Τη λογική του «βλέποντας και κάνοντας» που ακολουθήθηκε από τους δανειστές στα χρόνια των μνημονίων αποκαλύπτει η έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης που είχε την περασμένη εβδομάδα το φως της δημοσιότητας.
Η έκθεση διαπιστώνει τα «κενά» στους σχεδιασμούς της Κομισιόν, ένας εκ των τριών και αργότερα (με την προσθήκη του ESM) τεσσάρων Θεσμών που ανέλαβαν την εκπόνηση και παρακολούθηση των τριών προγραμμάτων διάσωσης. Ωστόσο τα συμπεράσματα και οι ελλείψεις δεν αφορούν μόνο την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην οποία επικεντρώνεται η έκθεση. Και αυτό γιατί αφενός η ΕΚΤ πρακτικά αρνήθηκε να παράσχει στοιχεία (και έτσι έμεινε εκτός «κριτικής») όπως καταγράφεται στην έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αφετέρου το ΔΝΤ δεν παρακολουθείται-ελέγχεται από τις Βρυξέλλες.
Χαρακτηριστικό πάντως της λογικής του «βλέποντας και κάνοντας» είναι το ότι η έκθεση διαπιστώνει πως «οι γενικές διαδικασίες της Επιτροπής για τη διαχείριση προγραμμάτων μακροοικονομικής συνδρομής ορίστηκαν για πρώτη φορά τον Απρίλιο του 2011, ήτοι 11 μήνες μετά την έναρξη του ελληνικού προγράμματος και την ολοκλήρωση τριών αξιολογήσεων».
Πέραν αυτού, όμως, και σημαντικότερο είναι ότι πολλές αποφάσεις ελήφθησαν αποσπασματικά και χωρίς να διαπιστωθούν οι παρενέργειες σε άλλους τομείς:
1. Οι έμμεσοι φόροι «ακύρωσαν» μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας και προϊόντων
Όπως τονίζεται «παρά τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και τη δραστική μείωση του κόστους εργασίας, έως το 2013 η πτώση των τιμών δεν ήταν επαρκής. Αυτό υποδηλώνει ότι οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά προϊόντων δεν στάθηκαν ικανές να άρουν εγκαίρως τις δυσκαμψίες της αγοράς στο αρχικό στάδιο εφαρμογής των προγραμμάτων. Επιπλέον, οι περιορισμένες προσαρμογές των τιμών αντικατόπτριζαν ως έναν βαθμό τους υψηλότερους έμμεσους φόρους και επιβαρύνσεις που συνδέονταν με τη δημοσιονομική εξυγίανση, με συνέπεια οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις να μην είναι τόσο αποτελεσματικές από άποψη αντικτύπου στις τιμές και την ανάπτυξη. Οι φορολογικές μεταρρυθμίσεις που προέβλεπαν τα προγράμματα προσαρμογής είχαν ως συνέπεια τους ανωτέρω συμβιβασμούς, δεδομένου ότι, κατά τα αρχικά στάδια, η βραχυπρόθεσμη προτεραιότητα ήταν η δημοσιονομική εξυγίανση, λόγω του υψηλού δημοσιονομικού ελλείμματος της χώρας».
2. Ο ΕΝΦΙΑ πλήγωσε τις τράπεζες
«Όταν το 2012 η πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας προεξοφλήθηκε πλήρως και προέκυψε η κεφαλαιακή ανεπάρκεια των τραπεζών, δεν αξιολογήθηκε ο τρόπος με τον οποίο τα δημοσιονομικά μέτρα θα επηρέαζαν περαιτέρω τη φερεγγυότητα των οφειλετών των τραπεζών και, κατ’ επέκταση, την αγοραία αξία των δανείων τους. Παραδείγματος χάριν, δεν αναλύθηκε ο βαθμός στον οποίο οι υψηλότεροι περιοδικοί φόροι επί της ακίνητης περιουσίας (σ.σ. ΕΝΦΙΑ) θα έπλητταν τις τιμές των ακινήτων και τα στεγαστικά δάνεια».
3. Ξεχάστηκε η ανάπτυξη
Δεν υπήρξε στρατηγικός οδικός χάρτης για την τόνωση δυνητικών παραγόντων ανάπτυξης στην Ελλάδα και αυτό αποτυπώνεται στην έλλειψη στρατηγικής για μια δημοσιονομική εξυγίανση που θα είναι ευνοϊκή για την ανάπτυξη. Δεν υπήρξε εκτίμηση κινδύνου όσον αφορά τον αντίκτυπο δυνητικών/εναλλακτικών δημοσιονομικών μέτρων (π.χ. περικοπές δαπανών αντί των αυξήσεων φόρων) και της χρονικής ακολουθίας τους στην αύξηση του ΑΕΠ, τις εξαγωγές και την ανεργία.
4. Κενά στη μεθοδολογία
Ορισμένοι παράγοντες (π.χ. δυνητικό προϊόν και ποσοστό ανεργίας που αντιστοιχεί σε μη επιταχυνόμενο πληθωρισμό) δεν ενσωματώνονταν ρητώς στις μακροοικονομικές προβλέψεις, υποστηρίζει το Ελεγκτικό Συνέδριο. Επίσης, η Επιτροπή δεν τεκμηρίωνε με ποιον τρόπο αυτοί χρησιμοποιούνταν κατά τη διαμόρφωση κρίσης και ποια στοιχεία των ευρωπαϊκών οικονομικών προβλέψεων χρησιμοποιούνταν για τις προβλέψεις των προγραμμάτων.
Παράλληλα, σε άλλο σημείο αναφέρεται ότι «η Επιτροπή εκτελούσε τις μακροοικονομικές και τις δημοσιονομικές προβλέψεις χωριστά, χωρίς να τις ενσωματώνει σε ενιαίο μοντέλο. Επομένως, ο αμοιβαίος αντίκτυπος των δύο προβλέψεων μπορούσε να υπολογιστεί μόνο κατά κρίση».
5. Δεν χτυπήθηκε η φοροδιαφυγή
«Βάσει των όρων του πρώτου προγράμματος, η προτεραιότητα που δινόταν σε συγκεκριμένα μέτρα για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής ήταν περιορισμένη. Ορισμένα βασικά μέτρα περιελήφθησαν μόλις στο δεύτερο πρόγραμμα (ενοποίηση των αριθμών φορολογικού μητρώου, ανάπτυξη συστήματος πληροφορικής για τη διασύνδεση όλων των εφοριών, δημιουργία κεντρικού μητρώου τραπεζικών λογαριασμών) ή το τρίτο πρόγραμμα (π.χ. προώθηση και διευκόλυνση των ηλεκτρονικών πληρωμών, δημοσιοποίηση των ονομάτων οφειλετών φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης)».
Σε άλλο σημείο αναφέρεται πως «από συγκριτική αξιολόγηση με άλλα κράτη μέλη προκύπτει ότι, στην περίπτωση της Ελλάδας, θα μπορούσαν να είχαν εισαχθεί περισσότερο συγκεκριμένα μέτρα, π.χ. σύστημα διαχωρισμού των πληρωμών για πράξεις ΦΠΑ με δημόσιους οργανισμούς και εντατικότερη χρήση ηλεκτρονικών φορολογικών συσκευών».
6. Καθυστέρησε η μεταρρύθμιση της Δημόσιας Διοίκησης και η αξιολόγηση
«Σύμφωνα με την αξιολόγηση του πρώτου προγράμματος τον Ιούλιο του 2011, ύστερα από έναν πρώτο κύκλο 153 φορέων, οι περαιτέρω αξιολογήσεις έπρεπε να καλύψουν 1.500 δημόσιους φορείς, συμπεριλαμβανομένης συνολικής διαδικασίας συγκριτικής αξιολόγησης, παρότι δεν έχει αναληφθεί καμία ενέργεια συναφώς», σημειώνει η έκθεση.
Παράλληλα και σε ότι αφορά τη Διαχείριση ανθρώπινων πόρων και αποκομματικοποίηση αναφέρεται πως «τα σχετικά μέτρα (επιλογή διευθυντών και σύστημα αξιολόγησης των υπαλλήλων) θεσπίστηκαν καθυστερημένα (2013) στο δεύτερο πρόγραμμα και δεν εφαρμόστηκαν. Ο διορισμός των μεσαίων και ανώτερων διοικητικών στελεχών, συμπεριλαμβανομένων των γενικών γραμματέων υπουργείων και του προσωπικού των νομικών προσώπων δημόσιου και ιδιωτικού δικαίου, με μη κομματικά κριτήρια εισήχθη στο πλαίσιο του τρίτου προγράμματος».
Σε ότι αφορά δε το μισθολόγιο στο Δημόσιο «μόνο το δεύτερο πρόγραμμα εισήγαγε όρους για την καλύτερη αποτύπωση των προσόντων και των αρμοδιοτήτων, οι οποίοι, ωστόσο, δεν εφαρμόστηκαν. Το 2015 το τρίτο πρόγραμμα προέβλεπε νέα μεταρρύθμιση του ενιαίου μισθολογίου. Σκοπός της μεταρρύθμισης αυτής ήταν η τροποποίηση του μισθολογίου -με δημοσιονομικά ουδέτερο τρόπο- ώστε να αντικατοπτρίζονται καλύτερα οι δεξιότητες και οι αρμοδιότητες που συνεπάγονταν οι διάφορες θέσεις εργασίας».
7. «Ασφυξία» στα δικαστήρια με τον ν. Κατσέλη
«Το νομικό πλαίσιο για την αφερεγγυότητα των φυσικών προσώπων (σ.σ. νόμος Κατσέλη) είχε ως αποτέλεσμα να κατακλυστεί η δικαιοσύνη από περίπου 200.000 αιτήσεις νομικής προστασίας και να παρασχεθεί στους δανειολήπτες αναστολή πληρωμών λόγω της τεράστιας συσσώρευσης υποθέσεων, η εξέταση των οποίων αναμένεται να διαρκέσει έως και 15 χρόνια», τονίζει η έκθεση. «Το πρόβλημα επιδεινώθηκε λόγω της ανεπαρκούς παροχής καθοδήγησης στους δικαστές και των προβλημάτων σχεδιασμού που προηγήθηκαν του νόμου του 2015 (όρου του τρίτου προγράμματος), όπως η δυνατότητα μηδενικής ή ελάχιστης καταβολής από τους δανειολήπτες έως την εξέταση της υπόθεσής τους».
«Συνεπώς, το πλαίσιο δεν ήταν καλά στοχοθετημένο, καθώς μη επιλέξιμοι δανειολήπτες υπέβαλλαν ούτως ή άλλως αίτηση υπαγωγής τους στο καθεστώς αφερεγγυότητας, προκειμένου να αποφύγουν τυχόν εις βάρος τους ενέργειες των πιστωτών τους έως την εξέταση της υπόθεσής τους. Οι μη στοχοθετημένοι κανόνες για την αφερεγγυότητα των νοικοκυριών συνέβαλαν επίσης στην υπονόμευση της νοοτροπίας πληρωμών των δανειοληπτών. Η Τράπεζα της Ελλάδος και οι εγχώριες τράπεζες εκτιμούν ότι το ένα έκτο των επιχειρήσεων και τουλάχιστον το ένα τέταρτο των νοικοκυριών είναι στρατηγικοί κακοπληρωτές».