Οι θυρίδες έχουν μπει εδώ και χρόνια στο μάτι των εισπρακτικών μηχανισμών. Το θέμα είναι ευαίσθητο, ιδίως σε περιβάλλον capital controls και όταν το τραπεζικό σύστημα δίνει μάχη για την επαναπροσέλκυση καταθέσεων.
Στο σχέδιο δράσεων της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) για το 2018 αποτυπώνεται η πρόθεση εισήγησης νομοθεσίας για την απλοποίηση των διαδικασιών διάρρηξης τραπεζικών θυρίδων από κατάσχεση. Το χρονοδιάγραμμα ορίζει ότι αυτό θα γίνει έως το τέλος του έτους και οι μέχρι σήμερα πληροφορίες περιορίζονται στην κατεύθυνση της απλοποίησης.
Το άνοιγμα θυρίδας και η κατάσχεση του περιεχομένου της προβλέπεται ήδη, αλλά οι διαδικασίες είναι αυστηρές, καθώς απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη δικαστικής απόφασης ή εισαγγελικής παραγγελίας.
Οι τράπεζες έχουν την υποχρέωση να γνωστοποιούν το όνομα κατόχου τραπεζικής θυρίδας στις φορολογικές αρχές, αλλά σε καμία περίπτωση δεν έχουν πρόσβαση στο περιεχόμενο της θυρίδας. Αν η εφορία θέλει να κατάσχει το περιεχόμενο τραπεζικής θυρίδας, πρέπει πρώτα να έχει στα χέρια της δικαστική απόφαση.
Το ισχύον πλαίσιο ορίζει ότι οι θυρίδες μπορεί να ανοίξουν μόνο με εντολή εισαγγελέα και οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο μπορεί να κατασχεθεί σε περίπτωση που διαπιστωθεί έκνομη δραστηριότητα ή οφειλές προς το δημόσιο. Η πρόσβαση γίνεται μόνο σε περιπτώσεις φοροδιαφυγής ή όταν υπάρχουν κατηγορίες για κακουργηματικές πράξεις, όπως «ξέπλυμα» χρήματος.
Ο ισχύων Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας προβλέπει τη δυνατότητα της Φορολογικής Διοίκησης, όταν διαπιστώσει παραβάσεις φοροδιαφυγής άνω των 150.000 ευρώ (ή των 300.000 ευρώ ειδικά στην περίπτωση εικονικών και πλαστών τιμολογίων), να επιβάλλει μετά από ειδική έκθεση ελέγχου τη δέσμευση του 50% των καταθέσεων αλλά και του περιεχομένου των θυρίδων. Σε αντιδιαστολή μάλιστα με τα μετρητά -όπου προβλέπεται δέσμευση του 50%-, για το μη χρηματικό περιεχόμενο των θυρίδων ο νόμος δίνει τη δυνατότητα πλήρους δέσμευσης.
Σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, στην πράξη, εφαρμόζεται με μεγάλη φειδώ και για οφειλέτες με χρέη άνω του 1,5 εκατομμυρίου ευρώ.