Κανένα πισωγύρισμα στις μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη υιοθετηθεί, είναι το μήνυμα που στέλνει το ΔΝΤ, το οποίο μάλιστα «καλωσορίζει» τη δέσμευση των ελληνικών αρχών να υλοποιήσουν πλήρως το δημοσιονομικό πακέτο του 2019 και 2020, το οποίο περιλαμβάνει τις περικοπές στις συντάξεις από την 1η Ιανουαρίου 2019 και τη μείωση του αφορολόγητου ορίου ένα χρόνο αργότερα.
Στην έκθεσή του (Άρθρο 4) για την ελληνική οικονομία, το Ταμείο συνιστά επίσης να μην υπάρξει καμία αλλαγή στις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, βάζοντας φρένο στην επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την αύξηση του κατώτατου μισθού.
Μάλιστα, δεν διστάζει να εκφράσει και τις ανησυχίες του για τις αρνητικές συνέπειες που μπορεί να έχει στην οικονομία αλλά και την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στο θέμα των μεταρρυθμίσεων, ο εκλογικός κύκλος στην Ελλάδα, καθώς θα υπάρξει ενίσχυση της πολιτικής αβεβαιότητας και πιθανή αντιστροφή ορισμένων θετικών παραγόντων που μπορούν να στηρίξουν περαιτέρω την ανάπτυξη. Θυμίζει, παράλληλα, ότι η ΝΔ έσπευσε να απορρίψει το αναπτυξιακό σχέδιο που παρουσίασε η κυβέρνηση.
Το Ταμείο επιμένει ότι οι στόχοι που έχουν τεθεί για τα πρωτογενή πλεονάσματα δεν μπορούν να επιτευχθούν σε μακροχρόνιο ορίζοντα και αυτός άλλωστε είναι ο βασικός παράγοντας που θεωρεί ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο. Εκτιμά ότι με δεδομένο και το δημογραφικό πρόβλημα, ο αντίκτυπος των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων θα πρέπει να είναι σημαντικός για να επιτύχει συνολικό μακροπρόθεσμο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ κατά 1% τον επόμενο μισό αιώνα.
Το ΔΝΤ συνιστά μεγαλύτερη λιτότητα στις δαπάνες, με περιορισμό των προσλήψεων στον δημόσιο τομέα, για να μπορέσει η Ελλάδα να δημιουργήσει τον δημοσιονομικό χώρο που θα επιτρέψει φορολογικές ελαφρύνσεις λόγω της δέσμευσής της για τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που έχει αναλάβει (πλεονάσματα που συνδέονται με την ελάφρυνση του χρέους).
Στην έκθεση γίνεται ειδική αναφορά τόσο για το τι έχει επιτύχει η Ελλάδα έως και σήμερα, για το ποια θα πρέπει να είναι τα επόμενα βήματα σε οικονομικό επίπεδο, οι εκτιμήσεις του Ταμείου για όλα τα μακροοικονομικά μεγέθη, καθώς και ο ρόλος του στην εποπτεία της περιόδου μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο 2018.
Οι προβλέψεις του ΔΝΤ
- Ανάπτυξη: Προβλέπει 2% για το 2018, που θα ενισχυθεί στο 2,4% για το 2019 ενώ θα αρχίσει να εξασθενεί στη συνέχεια, υποχωρώντας στο 2,2% το 2020, 1,6% το 2021, 1,2% το 2022 και το 2023. Η χαμηλή ανάπτυξη θα είναι αποτέλεσμα της εφαρμογής των νέων μέτρων (περικοπή συντάξεων και αφορολόγητου), που θα έχουν αντίκτυπο στην κατανάλωση.
- Ανεργία: Για το 2018 προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 19,9%, το 2019 στο 18,1%, για να υποχωρήσει στο 16,3% το 2020, στο 15,2% το 2021, στο 14,4% το 2022 και στο 14,1% το 2023. Αρα και μετά το τέλος του μεταμνημονιακού προγράμματος, η ανεργία θα παραμείνει σε διψήφιο αριθμό.
- Πρωτογενή Πλεονάσματα: Το ΔΝΤ δέχεται το βασικό σενάριο του πλαισίου ενισχυμένης εποπτείας, το οποίο προβλέπει πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022. Για το 2023, προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 3% του ΑΕΠ. Το Ταμείο δεν βλέπει τα υπερπλεονάσματα που έχει ενσωματώσει η ελληνική πλευρά στο Μεσοπρόθεσμο, που θα τις δώσουν την ευχέρεια για φοροελαφρύνσεις.
- Χρέος: Για το χρέος προβλέπεται ότι από τα επίπεδα του 188,1% του ΑΕΠ που εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί φέτος, να υποχωρήσει μετά τα μέτρα ελάφρυνσης του Eurogroup στα 177,1% το 2021, 169,6% του ΑΕΠ το 2020, 162,9% το 2021, 155,3% το 2022 και 151,3% το 2023.
Οι μεταρρυθμίσεις
Η πρόοδος με τη μεταρρύθμιση της αγοράς προϊόντων υπήρξε άνιση και βραδεία σε ορισμένους τομείς, σημειώνει το ΔΝΤ, για να προσθέσει ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να υστερεί σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες σε διάφορους δείκτες ανταγωνιστικότητας. Οι μεταρρυθμίσεις της αγοράς συνέβαλαν στην ανάκαμψη της απασχόλησης και της ανταγωνιστικότητας, αλλά η επαναφορά της ευνοϊκής ρύθμισης των συλλογικών συμβάσεων σημειώνει ότι μπορεί στο μέλλον να αφαιρέσει σημαντικό μέρος αυτών των κερδών. Το Ταμείο προτρέπει ένθερμα τις αρχές να μην αναστρέψουν αυτές τις μεταρρυθμίσεις.
Ο κατώτατος μισθός
Επίσης η όποια προσαρμογή των κατώτατων μισθών θα πρέπει να είναι συνετή και σύμφωνη με την πορεία της παραγωγικότητας, με στόχο τη διατήρηση της ορμής της ανάκαμψης της απασχόλησης και την αποφυγή κάθε διάβρωσης της ανταγωνιστικότητας. Η βελτίωση των συνθηκών και η καλύτερη στόχευση ενεργών πολιτικών για την αγορά εργασίας θα βοηθούσε στην επανένταξη των μακροχρόνια ανέργων στην αγορά εργασίας.