Το πρώτο τρίμηνο της χρονιάς δεν αποτελεί τον ασφαλέστερο δείκτη για να προδικάσει κάποιος τις τελικές επιδόσεις του ελληνικού τουρισμού φέτος. Τα οριστικά στοιχεία του α’ τριμήνου, ωστόσο, που δημοσιοποίησε χθες η Τράπεζα της Ελλάδος, ερμηνεύονται από παράγοντες του τουρισμού ως alert για την επερχόμενη διετία 2019-2020.
Κορυφαία στελέχη της εγχώριας ξενοδοχειακής αγοράς δεν αποκλείουν ήδη το ενδεχόμενο «διόρθωσης» της αγοράς ύστερα από μια πενταετία ανοδικού ράλι του ελληνικού τουρισμού. Αν και οι πάντες απεύχονται το ενδεχόμενο να διακοπεί η ανοδική πορεία των τελευταίων χρόνων, την ίδια στιγμή κορυφαίοι παράγοντες του χώρου προετοιμάζονται από τώρα για το ενδεχόμενο «αναδίπλωσης».
Ο αντίλογος, από την άλλη, αποκρούει το ενδεχόμενο «φρένου» ή και οπισθοχώρησης του ελληνικού τουρισμού τους προσεχείς μήνες. Βασικό επιχείρημα αποτελούν τα αναμενόμενα νέα ρεκόρ ξένων επισκεπτών και εισπράξεων φέτος.
Το μπαράζ προσφορών των ξενοδόχων, ωστόσο, για το χρυσοφόρο δίμηνο Ιουλίου-Αυγούστου, μάλλον επιβεβαιώνει τις ανησυχίες των επιχειρηματιών του κλάδου.
Τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) για την εξέλιξη βασικών μεγεθών του τουρισμού στις Περιφέρειες της χώρας προσφέρουν μια επιπλέον δεξαμενή «ευρημάτων» για προβληματισμό.
Όλες ανεξαιρέτως οι Περιφέρειες της χώρας κατέγραψαν από ικανοποιητική έως εντυπωσιακή άνοδο ταξιδιωτικών εισπράξεων στο α’ τρίμηνο της χρονιάς. Αρκεί να σκεφτεί κανείς πως η «καλπάζουσα» Αττική κατέγραψε αύξηση 7,4%, αποσπώντας έσοδα 271,5 εκατ. ευρώ -περισσότερα απ’ όσα συγκέντρωσαν όλες οι άλλες Περιφέρειες μαζί!
Παρά τον «υδροκεφαλισμό» της Αττικής, ωστόσο, αρκετές περιοχές φαίνεται πως βρίσκουν ολοένα αυξανόμενο χώρο κάτω από τον ήλιο του ελληνικού τουρισμού. Οι προορισμοί της Δυτ. Ελλάδας κατέγραψαν αύξηση εισπράξεων 147,4% (24,3 εκατ. ευρώ) και τους ακολούθησαν η Ανατ. Μακεδονία-Θράκη με αύξηση εισπράξεων 91% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2017, αλλά και η Δυτική Μακεδονία με άνοδο 71,6%. Από κοντά και η Ήπειρος, με αύξηση εισπράξεων 58,6%, αλλά και η Θεσσαλία, με άνοδο 47%, και το Βόρειο Αιγαίο (+41%). Ταυτόχρονα, ευδιάκριτη αύξηση εισπράξεων κατέγραψαν το α’ τρίμηνο το Νότιο Αιγαίο (+17,2%) η Κρήτη (+15%) και η Στερεά Ελλάδα (12,6%).
Η περαιτέρω ανάλυση των στοιχείων, ωστόσο, αποτυπώνει μια διαφορετική εικόνα, η οποία τροφοδοτεί εκ νέου την ανησυχία των επιχειρηματιών του χώρου. Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία της δαπάνης που πραγματοποιούν οι ταξιδιώτες σε κάθε επίσκεψή τους. Με βάση τον συγκεκριμένο δείκτη, σχεδόν οι μισές Περιφέρειες της χώρας κατέγραψαν μείωση. Πιο συγκεκριμένα, η δαπάνη ανά επίσκεψη μειώθηκε 1,1% στην Αττική, 2,3% στο Βόρειο Αιγαίο, 11,2% στο Νότιο Αιγαίο, 3,7% στην Κεντρική Μακεδονία, 17,1% στη Στερεά Ελλάδα και 32,1% στην Πελοπόννησο. Περισσότερες δαπάνες, αντίθετα, σε κάθε επίσκεψή τους πραγματοποίησαν οι ταξιδιώτες στην Κρήτη (+8,3%), στην Ανατ. Μακεδονία-Θράκη (+29,5%), στη Δυτ. Μακεδονία (+29,8%), στην Ήπειρο (+34,4%), στη Δυτ. Ελλάδα (47,2%), στη Θεσσαλία (+12,7%), στα Ιόνια Νησιά (+6,7%).
Η υποχώρηση της δαπάνης ανά επίσκεψη στις μισές περιοχές αποδίδεται από έμπειρα στελέχη της αγοράς στον συνδυασμό δύο μεταβλητών: τον περιορισμό της διάρκειας παραμονής αλλά και τη μείωση των τιμών στα δωμάτια. Συνδυασμός που διαφοροποιείται, όπως εξηγούν, από περιοχή σε περιοχή.
Οι δαπάνες ανά διανυκτέρευση που πραγματοποίησαν οι ξένοι επισκέπτες σε όλη τη χώρα αναδεικνύει, επιπλέον, την πίεση που δέχονται οι τιμές των ξενοδοχείων σε προορισμούς όπου συγκεντρώνεται μεγάλος αριθμός καταλυμάτων. Έτσι, η δαπάνη ανά διανυκτέρευση μειώθηκε στο α’ τρίμηνο 5,3% στην Αθήνα, 16,2% στο Νότιο Αιγαίο, 39,6% στα Νησιά του Ιονίου και 21,2% στην Πελοπόννησο.
Όπως προκύπτει από τα ίδια στοιχεία, την υψηλότερη δαπάνη ξένων επισκεπτών ανά διανυκτέρευση στο α’ τρίμηνο της χρονιάς κατέγραψε η Ήπειρος με 86,2 ευρώ και άνοδο 48% σε σύγκριση με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα. Ακολούθησε το Βόρειο Αιγαίο με 77,8 ευρώ (+162,6%) και η Ανατ. Μακεδονία-Θράκη με 70 ευρώ (+26,2%). Η αντίστοιχη δαπάνη ανά διανυκτέρευση στην Αττική διαμορφώθηκε στα επίπεδα των 56,6 ευρώ ενώ στο Νότιο Αιγαίο βρέθηκε ακόμα χαμηλότερα, στα 54,2 ευρώ.