο έσοδα από λοιπές δραστηριότητες.
«Είναι προφανές ότι η κατάσταση στον κλάδο δεν θα μπορέσει ουσιαστικά να αναστραφεί αν δεν επανέλθει στο ΧΑ το ευρύ εγχώριο, επενδυτικό κοινό. Κάποιοι χρηματιστές πίστευαν κατά το παρελθόν ότι θα ήταν προτιμότερο να επικεντρωθούν σε λίγους και μεγάλους παίκτες, παίρνοντας τον αφρό της αγοράς. Είναι προφανές ότι έκαναν λάθος. Το κακό είναι ότι αυτοί οι πελάτες σήμερα εξυπηρετούνται καταβάλλοντας προμήθειες δύο, πέντε ή έστω οκτώ επί τοις χιλίοις. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, θα πρέπει να δεχτούμε πως επιβάλλεται να αυξηθεί κατά πολύ ο τζίρος αυτών των πελατών, προκειμένου να αποφύγουν τις ζημίες οι πέντε ή έξι ΑΧΕΠΕΥ που κυρίως τους εξυπηρετούν. Αντίθετα, αν επιστρέψουν οι Έλληνες επενδυτές που κατέβαλαν προμήθεια της τάξεως του 0,7% έως 1%, τότε θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για αναστροφή των αποτελεσμάτων σε ολόκληρο τον κλάδο», δηλώνει στο Euro2day.gr γνωστός παράγοντας της αγοράς.
Ένα δεύτερο δομικό πρόβλημα του ΧΑ και κατ’ επέκταση των ΑΧΕΠΕΥ είναι ο τραπεζοκεντρικός του χαρακτήρας, με αποτέλεσμα το επενδυτικό κοινό να έχει καταγράψει βαρύτατες απώλειες κατά την τελευταία επταετία, ενώ οι πολλοί άλλοι τίτλοι λοιπών κλάδων βρίσκονται κοντά στο υψηλότερο σημείο της προαναφερθείσας περιόδου.
«Δεν παρατηρείται πτώση στον όγκο των συναλλαγών (τεμάχια), αφού αυτός έχει παραμείνει κατά τα τελευταία χρόνια περίπου σταθερός. Αντίθετα, επειδή έχουν κατρακυλήσει οι τιμές των μετοχών -και κυρίως των τραπεζικών- βλέπουμε μια σαφέστατη υποχώρηση στην αξία των τίτλων που αλλάζουν χέρια. Με δεδομένο λοιπόν ότι το ΧΑ δεν περιλαμβάνει ευρεία σειρά μετοχικών επιλογών με υψηλή διασπορά και ικανοποιητική εμπορευσιμότητα, κρέμεται σε μεγάλο βαθμό στο κατά πόσο ο τραπεζικός κλάδος θα μπορέσει να ανακάμψει» αναφέρεται χαρακτηριστικά.