Τον προβληματισμό τους εκφράζουν παράγοντες του ασφαλιστικού κλάδου, καθώς για πρώτη φορά φέτος μετά από πολλά χρόνια βλέπουν την κίνηση στους δρόμους να αυξάνεται, γεγονός που αναμένεται να επηρεάσει θετικά τον αριθμό των τροχαίων ατυχημάτων, άρα και των αποζημιώσεων που θα κληθούν να καταβάλουν για λογαριασμό των πελατών τους.
Ειδικότερα, κατά το πρώτο φετινό τρίμηνο, η κατανάλωση καυσίμων κίνησης σημείωσε μικρή μονοψήφια αύξηση σε σύγκριση με το αντίστοιχο περυσινό χρονικό διάστημα (η πτώση της κατανάλωσης πετρελαίου κατά 11% αποδίδεται στον πολύ ήπιο χειμώνα).
Όσο και αν ένα τμήμα της ανόδου στα καύσιμα κίνησης είναι πλασματικό (η αύξηση του ειδικού φόρου στις βενζίνες από 1η/1/2017 είχε οδηγήσει πολλούς οδηγούς να φουλάρουν τα οχήματά τους από τον Δεκέμβριο του 2016), εκτιμάται ότι με τη συμβολή του εντονότερου τουριστικού ρεύματος και την όποια ανάκαμψη της οικονομίας, η αύξηση της ζήτησης για καύσιμα κίνησης θα μπορούσε να φτάσει γύρω στο 5% στο σύνολο του φετινού δωδεκαμήνου.
Αξιοσημείωτο είναι πως μέχρι σήμερα, όσο περίπου μειώθηκε η κατανάλωση πετρελαίου από την έναρξη της οικονομικής κρίσης (γύρω στο 40%) τόσο περίπου υποχώρησαν και τα τιμολόγια στις ασφαλίσεις οχημάτων. Άρα, το ερώτημα που εύλογα τίθεται είναι το κατά πόσο τώρα που η κίνηση στους δρόμους αναμένεται να μπει σε ανοδική τροχιά -όχι μόνο φέτος αλλά και κατά τα επόμενα χρόνια-, οι ασφαλιστικές εταιρείες θα πρέπει να αρχίσουν και αυτές τις αυξήσεις τιμολογίων.
Βέβαια, οι ασφαλιστικές εταιρείες έχουν εντείνει κατά τα τελευταία χρόνια τις προσπάθειές τους να περιορίσουν τις διαφόρων ειδών δαπάνες τους (π.χ. μέσω της χρήσης νέων τεχνολογιών, των μειωμένων προμηθειών που καταβάλλουν σε συνεργάτες και δίκτυα, των κινήσεων για περιορισμό των φαινομένων απάτης), ενώ παράλληλα θετικά θα επηρεαστούν και από την κίνηση της ΑΑΔΕ (Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων) να εντοπίσει φέτος τα περίπου 600.000 (ένα εκατομμύριο μέχρι πέρυσι) ανασφάλιστα οχήματα.
Ωστόσο, τα οφέλη αυτά θα υπερακοντιστούν γρήγορα, σε περίπτωση που ο αριθμός των τροχαίων ατυχημάτων αρχίσει να αυξάνεται. Επιπλέον, σε αρκετές περιπτώσεις, τα κέρδη του κλάδου οχημάτων έρχονται να αντισταθμίσουν είτε τις απώλειες, είτε τις πολύ μικρές αποδόσεις σε διάφορα προϊόντα του κλάδου ζωής, λόγω των πολύ χαμηλών διεθνών επιτοκίων. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, συχνά ο κλάδος οχημάτων προσφέρει κέρδη και κεφαλαιακές εποπτικές ανάσες στο ιδιαίτερα αυστηρό θεσμικό περιβάλλον του Solvency II.
Γενικότερα πάντως, οι ασφαλιστικές εταιρείες ωθούν τα δίκτυά τους να περιορίσουν την εξάρτηση από τον κλάδο οχημάτων και να στραφούν προς συμβόλαια που εμπεριέχουν μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία και έχουν εντονότερο συμβουλευτικό χαρακτήρα. Ήδη, οι σχετικές προμήθειες που καταβάλλονται έχουν ψαλιδιστεί κατά την περίοδο της κρίσης, ενώ παράλληλα ένα τμήμα της αγοράς εξυπηρετείται πλέον από το διαδίκτυο, από τις τράπεζες (bancassurance) και από άλλα σημεία πώλησης (π.χ. βενζινάδικα, εμπορικά καταστήματα).
«Το πρόβλημα για εμάς τους ασφαλιστές του κλάδου αυτοκινήτου δεν είναι μακροπρόθεσμα ούτε το Internet, ούτε οι τράπεζες. Άλλωστε, εκτιμώ πως ό,τι μερίδιο αγοράς ήταν να καρπωθούν αυτά τα δίκτυα, σχεδόν το έχουν ήδη κατακτήσει, οπότε νομίζω πως βρίσκονται κοντά στο ταβάνι των επιδόσεών τους. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι η ίδια η τεχνολογία των αυτοκινούμενων οχημάτων, που λέγεται ότι θα μειώσει το ύψος της σχετικής ασφαλιστικής παραγωγής κατά 90%», υποστηρίζει στέλεχος της αγοράς.