Με έντονο ενδιαφέρον παρακολουθούν οι ασφαλιστικές εταιρείες τις εξελίξεις στον χώρο της ιδιωτικής υγείας, όπου -όπως όλα δείχνουν- ο αριθμός των μικρών κλινικών θα μειωθεί περαιτέρω και οι μεγάλες μονάδες θα συγκεντρωθούν, περνώντας σε λιγότερα «χέρια».
Όσο και αν οι εκτιμήσεις για την κυριαρχία δύο μεγάλων σχημάτων φαντάζουν μέχρι στιγμής υπερβολικές, όλοι συμφωνούν πως η συγκέντρωση δεν θα είναι μόνο μεγάλη αλλά και ταχεία, κάτω από την πίεση των τραπεζών να αντλήσουν ρευστότητα και να διαχειριστούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνειά τους. Το 2018 θα είναι αναμφίβολα χρονιά δραστικών εξελίξεων.
Αυτό που φοβούνται οι ασφαλιστικές εταιρείες είναι μήπως σε έναν «ολιγοπωλιακού χαρακτήρα» κλάδο υγείας που ενδεχομένως θα δημιουργηθεί, οι νέοι ιδιοκτήτες (funds) θα επιδιώξουν να βελτιώσουν άρδην προς όφελός τους τους όρους συνεργασίας τόσο με τους γιατρούς όσο και με τις ασφαλιστικές εταιρείες.
«Είναι φανερό ότι για τα επόμενα τουλάχιστον χρόνια, ο προϋπολογισμός του ΕΟΠΥΥ που κατευθύνεται στις ιδιωτικές κλινικές και τα διαγνωστικά κέντρα μάλλον θα μειώνεται παρά θα αυξάνεται. Άρα, οι νέοι ιδιοκτήτες των κλινικών, που συνήθως έχουν έναν επενδυτικό ορίζοντα πενταετίας, θα θελήσουν να εκμεταλλευθούν τα οφέλη της συγκέντρωσης του κλάδου. Αλλιώς, απορώ πώς θα μπορέσουν να επιτύχουν τις αποδόσεις που επιθυμούν. Το ζήτημα λοιπόν είναι αν και κατά πόσο μια τέτοια κίνηση θα επηρεάσει αρνητικά τις ασφαλιστικές εταιρείες», δηλώνει παράγοντας της αγοράς στο Euro2day.gr.
Γενικότερα ωστόσο, τα στελέχη της ασφαλιστικής αγοράς παρατηρούν τις εξελίξεις με ψυχραιμία. «Από τη μια πλευρά, οι ιδιωτικές κλινικές, βλέποντας τον μεγαλύτερο πελάτη τους (τον ΕΟΠΥΥ) να συρρικνώνεται και να πληρώνει με μεγάλες χρονικές καθυστερήσεις, έχουν την ανάγκη συνεργασίας με τις ασφαλιστικές εταιρείες, οι οποίες άλλωστε βοήθησαν τις ιδιωτικές κλινικές κατά τα τελευταία χρόνια στο να επανέλθουν σε κερδοφόρο πορεία, αμβλύνοντας τις επιπτώσεις των clawback και rebate.
Αλλά και οι ασφαλιστικές εταιρείες έχουν ανάγκη τις ιδιωτικές κλινικές, γιατί τα συμβόλαια υγείας αποτελούν μια πολλά υποσχόμενη δραστηριότητα γι' αυτές. Η σχετική παραγωγή αυξάνεται ετησίως με διψήφια ποσοστά κατά τα χρόνια της κρίσης, τάση που μπορεί να συνεχιστεί, αν συνεκτιμηθούν οι παρατηρούμενες μειώσεις δαπανών στο σύστημα της δημόσιας υγείας. Άρα, οι δύο πλευρές είναι αναγκασμένες να συμφωνήσουν με όρους που θα είναι επωφελείς για όλους. Αν τώρα οι ασφαλιστικές εταιρείες πιεστούν υπέρμετρα, τότε θα μπορούσαν να επενδύσουν και οι ίδιες στον χώρο της ιδιωτικής υγείας, αποκτώντας δικές τους κλινικές», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Επίσης, οι προοπτικές των δαπανών υγείας είναι σαφώς ανοδικές για τα επόμενα χρόνια όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη, καθώς το προσδόκιμο όριο επιβίωσης αυξάνεται σταδιακά και καθώς ο ιατρικός πληθωρισμός παραμένει υψηλός. Έτσι, ασφαλιστικές εταιρείες και ιδιωτικές κλινικές θα κληθούν να «μοιραστούν» σε βάθος χρόνου μια πολύ μεγαλύτερη πίτα.
Και ενώ οι ιδιωτικές κλινικές αναζητούν τρόπους προκειμένου να δραστηριοποιηθούν ενεργά στο μέτωπο του ιατρικού τουρισμού και να αποκτήσουν έτσι μεσοπρόθεσμα μια νέα πηγή πελατών και εσόδων, οι ασφαλιστικές εταιρείες από την πλευρά τους αποβλέπουν σε ΣΔΙΤ με τα κρατικά νοσοκομεία.
Ενδεικτικά, ο Γιάννης Καντώρος, διευθύνων σύμβουλος της Interamerican, αναφέρθηκε πρόσφατα στην ανάγκη συνεργασίας μεταξύ κράτους, ασφαλιστικών εταιρειών και όλων των εμπλεκόμενων πλευρών, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το μεγάλο πρόβλημα χρηματοδότησης της υγείας κατά τα επόμενα χρόνια.
«Το πρόβλημα είναι έντονο σε ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά στην Ελλάδα η πίεση είναι ακόμη μεγαλύτερη. Σήμερα στη χώρα μας σε δαπάνες υγείας αντιστοιχεί το 9% του ΑΕΠ, ενώ μόνο το 60% αυτού καλύπτεται από κρατική χρηματοδότηση. Από το υπόλοιπο 40%, μόλις το 10% περνάει μέσα από την ασφαλιστική αγορά. Το σύστημα δεν είναι αποτελεσματικό, ενώ ο αριθμός των ασφαλισμένων παραμένει περίπου σταθερός από το 2011 έως σήμερα. Θα πρέπει να συζητήσουμε για το τι ρόλο θα παίζουν όλοι οι φορείς -κράτος, νοσοκομεία, γιατροί, ασφαλιστικές εταιρείες-, προκειμένου να υπάρξει αριστοποίηση του συστήματος. Οι ασφαλιστικές εταιρείες πάντως μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο, τόσο σε ό,τι αφορά τη μείωση των δαπανών υγείας, όσο και στον τομέα της κατανομής του ρίσκου», είχε επισημάνει ο κ. Καντώρος.