Η σημαντική μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης ως ποσοστού του ΑΕΠ που επιτυγχάνεται μέσα από την πλήρη εφαρμογή των μέτρων που επιβλήθηκαν από τα μνημόνια, κυρίως το 3ο, και εφαρμόζονται ή θα εφαρμοστούν τον επόμενο χρόνο, καθιστά το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα βιώσιμο, όπως προκύπτει από την Έκθεση της Κομισιόν για τη γήρανση του πληθυσμού. Και μάλιστα, η μείωση αυτή επιτυγχάνεται παρότι στις περισσότερες χώρες τις Ε.Ε. η πορεία του δημοσιονομικού κόστους που συνδέεται με τις συντάξεις, την υγειονομική περίθαλψη και τη μακροχρόνια περίθαλψη εκτιμάται ότι τις προσεχείς δεκαετίες θα αυξηθεί, καθώς ο πληθυσμός της Ευρώπης εξακολουθεί να γερνάει.
Αναλυτικά, ο μόνιμος πονοκέφαλος των ελληνικών κυβερνήσεων κατά την περίοδο της κρίσης, η πορεία της συνταξιοδοτικής δαπάνης ως ποσοστού του ΑΕΠ, που είχε εκτοξευθεί πάνω από 18%, μειώνεται δραματικά. Συγκεκριμένα, από 17,3% του ΑΕΠ το 2016 μειώνεται σε 13,4% το 2020, πέφτει στο 12% το 2030, αλλά λόγω της γήρανσης του πληθυσμού και της μαζικής συνταξιοδότησης μεγάλων ομάδων του, το 2040 αυξάνεται σε 12,9%. Η πτωτική πορεία συνεχίζεται και τις επόμενες 10ετίες, με αποτέλεσμα να φθάσει στο 10,6% του ΑΕΠ το 2070.
Η δημοσιονομική επίπτωση της γήρανσης αναμένεται να αποτελέσει σημαντική πρόκληση σε όλα σχεδόν τα κράτη-μέλη, με ήδη εμφανείς επιπτώσεις κατά τη διάρκεια των επόμενων δύο δεκαετιών.
Συνολικά, στην ΕΕ, το συνολικό κόστος της γήρανσης (δημόσιες δαπάνες για συντάξεις, υγειονομική περίθαλψη, μακροχρόνια περίθαλψη, επιδόματα εκπαίδευσης και ανεργίας) αναμένεται να αυξηθεί κατά 1,7 ποσοστιαίες μονάδες, στο 26,7% του ΑΕΠ, μεταξύ 2016 και 2070.
Ωστόσο, προκαλεί εντύπωση πως η Ελλάδα, μέσω των μνημονίων και της έντονης πίεσης των δανειστών, βρίσκεται στην ομάδα των χωρών που μαζί με άλλα 7 κράτη η δαπάνη μειώνεται σημαντικά (μαζί με Κροατία, Γαλλία, Λετονία, Εσθονία, Ιταλία, Λιθουανία και Ισπανία) και μετά ακολουθεί... το χάος.
Συγκεκριμένα αυξάνεται κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ σε δέκα κράτη-μέλη (Πορτογαλία, Δανία, Κύπρος, Πολωνία, Σουηδία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Φινλανδία, Ουγγαρία και Σλοβακία) και αυξάνεται κατά περισσότερο από 3 ποσοστιαίες μονάδες στα υπόλοιπα δέκα κράτη-μέλη (Κάτω Χώρες, Αυστρία, Ιρλανδία, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Βέλγιο, Τσεχική Δημοκρατία, Σλοβακία, Μάλτα και Λουξεμβούργο).
Ο συνολικός πληθυσμός στην ΕΕ αναμένεται να αυξηθεί από 511 εκατομμύρια το 2016 σε 520 εκατομμύρια το 2070. Ωστόσο, ο πληθυσμός σε ηλικία 15 έως 64 ετών θα μειωθεί σημαντικά από 333 εκατομμύρια το 2016 σε 292 εκατομμύρια το 2070. Αυτές οι προβλεπόμενες αλλαγές στη δομή του πληθυσμού αντικατοπτρίζουν τις παραδοχές για τα ποσοστά γονιμότητας, το προσδόκιμο ζωής και τις μεταναστευτικές ροές.
Στην Ελλάδα, ο δείκτης γονιμότητας από 1,39 το 2016 πέφτει στο 1,33 το 2020, ανεβαίνει στο 1,40 και 1,46 τις δύο επόμενες 10ετίες, και φθάνει το 1,64 το όχι και τόσο μακρινό 2070. Το προσδόκιμο ζωής για τους άνδρες από 78,8 έτη το 2016 ανεβαίνει σε 79,6 το 2020, και συνεχίζει να αυξάνεται συνολικά 7,7 χρόνια, φθάνοντας τα 86,5 έτη το 2070. Για τις γυναίκες, από 83,9 έτη το 2016 ανεβαίνει σε 84,5 το 2020 και συνεχίζει να αυξάνεται συνολικά 6,4 χρόνια, φθάνοντας τα 90,3 έτη το 2070.
Ο δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων (άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω σε σχέση με τα άτομα ηλικίας 15 έως 64 ετών) στην ΕΕ αναμένεται να αυξηθεί κατά 21,6 ποσοστιαίες μονάδες, από 29,6% το 2016 σε 51,2% το 2070. Αυτό σημαίνει ότι η ΕΕ θα πάει από το να έχει 3,3 άτομα σε ηλικία εργασίας για κάθε άτομο ηλικίας άνω των 65 ετών μόνο σε δύο άτομα σε ηλικία εργασίας για κάθε ηλικιωμένο. Στην Ελλάδα, ο συγκεκριμένος δείκτης το 2016 ήταν 33,4 και αναμένεται να αυξηθεί κατά 29,7 μονάδες, φθάνοντας τελικά στο 63,1. Όμως είναι τρομακτικό ότι από 59,2 το 2040 εκτιμάται ότι θα εκτιναχθεί στο 71 μέσα σε μόλις 10 χρόνια, το 2050. Που σημαίνει ότι για κάθε 10 άτομα σε παραγωγική ηλικία θα υπάρχουν τουλάχιστον 7 άτομα σε ηλικία άνω των 65.
Η γήρανση του πληθυσμού της Ευρώπης θα έχει επίσης σημαντικές επιπτώσεις για το εργατικό της δυναμικό. Ενώ η συνολική προσφορά εργασίας στην ΕΕ μεταξύ των ατόμων ηλικίας 20 έως 64 αναμένεται να μειωθεί κατά 9,6% μεταξύ 2016 και 2070 (9,7% στη ζώνη του ευρώ), τα ποσοστά συμμετοχής του εργατικού δυναμικού αναμένεται να αυξηθούν από 77,5% το 2016 σε 80,7 το 2070. Η αύξηση αυτή είναι ιδιαίτερα εμφανής μεταξύ των γυναικών και των μεγαλύτερων σε ηλικία εργαζομένων.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το κόστος μακροχρόνιας περίθαλψης και υγειονομικής περίθαλψης αναμένεται να συμβάλει στην αύξηση των δαπανών που σχετίζονται με την ηλικία, αυξάνοντας κατά 2,1 ποσοστιαίες μονάδες. Οι δημόσιες δαπάνες για τις συντάξεις αναμένεται να αυξηθούν μέχρι το 2040, προτού επιστρέψουν κοντά στα τρέχοντα επίπεδα μέχρι το 2070. Οι δαπάνες για την εκπαίδευση προβλέπεται ότι θα παραμείνουν αμετάβλητες έως το 2070. Οι δαπάνες για παροχές ανεργίας προβλέπεται να μειωθούν κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες.
Στην έκθεση, επισημαίνεται ότι οι μεταρρυθμίσεις των συντάξεων κατέστησαν δυνατή τη σταθεροποίηση των δημόσιων συνταξιοδοτικών δαπανών ως μεριδίου του ΑΕΠ μακροπρόθεσμα, μέσω της αύξησης της ηλικίας συνταξιοδότησης και των αλλαγών στις παραμέτρους των συνταξιοδοτικών συστημάτων, συμπεριλαμβανομένης της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των συντάξεων.
Ως εκ τούτου, ο δείκτης δημόσιων συνταξιοδοτικών παροχών, ο οποίος περιγράφει τη μέση δημόσια σύνταξη σε σχέση με τον μέσο μισθό, αναμένεται να μειωθεί κατά 10,6 ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσο όρο στην ΕΕ.
Στην Ελλάδα, η μείωση αυτή ξεπερνά τις 20 μονάδες από το 2016 στο 2070.