Η πορεία σταθεροποίησης στα τιμολόγια του κλάδου αυτοκινήτου που είχε αρχίσει να διαφαίνεται από το φθινόπωρο του 2016 δεν κράτησε τελικά παρά μόνο για μερικούς μήνες, με αποτέλεσμα το μέσο ασφάλιστρο να βρίσκεται σήμερα σε ακόμη πιο χαμηλά επίπεδα, έχοντας χάσει περίπου 40%-50% από την αρχή της οικονομικής κρίσης.
Ενδεικτικό είναι το στοιχείο ότι ενώ μέσα στο 2017 ο αριθμός των ασφαλισμένων οχημάτων ήταν ανεβασμένος κατά αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες (αυξημένες νέες πωλήσεις αυτοκινήτων-μοτοσικλετών, αλλά και καλύψεις ανασφαλίστων υπό τον φόβο των προστίμων του Υπουργείου Οικονομικών και της πολυθρύλητης διασταύρωσης λιστών), στο διάστημα Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου η παραγωγή στην αστική ευθύνη οχημάτων υποχώρησε οριακά κατά 0,3%! (στοιχεία έρευνας Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος).
Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, η εξέλιξη αυτή είναι αποτέλεσμα της στροφής πολλών οδηγών σε ασφάλιστρα μικρότερου κόστους (λιγότερες καλύψεις, χρήση διαδικτύου, φτηνότερες εταιρείες), αλλά και μιας σειράς επιθετικών τιμολογιακών πολιτικών από την πλευρά των ασφαλιστικών ομίλων, προκειμένου να διεισδύσουν περαιτέρω σε επιμέρους κομμάτια αγοράς που τους ενδιαφέρουν.
Στην εξίσωση του ανταγωνισμού βέβαια, δεν έλειψε και η προσπάθεια προσέλκυσης ισχυρών δικτύων, η οποία ενίοτε κοστίζει ακριβά στις ασφαλιστικές εταιρείες.
«Κατά το παρελθόν, μόνο κάποιες μικρές ασφαλιστικές εταιρείες προχωρούσαν σε πολιτικές χαμηλών τιμολογίων. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο, ανάλογες πολιτικές ακολουθούνται και από μεγάλους (και συχνά πολυεθνικούς) παίκτες της αγοράς, οι οποίοι μάλιστα σε επιμέρους περιπτώσεις πρωτοστατούν» αναφέρει παράγοντας της αγοράς στο Euro2day.gr.
Και ενώ αρκετοί είναι εκείνοι που προειδοποιούν για «πτωχευτικά ασφάλιστρα» τα οποία σε βάθος χρόνου θα πλήξουν την αγορά, τα μέχρι τώρα στοιχεία δεν φαίνεται να εμπνέουν ανησυχία. Και αυτό γιατί ο μέσος δείκτης ζημιών στον κλάδο οχημάτων (ζημίες ως ποσοστό των εσόδων) παραμένει σε ικανοποιητικά επίπεδα, ενώ η κερδοφορία των ασφαλιστικών εταιρειών χαρακτηρίζεται από υψηλή έως και εντυπωσιακή!
Η αναντιστοιχία αυτή οφείλεται σε δύο κυρίως λόγους:
Πρώτον, στο ότι η κυκλοφοριακή κίνηση στους ελληνικούς δρόμους διατηρήθηκε φέτος περίπου στα αντίστοιχα περυσινά επίπεδα, ενώ ο αριθμός των τροχαίων ατυχημάτων συνέχισε την πτωτική του τάση, επηρεαζόμενος πιθανώς από παράγοντες όπως π.χ. η μεγαλύτερη ασφάλεια των νέων εθνικών οδικών αξόνων και
δεύτερον, επειδή οι ασφαλιστικές εταιρείες (ιδίως όσες είχαν τοποθετήσει το χαρτοφυλάκιό τους κυρίως σε εγχώρια περιουσιακά στοιχεία) καταγράφουν και φέτος πολύ υψηλά κέρδη από τα ελληνικά κρατικά ομόλογα.
Έχοντας λοιπόν ως δεδομένο τα λιγότερα τροχαία ατυχήματα και τα μεγάλα επενδυτικά κέρδη από τα ομόλογα, αρκετές εταιρείες θεωρούν πως έχουν το περιθώριο να ασκήσουν επιθετική τιμολογιακή πολιτική σε κομμάτια της αγοράς που τους ενδιαφέρουν και ειδικότερα στον χώρο των οχημάτων, προκειμένου να διευρύνουν περαιτέρω τα μερίδιά τους.
Οι διαφωνούντες πάντως με την τακτική αυτή υποστηρίζουν πως η κυκλοφοριακή κίνηση θα αρχίσει να ανακάμπτει από το 2018 (θα ακολουθήσει τον γενικότερο ρυθμό της οικονομίας) και πως τα μεγάλα κέρδη που προέρχονται από τα ομόλογα δεν μπορεί να επαναλαμβάνονται κάθε χρόνο.
«Τι θα κάνουν οι εταιρείες αυτές, όταν δουν τον αριθμό των τροχαίων να αυξάνεται και τα κέρδη των ομολόγων να εξαφανίζονται; Θα σπεύσουν να αυξήσουν κατακόρυφα τα τιμολόγιά τους; Πολύ δύσκολο, γιατί ο πελάτης μπορεί να δέχεται εύκολα μια μείωση τιμολογίων, αντίθετα αντιδρά έντονα σε οποιαδήποτε απόπειρα αύξησή τους, ιδίως όταν αυτή διαμορφώνεται σε υψηλά επίπεδα» υποστηρίζουν.