«Είναι γεγονός ότι ο εξωδικαστικός συμβιβασμός έχει δυσκολίες και αυστηρά κριτήρια ένταξης, αλλά αυτή τη στιγμή είναι το μόνο διαθέσιμο εργαλείο που έχουμε στα χέρια μας», γράφει σε άρθρο του ο επικεφαλής της ΕΣΕΕ.
«Η δεύτερη ευκαιρία είναι πάγιο αίτημα της ΕΣΕΕ και εάν δεν χαλαρώσουν τα κριτήρια ένταξης, αυτή η ευκαιρία δεν θα δοθεί ποτέ στις 400.000 πολύ μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις αλλά και τους ελεύθερους επαγγελματίες που βρίσκονται σε απόγνωση.
Μέχρι σήμερα παρά το ενδιαφέρον των επιχειρηματιών για υπαγωγή τους στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών και σύμφωνα με την Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, μόνο 240 επιχειρήσεις βρίσκονται ήδη προ των πυλών για την έναρξη της διαπραγμάτευσης, ενώ μόλις 700 βρίσκονται στο προτελευταίο στάδιο για την ολοκλήρωση της διαδικασίας, από τις 7.700 επιχειρήσεις που μπήκαν στην ηλεκτρονική πλατφόρμα του εξωδικαστικού μηχανισμού και συμπλήρωσαν τη φόρμα υποβάλλοντας και τα ερωτήματά τους», σημειώνει.
«Για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις και τον τρόπο που θα αντιμετωπίζονται, αναμένεται ότι μετά και τη σύμφωνη γνώμη των θεσμών, το αργότερο στις αρχές του επόμενου μήνα θα «τρέξει» μία αυτοματοποιημένη διαδικασία, στη βάση χρηματοοικονομικών δεικτών, την οποία τράπεζες και Δημόσιο θα μπορούν να αξιοποιήσουν για να καταλήξουν σύντομα σε λύσεις. Οι θέσεις της ΕΣΕΕ επί του Εξωδικαστικού Μηχανισμού Ρύθμισης οφειλών των επιχειρήσεων έχουν διατυπωθεί και αναλυθεί με απόλυτη ακρίβεια και σαφήνεια προς όλους τους αρμόδιους φορείς.
Ενδεικτικά σας αναφέρω πως ορισμένες από τις βασικές μας προτάσεις, οι οποίες θα διευκόλυναν ουσιαστικά τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, συνοψίζονται ως εξής:
➢ Η θέσπιση πιο ευέλικτων ημιαυτοποιημένων κριτηρίων, τα οποία θα απέδιδαν ιδιαίτερη βαρύτητα στο επιχειρηματικό πλάνο (business plan) και στην πρότερη συναλλακτική πρακτική των μικρότερων επιχειρήσεων.
➢ Η εφαρμογή on/off κριτηρίων αποκλείει πληθώρα ενδιαφερομένων, μη λαμβάνοντας υπόψη πληθώρα ποιοτικών στοιχείων της επιχείρησης όπως η μισθωτή απασχόληση, οι επενδύσεις κ.α.
➢ Δυστυχώς, απουσιάζει από το σχέδιο νόμου οποιαδήποτε αναφορά στην «εντός της κρίσης χρεωμένη επιχείρηση», με έτος αναφοράς το 2009 και μετά, καθώς εξαιτίας των μειωμένων τζίρων και των διαρκώς αυξανόμενων φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, η πλειονότητα των επιχειρήσεων και δη των μικρομεσαίων έχει περιέλθει σε δεινή θέση.
➢ Η διάρκεια ισχύος του Νόμου θα πρέπει να εκτείνονταν σε ένα χρονικό διάστημα τουλάχιστον 2 ετών (π.χ. τέλη 2019).
➢ Θα έπρεπε να είναι σε λειτουργία η διασύνδεση της ηλεκτρονικής πλατφόρμας με τη βάση δεδομένων όπου θα συλλέγονται τα στοιχεία των επιχειρήσεων, έτσι ώστε να απαλλαχθούν οι τελευταίες από χρονοβόρες και κοστοβόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες.
➢ Εξαιτίας της κατανομής της πλειονότητας των διαμεσολαβητών στα μεγάλα αστικά κέντρα, θα πρέπει να δοθεί μέριμνα και για τους υπόχρεους της περιφέρειας, μέσω αξιοποίησης της ήδη υφιστάμενης λίστας των διαπιστευμένων διαμεσολαβητών του ΥΔΔΑΔ.
Τέλος κανείς δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι, μία συμφωνία μεταξύ της τράπεζας και του οφειλέτη, που θα συνδέεται και με όλα τα άλλα χρέη στο Δημόσιο και στα Ασφαλιστικά Ταμεία, θα διευκόλυνε πολύ να επιβιώσουν οι υγιείς επιχειρήσεις κάθε μεγέθους και να απαλλαγούν από τα χρέη που τις έχουν καθηλώσει, αφού ως γνωστόν «η χειρότερη συμφωνία είναι η καλύτερη δικαστική απόφαση», καταλήγει.