Κατώτερα του αναμενομένου είναι έως αυτή τη στιγμή τα οφέλη για την οικονομία και τους καταναλωτές από την απελευθέρωση συγκεκριμένων αγορών.
Ειδικότερα, σύμφωνα με έκθεση του Κέντρου Προγραμματισμού Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), που επικεντρώνεται στην αξιολόγηση των επιπτώσεων από τις αλλαγές στην αγορά του άρτου, του βρεφικού γάλακτος, των συμπληρωμάτων διατροφής και των βιταμινών, των προσφορών και εκπτώσεων στα εμπορικά καταστήματα και της αγοράς τσιμέντου, προκύπτει ότι το όφελος για τον καταναλωτή, όπου υπάρχει, είναι μικρό, ενώ ούτε εν γένει η αγορά στους κλάδους αυτούς ενισχύεται.
Αυτό που πάντως φαίνεται με σαφήνεια είναι η δύναμη και η επιρροή των φαρμακείων, καθώς αν και οι αγορές του βρεφικού γάλακτος, των συμπληρωμάτων διατροφής και των βιταμινών απελευθερώθηκαν, παραμένουν οι αδιαμφισβήτητοι παίκτες της αγοράς.
Αρτοποιεία και πρατήρια άρτου
Η ανάλυση στον συγκεκριμένο τομέα παρείχε ενδείξεις μίας θετικής επίδρασης των νομοθετικών ρυθμίσεων, υπό την έννοια της συγκράτησης της τιμής του ψωμιού, ενώ σε σχέση με τις πιθανές επιδράσεις των ρυθμίσεων στην απασχόληση, τα στοιχεία της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού για τον κλάδο της παραγωγής προϊόντων αρτοποιίας και αλευρωδών προϊόντων καταδεικνύουν ταχεία άνοδο της απασχόλησης κατά την περίοδο μετά την εφαρμογή των νομοθετικών ρυθμίσεων και, επομένως, παραπέμπουν σε μία πιθανή θετική επίδραση των νομοθετικών ρυθμίσεων στην απασχόληση
Εμπορία βρεφικού γάλακτος
Μετά την εφαρμογή της νομοθετικής ρύθμισης, οι καταναλωτές μπορούν να προμηθεύονται γάλα πρώτης βρεφικής ηλικίας από τα καταστήματα τροφίμων λιανικής πώλησης, σε ελαφρά χαμηλότερες τιμές συγκριτικά με τα φαρμακεία και τα ηλεκτρονικά φαρμακεία.
Οι επιλογές, όμως, των καταναλωτών περιορίζονται σε μικρό αριθμό προϊόντων συγκριτικά με την πληθώρα των σκευασμάτων που κυκλοφορούν στην αγορά του βρεφικού γάλακτος. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε έναν συνδυασμό παραγόντων εκτός της απελευθέρωσης του δικτύου διάθεσης.
Πρώτον, η μείωση των γεννήσεων είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση στην αξία και στον όγκο των πωλήσεων του βρεφικού γάλακτος.
Δεύτερον, η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών για βρεφικό γάλα αυξήθηκε, σε αντίθεση με τις παιδικές τροφές, υποδηλώνοντας ότι η ζήτηση του βρεφικού γάλακτος παραμένει ανελαστική κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης.
Τρίτον, τα φαρμακεία συνεχίζουν να αποτελούν το κύριο δίκτυο διάθεσης των παρασκευασμάτων μετά την εφαρμογή της μεταρρύθμισης συγκριτικά με τα καταστήματα τροφίμων.
Αυτό, σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, οφείλεται στην επιλογή ορισμένων εταιρειών να διατηρήσουν τα φαρμακεία ως αποκλειστικό δίκτυο διάθεσης των προϊόντων τους, θεωρώντας ότι ο φαρμακοποιός αποτελεί τον καταλληλότερο επαγγελματία για την προώθηση ενός προϊόντος σημαντικού για την υγεία των βρεφών.
Σημειώνεται ότι μόνο τέσσερις από τις δεκαπέντε εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην εγχώρια αγορά διαθέτουν προϊόντα βρεφικού γάλακτος στα καταστήματα τροφίμων. Οι εταιρείες αυτές συνεργάζονταν ήδη με τα καταστήματα τροφίμων μέσω της διάθεσης άλλων προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων και των παιδικών τροφών.
Τέταρτον, οι τιμές του βρεφικού γάλακτος που διατίθενται από τα φαρμακεία παρουσιάζουν αύξηση συγκριτικά με το 2010, η οποία μπορεί να οφείλεται εν μέρει στις αυξήσεις του ΦΠΑ.
Εμπορία συμπληρωμάτων διατροφής και βιταμινών
Η έρευνα αγοράς κατέδειξε ότι, μετά την εφαρμογή της με ταρρύθμισης, τα περισσότερα καταστήματα τροφίμων λιανικής πώλησης δεν έχουν εντάξει στον κατάλογο των προϊόντων τους τα συμπληρώματα διατροφής-βιταμίνες και τα διαιτητικά προϊόντα. Σε μικρό αριθμό καταστημάτων τροφίμων η επιλογή των καταναλωτών περιορίζεται σε μία μόνο επώνυμη εταιρεία εισαγωγής σχετικών παρασκευασμάτων, η οποία καλύπτει όμως όλο το εύρος των σκευασμάτων.
Σε καταστήματα συναφούς εμπορικής δραστηριότητας, όπως εμπορίας ειδών ομορφιάς ή καλλυντικών, οι καταναλωτές μπορούν να επιλέξουν μεταξύ 2-3 επώνυμων προϊόντων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα φαρμακεία να συνεχίζουν να αποτελούν το κύριο δίκτυο διάθεσης των συμπληρωμάτων διατροφής και μετά την εφαρμογή της μεταρρύθμισης, εφόσον οι εταιρείες διανομής των σχετικών παρασκευασμάτων θεωρούν ότι οι φαρμακοποιοί είναι οι καταλληλότεροι για να συμβουλέψουν τους καταναλωτές σχετικά με την καταλληλότητα των προϊόντων.
Σε ό,τι αφορά στα οφέλη των καταναλωτών, αυτοί μπορούν να προμηθεύονται τα συμπληρώματα διατροφής από τα καταστήματα τροφίμων σε χαμηλότερες τιμές συγκριτικά με τα φαρμακεία και τα ηλεκτρονικά φαρμακεία, όμως η επιλογή τους είναι περιορισμένη και συνήθως οι ανάγκες τους δεν ικανοποιούνται από το κατάστημα τροφίμων της γειτονιάς τους.
Σε ό,τι αφορά στις βιταμίνες, οι καταναλωτές μπορούν να τις προμηθεύονται σε χαμηλότερες τιμές μέσω των ηλεκτρονικών φαρμακείων. Οι τιμές των συμπληρωμάτων διατροφής και των διαιτητικών προϊόντων μειώθηκαν συγκριτικά με το 2010, ενώ των βιταμινών αυξήθηκαν.
Προσφορές και εκπτώσεις
Σύμφωνα με τη μελέτη του ΚΕΠΕ, οι θεσμικές αλλαγές στις προσφορές και στις εκπτώσεις, φαίνεται πως άσκησαν καθοδικές πιέσεις στις τιμές των προϊόντων που εξετάστηκαν (επιλέχθηκαν με γνώμονα την υψηλότερη διακύμανση των τιμών στη διάρκεια του έτους) και, μάλιστα, καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους και όχι μόνο τους μήνες των εκπτώσεων. Αυτό σημαίνει ότι οι καταναλωτές μάλλον επωφελήθηκαν.
Από την άλλη πλευρά, οι ενδιάμεσες εκπτώσεις είχαν παρόμοια αλλά ασθενέστερη επίδραση στις τιμές.
Περαιτέρω, οι θεσμικές αλλαγές φαίνεται να έχουν θετική επίπτωση στον κύκλο εργασιών στο λιανικό εμπόριο, όμως δεν ισχύει το ίδιο για τους μήνες των τακτικών εκπτώσεων.
Διακίνηση τσιμέντου
Από τα μέχρι στιγμής διαθέσιμα στοιχεία από τη ΓΓΠΣ για την έναρξη δραστηριότητας και το πλήθος των δραστηριοποιούμενων στους σχετικούς Κωδικούς Αριθμούς Δραστηριότητας (Κ.Α.Δ.) διαφαίνεται ότι η μεταρρύθμιση στην αγορά του τσιμέντου δεν έδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, που ήταν η αναθέρμανση του κλάδου και η είσοδος νέων δραστηριοποιούμενων, αλλά επικράτησε η γενική τάση μείωσης του αριθμού των δραστηριοποιούμενων και επιχειρήσεων, λόγω της σημαντικής κρίσης της κατασκευαστικής αγοράς.
Όσον αφορά στην απασχόληση στον κλάδο του τσιμέντου, τα στοιχεία από την Έρευνα Εργατικού Δυναμικού δείχνουν ότι η μείωση των απασχολουμένων δεν μπορεί να αποδοθεί στη μεταρρύθμιση, καθώς φαίνεται να είναι αποτέλεσμα της γενικότερης οικονομικής κρίσης.
Αναφορικά με την επίπτωση της νομοθετικής ρύθμισης στις τιμές, τόσο ο δείκτης εισροών όσο και ο δείκτης εκροών των κατασκευών δείχνουν ότι οι τιμές συνεχίζουν την πτωτική τάση των ετών της κρίσης, με μειούμενο όμως ρυθμό. Αυτό δίνει μία ένδειξη ότι η εν λόγω μεταρρύθμιση δεν έχει επιδράσει στη διαμόρφωση των τιμών, όπως αναμενόταν.