Η ομιλία του αντιπροέδρου της Τραπέζης της Ελλάδος Θεόδωρου Μητράκου στην πρόσφατη εκδήλωση της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος (ΕΑΕΕ) έδειξε αφενός την ικανοποίηση της Εποπτικής Αρχής για τις εξελίξεις στον κλάδο (αναφέρθηκε σε νέα βελτίωση των συντελεστών φερεγγυότητας μέσα στο 2017) και αφετέρου την έμφαση που θα δοθεί προκειμένου να μην παρατηρηθούν φαινόμενα χαλάρωσης στο μέλλον.
«Παρά την έως τώρα καλή πορεία, οφείλω να επισημάνω ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για εφησυχασμό. Απαιτείται συνεχής εγρήγορση και συνεργασία όλων των εμπλεκομένων, για να αντιμετωπίσουμε τις νέες προκλήσεις» αναφέρθηκε χαρακτηριστικά.
Οι ασφαλιστικές εταιρείες απ’ την πλευρά τους έχουν κάθε λόγο να επιζητούν την αυστηρή εποπτεία από την Τράπεζα της Ελλάδος (και μάλιστα να την επικοινωνούν προς όλες τις κατευθύνσεις), γιατί γνωρίζουν πως δεν θα μπορέσουν να διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο στα υποσχόμενα μέτωπα της σύνταξης και της υγείας, αν δεν πείσουν προηγουμένως την Πολιτεία και την κοινή γνώμη πως τα «φαινόμενα ΑΣΠΙΣ» ανήκουν στο μακρινό παρελθόν.
«Η ασφαλιστική αγορά δεν έχει καμία σχέση με αυτή που ξέραμε πριν από λίγα χρόνια. Οι πελάτες σήμερα είναι εξασφαλισμένοι περισσότερο από ποτέ», υποστηρίζει ο πρόεδρος της ΕΑΕΕ Δημήτρης Μαζαράκης, καλώντας μάλιστα την TτE να ασκήσει αυστηρή εποπτεία, κάνοντας χρήση της ξένης παροιμίας: «No pressure, no diamonds» (χωρίς πίεση δεν αποκτάς διαμάντια).
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, δεν είναι τυχαίο ότι οι ασφαλιστικές εταιρείες επιλέγουν να προωθούν «ακριβότερα» προϊόντα προς τους πελάτες τους, θεωρώντας πως από εδώ και στο εξής οι υψηλοί δείκτες φερεγγυότητας θα αποτελούν κομβικό στοιχείο για την ανάπτυξη τόσο των ιδίων, όσο και του κλάδου γενικότερα.
Έτσι, στο μέτωπο των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων, πολλές ασφαλιστικές εταιρείες σταμάτησαν να διαθέτουν προϊόντα ελάχιστης εγγυημένης απόδοσης και άλλες (για τα νέα συμβόλαια εννοείται) αφενός ψαλίδισαν σημαντικά το ύψος της όποιας προσφερόμενης εγγυημένης απόδοσης και αφετέρου μηδένισαν το ύψος της ενδεχόμενης υπεραπόδοσης στις χρονιές που η διαχείριση των κεφαλαίων τους ξεπεράσει την ελάχιστη εγγυημένη απόδοση.
Μέσα από τέτοιες κινήσεις, οι ασφαλιστικές εταιρείες μειώνουν δραστικά τον κίνδυνο που αναλαμβάνουν σε ένα περιβάλλον πολύ χαμηλών επιτοκίων (όπως αυτό που βιώνουμε διεθνώς στις μέρες μας), βελτιώνοντας παράλληλα τους δείκτες φερεγγυότητάς τους.
Στα προϊόντα της υγείας, εδώ και χρόνια οι ασφαλιστικές εταιρείες στρέφονται κυρίως προς τα ετησίως ανανεούμενα συμβόλαια, μη προσφέροντας ή ανεβάζοντας το τίμημα για τα ισόβιας κάλυψης. Επιπλέον, πιέζουν με κάθε τρόπο για καθολική εφαρμογή των ιατρικών πρωτοκόλλων, για την άρση των φορολογικών αντικινήτρων (έμμεσος φόρος 15% επί των ασφαλίστρων), ενώ συζητούν με τον ΙΟΒΕ τη δημιουργία Δείκτη Κόστους στις υπηρεσίες υγείας.
Χαρακτηριστικό είναι ότι κατά τα τελευταία χρόνια, ένα σημαντικό ποσοστό της αυξημένης ασφαλιστικής παραγωγής στα συμβόλαια υγείας οφείλεται όχι στον μεγαλύτερο αριθμό των ασφαλισμένων, αλλά στα υψηλότερα τιμολόγια.
Τέλος, προβληματισμός επικρατεί μεταξύ των ασφαλιστικών εταιρειών για το μεγάλο ποσοστό πτώσης (άνω του 40%) που έχουν σημειώσει τα τιμολόγια του κλάδου οχημάτων κατά την περίοδο της κρίσης. Η αύξηση των συντελεστών ζημιών και εξόδων που παρατηρήθηκε το 2017 ήχησε ως «καμπανάκι» στα στελέχη των εταιρειών, για πιθανούς κινδύνους που μπορεί να προκύψουν, αν μελλοντικά αυξηθεί το ΑΕΠ και συνεπακόλουθα η κυκλοφοριακή κίνηση στους ελληνικούς δρόμους.
Έτσι, μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, εκτιμάται πως η πτώση των τιμολογίων «κάπου εδώ τελειώνει», προκειμένου να αρχίσουμε να βλέπουμε μεσοπρόθεσμα και κάποιες αυξήσεις παραμετρικού -σε πρώτη τουλάχιστον φάση- χαρακτήρα.