
Λανθασμένη θεωρεί τη στρατηγική της γερμανικής κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης στην Ευρωζώνη ο επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) κ. Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαγιερ.
Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Financial Times, ο κ. Στάινμαγιερ - ο οποίος διετέλεσε Αντικαγκελάριος και Υπουργός Εξωτερικών στην Κυβέρνηση συνασπισμού με το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα της κυρίας Άγκελα Μέρκελ από το 2005 έως το 2009 - επισημαίνει ότι η στρατηγική της Ευρώπης δεν πρέπει να επικεντρωθεί στο «σύμφωνο ανταγωνιστικότητας», αλλά σε άμεσα μέτρα για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Τα μέτρα αυτά πρέπει να περιλαμβάνουν την ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ) για τη χορήγηση βοήθειας στις υπερχρεωμένες χώρες, την εξέταση προσεκτικών μέτρων για την έκδοση ευρωομολόγων και την ανακούφιση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από την επαναγορά κρατικών ομολόγων από τη δευτερογενή αγορά.
Επιπλέον, το στέλεχος του SPD σημειώνει ότι πρέπει να αποφασισθεί - όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για άλλες χώρες - αν θα χρειασθεί αναδιάρθρωση του χρέους που θα περιλαμβάνει τους ιδιώτες πιστωτές. Ο Γερμανός πολιτικός τόνισε ότι το κόμμα του θα στηρίξει στη γερμανική Βουλή μία «θαρραλέα» ευρωπαϊκή λύση για την κρίση και, όπως είπε, η κυρία Μέρκελ μπορεί να βασισθεί σε μία πλειοψηφία στη Βουλή.
Αναφερόμενος στο «σύμφωνο ανταγωνιστικότητας», ο κ. Στάινμαγιερ επεσήμανε: «Μπορεί να αποτελεί ένα πρόγραμμα για την αντιμετώπιση κρίσης, αλλά αν είναι έτσι, τότε αφορά άλλη κρίση και όχι αυτή που έχουμε», προσθέτοντας ότι «ούτε ένα στοιχείο (σ.σ.: του συμφώνου) δεν είναι κατάλληλο για να σταματήσει η ευρωπαϊκή κρίση, η οποία δεν είναι τόσο κρίση του νομίσματος όσο κρίση που προκαλείται από την οικονομική αστάθειας σε μεγάλη τμήματα της Ευρώπης». Το βασικό ερώτημα, ανέφερε ο σοσιαλδημοκράτης πολιτικός, στην επόμενη σύνοδο κορυφής της ΕΕ θα είναι, αν το ΕΤΧΣ θα είναι επαρκώς μεγάλο, ώστε να ηρεμήσουν οι χρηματοπιστωτικές αγορές.
Ο κ. Στάινμαγιερ απέρριψε τις εκτιμήσεις που γίνονται στις Βρυξέλλες και ορισμένες χώρες της ΕΕ, ότι η κυρία Μέρκελ θα ηττηθεί στις επικείμενες εκλογές στα γερμανικά κρατίδια, αν παραχωρήσει πολλά στις διαπραγματεύσεις που γίνονται στην Ευρωζώνη.
«Καμία εκλογή στη Γερμανία, και οπωσδήποτε καμία περιφερειακή εκλογή, δεν θα αποφασισθεί από ευρωπαϊκά ζητήματα», είπε, προσθέτοντας ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα για την καγκελάριο δεν είναι τα κόμμα της Αντιπολίτευσης - περιλαμβανομένων των σοσιαλδημοκρατών και των πρασίνων - που είναι υπέρ της Ευρώπης, αλλά το κόμμα των Φιλελεύθερων Δημοκρατών (FDP), το οποίο είναι είναι ο εταίρος της στην κυβέρνηση και έχει υιοθετήσει μία πολύ επικριτική στάση απέναντι σε οποιαδήποτε «διάσωση» χώρας της Ευρωζώνης.
Ο κ. Στάινμαγιερ κατηγόρησε την κυρία Μέρκελ, επειδή διαπραγματεύτηκε σε «πίσω δωμάτια» γαλλογερμανικές συμφωνίες, αγνοώντας τους παραδοσιακούς δεσμούς της Γερμανίας με τα μικρότερα κράτη της ΕΕ. Αναφερόμενος στην απόφαση του Προέδρου της Κεντρικής Τράπεζας της Γερμανίας κ. Άξελ Βέμπερ να παραιτηθεί από την υποψηφιότητά του για την Προεδρία της ΕΚΤ, ο Γερμανός σοσιαλδημοκράτης σημείωσε ότι αυτή αποτελεί μεγάλη αποτυχία για τη Γερμανία, η οποία θεωρούσε τη θέση αυτή ως «κλειδί».
Αναποτελεσματικό το «Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας»
Επίσης, τρεις… παλαίμαχοι Ευρωπαίοι πολιτικοί, ο πρώην πρωθυπουργός του Βελγίου Γκι Φερχόφσταντ και οι πρώην Πρόεδροι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζακ Ντελόρ και Ρομάνο Πρόντι, που είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στις ευρωπαϊκές υποθέσεις την περασμένη 20ετία, θεωρούν αναποτελεσματικό το «Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας» που προωθεί ο γαλλογερμανικός άξονας.
Σε κοινό άρθρο τους στην εφημερίδα Financial Times, με τίτλο: «Η Ευρώπη πρέπει να σχεδιάσει μεταρρύθμιση, όχι σύμφωνο», οι τρεις πολιτικοί επικρίνουν με οξύ τρόπο την προσπάθεια της γερμανικής και της γαλλικής Κυβέρνησης να επιβάλλουν τις προτάσεις τους για τη σύγκλιση των οικονομικών πολιτικών της Ευρωζώνης.
Κατά την άποψή τους, η Ευρώπη πράγματι χρειάζεται πιο αποτελεσματική οικονομική διακυβέρνηση, αλλά αυτή δεν είναι εύκολη υπόθεση, επειδή υπάρχει μία ποικιλία οικονομικών μοντέλων στην Ευρώπη, που περιλαμβάνουν χώρες με χαμηλή φορολογία και υψηλή κατανάλωση και χώρες με υψηλή φορολογία και χαμηλή κατανάλωση.
Επιπλέον, τονίζουν με νόημα ότι «η αρμοδιότητα (σ.σ.: για τη σύγκλιση των οικονομικών πολιτικών) πρέπει να είναι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και όχι μίας κλίκας δύο ή τριών χωρών που επιβάλει το μοντέλο της στις άλλες χώρες».
Ακόμη, σημειώνουν ότι το γαλλογερμανικό «σύμφωνο ανταγωνιστικότητας» βασίζεται στην αμοιβαία πίεση μεταξύ των κυβερνήσεων για την εφαρμογή του, η οποία έχει αποδειχθεί στην πράξη επανειλημμένα αναποτελεσματική.
Όπως αναφέρουν, τόσο η στρατηγική της Λισαβόνας για την ανάπτυξη όσο και το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης απέτυχαν σε σχέση με τις προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί, επειδή οι χώρες είναι απρόθυμες να επιβάλουν κυρώσεις μεταξύ τους. Η θέση των τριών πολιτικών είναι ότι δεν πρέπει να υπάρξει μία ενιαία πολιτική για όλες τις χώρες της Ευρώπης, αλλά «ένα σαφές και συμπαγές σχέδιο σύγκλισης σε καθορισμένα μέτρα πολιτικής».
Η Επιτροπή, συνεχίζουν, θα πρέπει να κάνει προτάσεις για το σκοπό αυτό και για κάθε μέτρο να θεσπίσει ένα εύρος κανόνων ή στόχων, μέσα στους οποίους οι χώρες πρέπει να συγκλίνουν σε συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα. Τα μέτρα πρέπει, κατά την εκτίμησή τους, να περιλαμβάνουν την προσέγγιση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, την ανάπτυξη μίας κοινής βάσης για τη φορολογία των επιχειρήσεων, το λόγο των μισθών προς την παραγωγικότητας και τα επίπεδα έρευνας και ανάπτυξης.
Ακολουθήστε το Euro2day.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του Euro2day.gr
FOLLOW USΑκολουθήστε τη σελίδα του Euro2day.gr στο Linkedin
Η πρόοδος των χωρών θα κρίνεται και πάλι από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία θα έχει την εξουσία να ασκεί πιέσεις και τελικά να επιβάλει κυρώσεις, όπως κάνει στις περιπτώσεις που παραβιάζονται οι κανόνες του ανταγωνισμού και η νομοθεσία της εσωτερικής αγοράς.