Οι Ανώνυμες Εταιρείες Επενδύσεων σε Ακίνητη Περιουσία (ΑΕΕΑΠ) έχουν να προσφέρουν πολλά στο ελληνικό χρηματιστήριο αποτελώντας ένα ασφαλές προϊόν σταθερού εισοδήματος για τους μετόχους τους, υποστήριξε ο πρόεδρος της Trade Estates Βασίλης Φoυρλής στα πλαίσια της παρουσίασης της εταιρείας του στην Ένωση Θεσμικών Επενδυτών.
Εκανε επίσης αναφορά τόσο στο ότι η προβλεπόμενη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας μπορεί να δώσει ώθηση στο θεσμό, όσο και στη διαβούλευση που έχει ξεκινήσει μεταξύ της Ένωσης Θεσμικών Επενδυτών, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και του Υπουργείου Οικονομικών με στόχο τη βελτίωση αρκετών σημείων στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο (άγνωστο το πότε θα ολοκληρωθεί).
Ένα ενδεικτικό ζήτημα που έθεσε ο Βασίλης Φoυρλής είναι η σύνδεση που υπάρχει σήμερα μεταξύ της φορολογικής επιβάρυνσης και των ευρωπαϊκών επιτοκίων -ο φόρος προκύπτει από τον τύπο (1%+Euribor)/10 επί του ενεργητικού.
Όπως υποστηρίζουν οι παράγοντες του κλάδου, αποτελεί παράδοξο ότι κατά την περίοδο που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανεβάζει τα επιτόκια, οι ΑΕΕΑΠ όχι μόνο επιβαρύνονται με μεγαλύτερα χρηματοοικονομικά έξοδα, όχι μόνο βλέπουν τις αποτιμήσεις των ακινήτων τους να επηρεάζονται αρνητικά, αλλά παράλληλα καλούνται να καταβάλουν και υψηλότερους φόρους.
Αυτό λοιπόν που φαίνεται να υιοθετείται ως πρόταση από τις ΑΕΕΑΠ είναι είτε η επιβολή ενός σταθερού φορολογικού συντελεστή, είτε έστω ενός συντελεστή που δεν θα παρουσιάζει έντονες διακυμάνσεις (π.χ. θέσπιση ανώτατου και κατώτατου ορίου).
Ένα δεύτερο σημείο που θεωρείται παράλογο από τις ΑΕΕΑΠ είναι το ότι ο συντελεστής φορολόγησης περιλαμβάνει το σύνολο του ενεργητικού τους, άρα και τα μετρητά που διαθέτουν οι εταιρείες. «Μας λένε πως πρέπει να μεγαλώσουμε, πως θα πρέπει να προχωρήσουμε σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και από την άλλη πλευρά μας φορολογούν τα διαθέσιμα. Ωστόσο, τα μετρητά δεν αποτελούν στοιχεία φοροδοτικής ικανότητας» αναφέρεται χαρακτηριστικά από παράγοντα του κλάδου.
Ένα τρίτο θέμα που έχει μπει στο πεδίο των συζητήσεων αποτελεί η μείωση του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ κατά 50%, όπως άλλωστε συνέβαινε και στο παρελθόν. «Το νόημα του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ είναι να επιβαρυνθούν φορολογικά περισσότερο οι πολίτες που διαθέτουν μεγάλη ακίνητη περιουσία σε σύγκριση με τους υπόλοιπους. Δεν μπορεί να σχετίζεται αυτό με τις ΑΕΕΑΠ, οι οποίες είναι εταιρείες χιλιάδων μετόχων».
Γενικότερα υποστηρίζεται ότι το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο έχει προκύψει μέσα από σωρεία παρεμβάσεων που έγιναν κατά καιρούς και πως θα πρέπει να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα (π.χ. να δίδεται στα κτίρια των ΑΕΕΑΠ η δυνατότητα εκμετάλλευσης ενέργειας από εναλλακτικές πηγές), να ξεκαθαρίσει πολλά υπάρχοντα «γκρίζα σημεία», αλλά και να άρει μια σειρά αντικινήτρων, προκειμένου ο θεσμός να λειτουργήσει προς όφελος των επενδυτών, της κεφαλαιαγοράς, αλλά και της οικονομίας γενικότερα.
Εντονη κινητικότητα
Στο Χρηματιστήριο της Αθήνας, πάντως, έχουν εισέλθει κατά τους τελευταίους μήνες δύο ΑΕΕΑΠ (Trade Estates και Orilina), ενώ δρομολογείται και η ένταξη της Noval Properties του ομίλου Viohalco. Μέσα στη χρονιά επίσης αναμένονται placement για τη διάθεση ενός επιπλέον 13% της Trade Estates, η ολοκλήρωση της συγχώνευσης μεταξύ BriQ Properties και Intercontinental, καθώς και ενδεχομένως κάποιες κινήσεις για διεύρυνση της μετοχικής διασποράς σε άλλες εισηγμένες του κλάδου.
Γενικότερα, οι ΑΕΕΑΠ διακρίνονται για τις υψηλές τρέχουσες μικτές αποδόσεις ενοικίου (yields, πχ 7,7% για την Trade Estates, 7,2% για την Noval και 7,6% για την Premia), πέρα από τις προσδοκώμενες υπεραξίες από τα projects των εταιρειών που ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη.
Στα αξιοσημείωτα επίσης περιλαμβάνονται ότι:
- Πολλές εταιρείες έχουν «κλειδώσει» σε χαμηλά επίπεδα τα επιτόκια για μεγάλο τμήμα ή ακόμη και για το σύνολο του δανεισμού τους.
- Οι ΑΕΕΑΠ έχουν τη δυνατότητα (και πολλές από αυτές το πράττουν) να εκμεταλλευθούν το κίνητρο των πολύ χαμηλών προσφερόμενων επιτοκίων που διατίθενται μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, υπό την προϋπόθεση υλοποίησης επενδύσεων σε «πράσινα» κτίρια.
- Οι εγχώριες ΑΕΕΑΠ δραστηριοποιούνται σε μια οικονομία που προβλέπεται να σημειώσει κατά τα επόμενα χρόνια ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης σε σύγκριση με το μέσο όρο της Ευρωζώνης.