Σε μια ειδική μελέτη του ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) αναλύει τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που συμφωνήθηκαν τον Ιούνιο του 2018 εξασφαλίζουν μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του:
Τα μέτρα ελάφρυνσης περιλαμβάνουν:
• Άμεσα και άνευ όρων μέτρα: (i) περαιτέρω αναβολή 10 έτη στους τόκους και τα χρεολύσια σε 96,9 δισ. ευρώ των δανείων του EFSF και (ii) την παράταση του σταθμισμένου μέσου όρουv ωρίμασης κατά 10 έτη
• Μέτρα που εξαρτώνται από τη συμμόρφωση σε κριτήρια: (i) την κατάργηση αύξησης στο περιθώριο επιτοκίου του χρέους από το δεύτερο πρόγραμμα, που αντιπροσωπεύει εξοικονόμηση περίπου 0,2 δισ. ευρώ ετησίως και (ii) την επιστροφή των κερδών της ΕΚΤ από το 2014 και έως το 2017, συνολικό ποσό ύψους 5,8 δισ. ευρώ που θα δοθεί την περίοδο το 2018-2022.
Επιπλέον, ο ESM θα εκταμιεύσει ένα τελικό δάνειο ύψους 15 δισ. ευρώ στο πλαίσιο της ολοκλήρωσης της 4ης αναθεώρησης του προγράμματος. το δάνειο αυτό θα χρησιμοποιηθεί για:
• Περαιτέρω αύξηση στο αποθεματικό μετρητών της Ελλάδας: η Ελλάδα θα έχει €24,1 δισ. ευρώ συνολικά ως προληπτικό μαξιλάρι - το ισοδύναμο ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών δύο ετών (σ.σ. το μαξιλάρι αρκεί για τέσσερα χρόνια με ρολάρισμα εντόκων).
• Αγορά προηγούμενων δανείων / ομόλογων των οποίων οι όροι είναι σχετικά δυσμενείς για να μειωθεί το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους.
Σύμφωνα με το άτυπο DSA που πραγματοποιεί ο ΟΔΔΗΧ με μακροοικονομικές παραδοχές:
1. Μακροπρόθεσμη ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ κατά 3,0% από το 2023 έως το 2060
2. Μέσο πρωτογενές πλεόνασμα 2,2% του ΑΕΠ από το 2023 έως το 2060
3. Μέσo κόστος αναχρηματοδότησης άνω του 5,2% από το 2023 έως το 2060
Προβλέπει ότι οι ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης και εξυπηρέτησης του χρέους θα είναι κάτω από 20% του ΑΕΠ μέχρι το 2060 που αποτελεί το βασικό όριο για την αξιολόγηση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
Στα βασικά συμπεράσματα του ο ΟΔΔΗΧ δείχνει ότι:
• Η δυναμική του χρέους είναι σαφώς βιώσιμη και σε καθοδική πορεία μετά από αυτά τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους με το χρέος να θεωρείται βιώσιμο ακόμη και μακροπρόθεσμα.
• Ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί στο 128% του ΑΕΠ το 2032 έναντι 134% στο παρελθόν και για την περίοδο 2018-2032, οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες μειώθηκαν κατά 2,7% ως ποσοστό του ΑΕΠ σε 10,6% κατά μέσο όρο.
• Η Ελλάδα έχει πολύ καλές προοπτικές χωρίς τον κίνδυνο αναχρηματοδότησης. Η χώρα είναι εφοδιασμένη με μετρητά 24,1 δισ. ευρώ στο τέλος του προγράμματος, που αντιστοιχούν σε 2 χρόνια ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης (πάνω από 4 χρόνια λήξης του χρέους, με την παραδοχή ότι τα έντοκα θα ρολάρονται).
• Ταυτόχρονα, τα κυμαινόμενα επιτόκια στο χρέος αντιπροσωπεύουν πλέον μόνο το 49% του συνολικού χαρτοφυλακίου χάρη στα βραχυπρόθεσμα μέτρα που εφαρμόστηκαν και στην επικέντρωση της Ελλάδας σε εκδόσεις σταθερού επιτοκίου τους τελευταίους 12 μήνες.
• Η Ελλάδα προστατεύεται από τον κίνδυνο επιτοκίων μέσω συμφωνιών ανταλλαγής επιτοκίων, τις περιορισμένες χρηματοδοτικές ανάγκες, το σημαντικό όγκο μετρητών, τη χαμηλή ευαισθησία του κόστους χρηματοδότησης του ESM και τις μελλοντικές επαναγορές.
• Τέλος, η ρήτρα «ραντεβού» που υπάρχει για το 2032 αποτελεί δικλείδα ασφαλείας, εάν η δυναμική του χρέους δεν θεωρηθεί ικανοποιητική και απαιτηθεί εφαρμογή των μακροπρόθεσμων μέτρων.