
Οι συναλλαγές επί ασφαλίστρων έναντι κινδύνου χρεοκοπίας, των διαβόητων πλέον «credit-default swaps» (CDS), τα οποία αποτέλεσαν το ταχύτερα αναπτυσσόμενο τμήμα της αμερικανικής χρηματοοικονομικής αγοράς, έχουν σημειώσει πτώση της τάξης του 40% έως 60% έναντι του επιπέδου όπου διαμορφώνονταν προ τριετίας, ενόψει της επικείμενης έναρξης ισχύος της νέας νομοθεσίας που θα διέπει τη λειτουργία παραγώγων προϊόντων, μετέδωσε η οικονομική υπηρεσία Bloomberg.
Η μείωση, όπως αυτή εκτιμάται από ανώτερα στελέχη των τεσσάρων μεγαλύτερων χρηματοοικονομικών οίκων που δραστηριοποιούνται στη συγκεκριμένη αγορά, θα σημάνει μικρότερη κερδοφορία για εταιρίες οι οποίες αντλούσαν περίπου τα δύο τρίτα των εσόδων τους από αυτά τα παράγωγα προϊόντα.
Σύμφωνα με την Moody's Investors Service η επικείμενη εφαρμογή των νέων κανόνων μπορεί να σημάνει τη μείωση των θέσεων εργασίας έως και 50% όσων δραστηριοποιούνται στη συγκεκριμένη αγορά.
Όπως μεταδίδει το Bloomberg, το επενδυτικό κοινό εμφανίζεται να έχει αποστασιοποιηθεί από στρατηγικές που συνέβαλαν στη δημιουργία ζημιών και απομειώσεων κεφαλαίου συνολικού ύψους 1,82 τρισ.δολ. στη χειρότερη χρηματοοικονομική κρίση τα τελευταία 80 χρόνια.
Η καθαρή αξία συμβολαίων CDS εμφανίζεται μειωμένη κατά 20% έναντι του Οκτωβρίου 2008, βάσει στοιχείων που έχουν δοθεί στη δημοσιότητα από την Depository Trust & Clearing Corp. της Νέας Υόρκης, που δραστηριοποιείται ως αποθετήριος οίκος και ως οίκος εκκαθάρισης συναλλαγών.
«(σ.σ. Η αγορά αυτή) αποτελούσε κύρια πηγή εσόδων για πολλές τράπεζες», δήλωσε ο Χάλ Σκότ, καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, ο οποίος είναι επίσης επικεφαλής της Επιτροπής Κανόνων Αγορών Κεφαλαίου, μιας ανεξάρτητης ομάδας πανεπιστημιακών και επιχειρηματιών που ζήτησαν το Μάιο του 2009 μέτρα για τον περιορισμού του κινδύνου που συνεπάγεται η χρήση παράγωγων προϊόντων.
Αν και η JPMorgan Chase & Co. δημιούργησε τα CDS στη δεκαετία του 1990 με στόχο την προστασία του επενδυτικού κοινού έναντι του κινδύνου χρεοκοπίας όσων εκδίδουν χρέος, οι συναλλαγές επ'αυτών εκτοξεύτηκαν μετά το 2003, οπότε η αγορά άρχισε να αναπτύσσει πρότυπα.
Τα συμβόλαια, βάσει των οποίων ο πωλητής "προστασίας" λαμβάνει ετήσιο επιτίμιο για την κάλυψη των ζημιών που δύναται να υποφέρει ο αγοραστής, σε περίπτωση που ο εκδότης του υποκείμενου χρέους χρεοκοπήσει, αντιστοιχούσαν σε 62 τρισ. δολάρια το 2007 έναντι μόλις 632 δισ. δολάρια το 2001.
Τον Οκτώβριο του 2008, ο Ρίτσαρντ Φούλντ, τότε διευθύνων σύμβουλος της Lehman Brothers Holdings Inc., απέδωσε μέρος της ευθύνης για την κατάρρευση της επενδυτικής τράπεζας σε «αποσταθεροποιητικές» δυνάμεις, που συμπεριελάμβαναν την αύξηση του κόστους ασφάλισης του χρέους που εξέδιδε η Lehman.
Ο διάσημος επενδυτής Τζόρτζ Σόρος, γνωστός και από τη δράση του στην αγορά των «hedge funds» χαρακτήρισε την αγορά των CDS «ανασφαλή» και ο δισεκατομμυριούχος επενδυτής Ουώρεν Μπάφετ χαρακτήρισε τα CDS ως «χρηματοοικονομικά όπλα μαζικής καταστροφής».
Ακολουθήστε το Euro2day.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του Euro2day.gr
FOLLOW USΑκολουθήστε τη σελίδα του Euro2day.gr στο Linkedin
Σε αντίθεση με τα κρατικά ή τα εταιρικά ομόλογα, οι όγκοι συναλλαγών επί CDS δεν γίνονται γνωστοί από τους διαπραγματευτές της συγκεκριμένης αγοράς. Οι τέσσερεις τράπεζες προσέφεραν τις εκτιμήσεις τους σχετικά με την κατάσταση της αγοράς CDS υπό τον όρο ανωνυμίας. Τα παράγωγα προϊόντα είναι συμβόλαια, η αξία των οποίων συνδέεται με στοιχεία ενεργητικού συμπεριλαμβανομένων των μετοχών, των ομολόγων, των εμπορευμάτων, των νομισμάτων, των ισοτιμιών ή ακόμη και εξελίξεων όπως τα επιτόκια ή ο καιρός.
Οι πέντε μεγαλύτερες τράπεζες που συναλλάσσονται στην αγορά, ήτοι οι JPMorgan, Goldman Sachs Group Inc., Morgan Stanley, Citigroup Inc. και η Bank of America Corp. αγόρασαν CDS αξίας 430 δισ. δολ. από τις 30 Σεπτεμβρίου, ποσό μικρότερο κατά 38% έναντι τοποθετήσεων ύψους 689,9 δισ.δολ. το Μάρτιο του 2009, σύμφωνα με στοιχεία της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Νέας Υόρκης.
Στόχος της νομοθεσίας «Dodd-Frank» η οποία αναμορφώνει το πλαίσιο λειτουργίας του χρηματοοικονομικού τομέα στις ΗΠΑ, η οποία υπεγράφη από τον Πρόεδρο Μπάρακ Ομπάμα τον Ιούλιο και κατέστη νόμος του κράτους, είναι η μείωση των κινδύνων που συνεπάγεται για την οικονομία η χρήση παραγώγων προϊόντων.
Βάσει της νομοθεσίας αυτής οι περισσότερες συναλλαγές θα πρέπει να εκκαθαρίζονται από οίκους εκκαθάρισης με κεφαλαιακή βάση από τον τραπεζικό τομέα, οι οποίοι θα έχουν περίπου ενιαία τιμολόγια και θα διεκπεραιώνουν τις συναλλαγές με τη χρήση ηλεκτρονικών συναλλαγών και όχι τηλεφωνικώς, όπως έως τώρα.
Ως αποτέλεσμα αναμένεται σημαντική μείωση των περιθωρίων κέρδους και μεγιστοποίηση του μεταξύ τους ανταγωνισμού, εξέλιξη που αναμένεται να οδηγήσει στην περικοπή θέσεων εργασίας στον κλάδο.