Η μεταποιητική παραγωγή αυξήθηκε το πρώτο επτάμηνο του 2017 κατά 3,8% σε ετήσια βάση διατηρώντας τη δυναμική που είχε αποκτηθεί το περασμένο έτος (5,5% σε ετήσια βάση), επισημαίνει η Alpha Bank στην εβδομαδιαία ανάλυσή της.
Οπως σημειώνει, η ανωτέρω επίδοση στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων μεγάλου και μεσαίου μεγέθους, οι οποίες ενίσχυσαν την εξαγωγική τους δραστηριότητα.
Η αύξηση των εξαγωγών από την αρχή του 2017 επιβεβαιώνεται από την αυξητική πορεία του δείκτη κύκλου εργασιών στη μεταποίηση στην εξωτερική αγορά, η οποία είναι αισθητά ισχυρότερη της ανόδου των πωλήσεων στην εσωτερική αγορά.
Ειδικότερα, με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο δείκτης κύκλου εργασιών στη μεταποίηση στην εξωτερική αγορά, αυξήθηκε κατά 25,6% σε ετήσια βάση στο επτάμηνο του 2017, έναντι μεγάλης πτώσεως κατά 15% το αντίστοιχο διάστημα του 2016, ενώ ο αντίστοιχος δείκτης για την εσωτερική αγορά αυξήθηκε λιγότερο, κατά 9,6% (επτάμηνο 2016: -8,9%).
Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 2015, το 68,6% της συνολικής αξίας των εξαγωγών αγαθών πραγματοποιήθηκε από επιχειρήσεις του τομέα της βιομηχανίας, οι οποίες αποτελούν το 33,1% (5.865 επιχειρήσεις) του συνολικού αριθμού των επιχειρήσεων. Αντίστοιχα, από τον τομέα της μεταποιήσεως πραγματοποιείται το 66% της συνολικής αξίας των εξαγωγών αγαθών.
Ειδικότερα, το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών της ελληνικής μεταποιητικής βιομηχανίας αφορά στα πετρελαιοειδή κατά 38%, στα βασικά μέταλλα κατά 18% και στα τρόφιμα (συμπ. ποτά και καπνός) κατά 14%. Ειδικά όσον αφορά στα καύσιμα η αύξηση της τιμής τους από το τέλος του 2016, οδήγησε σε αύξηση της αξίας των εξαγωγών πετρελαιοειδών, σε ετήσια βάση, αυξάνοντας και το έλλειμμα του ισοζυγίου καυσίμων, καθώς η Ελλάδα είναι καθαρός εισαγωγέας πετρελαίου.
Ο δείκτης εξωστρέφειας
Ο δείκτης εξωστρέφειας των κλάδων της μεταποιητικής δραστηριότητας (ο λόγος των εξαγωγών προς την Ακαθάριστη Αξία Παραγωγής (ΑΑΠ) του κλάδου) αυξήθηκε από 29% το 2009 σε 33% το 2015. Το 2016 εκτιμάται ότι κινήθηκε σε ακόμη υψηλότερο επίπεδο λόγω της μερικής χαλαρώσεως των περιορισμών στην κίνηση των κεφαλαίων που ενίσχυσε σημαντικά την εξαγωγική δραστηριότητα.
Σε επίπεδο υποκλάδων της μεταποιήσεως, την καλύτερη εξαγωγική επίδοση είχε ο κλάδος της κλωστοϋφαντουργίας, ο οποίος μετά τη σημαντική συρρίκνωση που υπέστη από το 2005, κυρίως λόγω του ανταγωνισμού από τη Κίνα, κατάφερε να διοχετεύσει την παραγωγή του προς τις ξένες αγορές με διαφοροποιημένα προϊόντα και να ενισχύσει τον εξωστρεφή προσανατολισμό του.
Επίσης, η βιομηχανία καυσίμων ενισχύθηκε από την τεχνολογική αναβάθμιση που συντελέστηκε στον κλάδο και αύξησε το ποσοστό των εξαγωγών ως προς το παραγόμενο προϊόν (ΤτΕ, Έκθεση Διοικητή 2016).
Σημαντική εξαγωγική επίδοση εμφανίζουν και άλλοι κλάδοι της ελληνικής μεταποιητικής δραστηριότητας (βασικά μέταλλα, φάρμακα, χημικά, ηλεκτρονικοί υπολογιστές και καπνός).
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, η εξαγωγική επίδοση όλων των κλάδων αυξήθηκε την περίοδο της οικονομικής κρίσεως σημαντικά κατά 14 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με την προ κρίσεως περίοδο 2000-2009. Η αύξηση του λόγου των εξαγωγών προς την Ακαθάριστη Αξία Παραγωγής επηρεάστηκε τόσο από τη μείωση του παρανομαστή, δηλαδή της ΑΑΠ, όσο και από τον ισχυρό ρυθμό αυξήσεως των εξαγωγών.
Σημειώνεται ότι μετά το 2010, ο μέσος ετήσιος ρυθμός μείωσης της ΑΑΠ ήταν 1,8% και ο μέσος ετήσιος ρυθμός αυξήσεως των εξαγωγών ήταν 2,5%.
Στην ενίσχυση των εξαγωγών συνέβαλε καθοριστικά το γεγονός ότι μετά τη συρρίκνωση της εσωτερικής αγοράς, λόγω της πτώσεως της αγοραστικής δύναμης των ελληνικών νοικοκυριών, οι υγιείς ελληνικές επιχειρήσεις προσπάθησαν να αντισταθμίσουν τις απώλειες με στροφή προς τις αγορές του εξωτερικού.
Αρκετές από αυτές συνήψαν νέες συμφωνίες με διεθνείς οίκους (πχ. η καπνοβιομηχανία) και αξιοποίησαν σε σημαντικό βαθμό τα συγκριτικά πλεονεκτήματά τους αναβαθμίζοντας τεχνολογικά την παραγωγή τους (όπως η φαρμακοβιομηχανία με υψηλής εξειδικεύσεως παραγωγικές μονάδες και προσωπικό).
Η οικονομική κρίση οδήγησε στην αύξηση της εξαγωγικής δραστηριότητας σημαντικών κλάδων της οικονομίας, αλλά δεν φαίνεται ακόμη να έχει δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την ουσιαστική υποκατάσταση των εισαγωγών από εγχώρια παραγωγή. Υφίσταται ακόμη σημαντική εξάρτηση των κλάδων της μεταποιήσεως από εισαγόμενες πρώτες ύλες και ενδιάμεσα αγαθά σε βασικούς κλάδους όπως τα καύσιμα, τα φάρμακα, οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές καθώς και σε καταναλωτικά αγαθά. Έτσι αναμένεται να υπάρξει και περαιτέρω αύξηση των εισαγωγών καθώς ενισχύεται σταδιακά η οικονομική δραστηριότητα.
Μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής μεταποιήσεως
Η συμμετοχή του κλάδου της μεταποιήσεως στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία της ελληνικής οικονομίας έχει μειωθεί σημαντικά από 10,7% το 1995 σε 9,8% το 2016. Ο κλάδος παραμένει ωστόσο ένας από τους πυλώνες της ελληνικής οικονομίας με υψηλά μερίδια τόσο στην απασχόληση, όσο και στα φορολογικά έσοδα και τις εισφορές στην κοινωνική ασφάλιση.
Οι προοπτικές του κλάδου είναι υψηλές, καθώς υπάρχουν πολλά περιθώρια βελτιώσεως σε μια σειρά από πεδία που σήμερα υστερεί. Η ελληνική μεταποίηση χαρακτηρίζεται από χαμηλό μέσο μέγεθος μονάδων σε σχέση με τις Ευρωπαϊκές χώρες με αποτέλεσμα να αποδυναμώνεται η διεθνής ανταγωνιστικότητά του.
Συνεπώς τα περιθώρια αξιοποιήσεως των οικονομιών κλίμακας, καθώς επεκτείνεται η εξαγωγική δραστηριότητα, μπορούν να οδηγήσουν τον τομέα σε έναν ενάρετο κύκλο ενισχύσεως της αποδοτικότητας και περαιτέρω διεισδύσεως στις διεθνείς αγορές.
Παράλληλα, τα περιθώρια βελτιώσεως στα πεδία της έρευνας και ανάπτυξης, της αναβαθμίσεως των διεθνών δικτύων διανομής και των πολιτικών marketing είναι πολύ υψηλά.
Το κυριότερο εμπόδιο για τον κλάδο είναι οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές και η γραφειοκρατική δομή της ελληνικής κρατικής μηχανής. Τέλος, η αποτελεσματική διαχείριση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, πρώτον, θα αποκαταστήσει το θεμιτό και δίκαιο ανταγωνισμό για τις πραγματικά βιώσιμες επιχειρήσεις, και δεύτερον, θα τονώσει την προσφορά χρηματοδοτικών πόρων.