«Στις τρέχουσες συνθήκες της ελληνικής οικονομίας, επιταχυντής της αναπτυξιακής δυναμικής μπορεί να είναι μόνο μια μεγάλη ώθηση των επενδύσεων και των εξαγωγών», τονίζει ανάλυση της Eurobank, την οποία υπογράφουν ο Νικόλαος Καραμούζης, Πρόεδρος της Eurobank και Πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, ο Δρ. Πλάτων Μονοκρούσος, Group Chief Economist της Eurobank και ο Δρ. Τάσος Αναστασάτος, Αναπληρωτής Group Chief Economist της Eurobank.
Όπως τονίζεται, «δεν πρέπει να χαθεί για άλλη μια φορά μια μεγάλη ευκαιρία παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας».
Οι συγγραφείς σημειώνουν ότι η κινητοποίηση σημαντικών εγχώριων και ξένων χρηματοοικονομικών και παραγωγικών πόρων για επενδύσεις στην εγχώρια οικονομία αποτελεί βασική προϋπόθεση για την επίτευξη βιώσιμης και ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης. Εκτιμάται ότι η χώρα χρειάζεται γύρω στα €80 δισ. καθαρών επενδύσεων (μετά από αποσβέσεις και διακλαδικές μετακινήσεις) σε σταθερές τιμές 2010, μόνο και μόνο για να επιστρέψει στα επίπεδα του 2010.
Δεδομένης της ανεπάρκειας των εγχώριων αποταμιευτικών πόρων (καθαρή αποταμίευση έντονα αρνητική στα -€16,9 δισ., αρνητική διαφορά -€74,7 δισ. μεταξύ δανείων και καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες), το επενδυτικό έλλειμμα μπορεί να καλυφθεί σε μεγάλο βαθμό κυρίως με μεγάλης κλίμακας εισροές επενδύσεων και κεφαλαίων από το εξωτερικό.
Η μελέτη αυτή προσδιορίζει και αναλύει δεκαπέντε σημαντικούς παράγοντες που μπορεί να καταστήσουν την Ελλάδα ένα ελκυστικό επενδυτικό προορισμό, ιδιαίτερα για τις άμεσες ξένες επενδύσεις και άλλες εισροές ξένων κεφαλαίων. Ωστόσο, αναλύεται επίσης μια σειρά σημαντικών ζητημάτων τα οποία θα μπορούσαν να επιδράσουν βλαπτικά στο εγχώριο επενδυτικό και οικονομικό περιβάλλον.
Τρία χρήσιμα συμπεράσματα
Θα μπορούσε κανείς να αναφερθεί σε σειρά σημαντικών παραγόντων που δυνητικά εξηγούν το πρωτοφανές βάθος και τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης, από το μέγεθος των αρχικών μακροοικονομικών ανισορροπιών που έπρεπε να διορθωθούν, έως τα λάθη που έγιναν στον σχεδιασμό και στην υλοποίηση των προγραμμάτων προσαρμογής. Σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν τρία αναπόφευκτα συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν από την εμπειρία των τελευταίων ετών.
Πρώτον, οι ρίζες της κρίσης εντοπίζονται στο υπόδειγμα ανάπτυξης το οποίο ακολουθήθηκε την περίοδο πριν από την κρίση και μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ, το οποίο βασίστηκε κυρίως στην κατανάλωση (η ιδιωτική κατανάλωση προσέγγισε το 74% του ΑΕΠ το 2009, το υψηλότερο ποσοστό στην ευρωζώνη) και την επένδυση σε οικιστικά ακίνητα.
Δεύτερον, η χώρα δεν ανέλαβε πλήρως τη συνεπή υλοποίηση των συμφωνηθέντων με τους πιστωτές και την «ιδιοκτησία» των μεταρρυθμίσεων.
Τρίτον, είναι πλέον αδιαμφισβήτητο ότι μια διατηρήσιμη και ισχυρή οικονομική ανάκαμψη που δημιουργεί σταθερά θέσεις εργασίας και βασίζεται κυρίως στην ισχυρή ανάκαμψη των επενδύσεων και των εξαγωγών είναι η μόνη «θεραπεία» για την επούλωση των πληγών.
Το ζήτημα της αξιοπιστίας
Παρά την αξιοσημείωτη μακροοικονομική προσαρμογή και τον μεγάλο αριθμό διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που έχουν επιτελεσθεί έως σήμερα, σημαντικό παραμένει το έλλειμμα αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης στην εξασκούμενη οικονομική πολιτική και τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας, αναφέρει η έκθεση.
Συμπληρώνει δε ότι υπό την προϋπόθεση ανάληψης υψηλότερου βαθμού «ιδιοκτησίας» των εφαρμοζόμενων μεταρρυθμίσεων, μεγαλύτερης προσήλωσης στην προσπάθεια απαγκίστρωσης της οικονομίας από τις παθογένειες του παρελθόντος και υλοποίησης ενός πιο βιώσιμου και εξωστρεφούς προτύπου ανάπτυξης, με άνθιση των επενδύσεων και των εξαγωγών, υπάρχουν σημαντικοί λόγοι που ενισχύουν την άποψη ότι η Ελλάδα μετασχηματίζεται σταδιακά σε μια αναδυόμενη ευκαιρία για εγχώριους και ξένους επενδυτές, με μεσοπρόθεσμο επενδυτικό ορίζοντα.
Δεκαπέντε παράγοντες που καθιστούν την Ελλάδα ελκυστικό επενδυτικό προορισμό
Η μελέτη εντοπίζει και τεκμηριώνει έναν αριθμό σημαντικών μακροοικονομικών, διαρθρωτικών και στρατηγικών παραγόντων που καθιστούν σταδιακά την Ελλάδα έναν ελκυστικό προορισμό για ιδιωτικές και ξένες επενδύσεις.
1. Σταθερή, ειρηνική, δημοκρατική χώρα. Μοναδική γεωγραφική και γεωστρατηγική θέση, που καθιστά τη χώρα ένα σημαντικό σταυροδρόμι εμπορίου, μεταφορών και διανομής ενέργειας, συνδέοντας τη Μέση και την Άπω Ανατολή με την Κεντρική και Νότια Ευρώπη. Χώρα με μεγάλη ιστορική και πολιτισμική κληρονομιά, ήπιο μεσογειακό κλίμα, απαράμιλλη φυσική ομορφιά, μοναδική πανίδα και χλωρίδα, δημοκρατικό σύστημα και ανοικτή κοινωνία, θεσμική και πολιτειακή σταθερότητα που εγγυάται η συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και όλους τους σημαντικούς διεθνείς οργανισμούς και συμμαχίες (π.χ. ΝΑΤΟ, OΟΣΑ, OHE).
2. Αυξανόμενη πολιτική και κοινωνική συναίνεση υπέρ των μεταρρυθμίσεων (σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις, το 85% των πολιτών έχει θετική γνώμη για τις ιδιωτικές επενδύσεις και αρνητική για τη δημιουργία ζήτησης από το Δημόσιο) και της παραμονής της χώρας στη ζώνη του ευρώ (περίπου 65% σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις καθώς και η συντριπτική πλειοψηφία των βουλευτών του σημερινού κοινοβουλίου), εξελίξεις που μειώνουν σημαντικά τον πολιτικό κίνδυνο, καθώς την παραμονή στο ευρώ την υιοθετούν όλοι οι δυνητικοί συμμέτοχοι σε κυβερνητικά σχήματα.
3. Συναλλαγματική και νομισματική σταθερότητα που διασφαλίζεται από την πολιτική της ανεξάρτητης Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ECB). Ισχυρό και ενιαίο ευρωπαϊκό ρυθμιστικό πλαίσιο και εποπτεία από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) για τις αγορές και το τραπεζικό σύστημα, στο πλαίσιο της δημιουργίας της ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης και της ενιαίας αγοράς.
4. Μεσοπρόθεσμη μακροοικονομική και δημοσιονομική σταθερότητα, μέσω της εξάλειψης των προ κρίσης μακροοικονομικών ανισορροπιών και των δημοσιονομικών ελλειμάτων. Υποχρέωση για επίτευξη σημαντικών πρωτογενών πλεονασμάτων τα επόμενα χρόνια (3,5% του ΑΕΠ ετησίως για τα επόμενα πέντε χρόνια από το 2018 και μετά, και 2,2% ετησίως από το 2025 μέχρι το 2060), εξωτερικό ισοζύγιο σε ισορροπία, περιορισμός δαπάνης για τόκους δημοσίου χρέους στο 1/3 του επιπέδου του 2011. Διαμόρφωση ευρωπαϊκού πλαισίου ενίσχυσης της διαχρονικής δημοσιονομικής σταθερότητας και μακροοικονομικής ισορροπίας (Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, Δημοσιονομικό Σύμφωνο κ.λπ.). Ισχυρή δέσμευση των Ευρωπαίων εταίρων της χώρας για αποφασιστική αντιμετώπιση του ζητήματος της βιωσιμότητας του ελληνικού δημόσιου χρέους σε εύθετο χρόνο, ώστε να περιοριστεί η αβεβαιότητα.
5. Αυξανόμενα σημάδια σταθεροποίησης της εγχώριας οικονομίας και σταδιακής επιστροφής σε θετικούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης μετά από δεκαετή περίοδο ύφεσης, συνθήκες που δημιουργούν, ceteris paribus, αυξημένη ζήτηση για επενδύσεις, ιδίως σε διεθνώς εμπορεύσιμους τομείς.
6. Ανταγωνιστικό κόστος εργασίας: 18,5 ποσοστιαίες μονάδες βελτίωση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας βασισμένης στο κόστος εργασίας έναντι της ΕΕ15 την περίοδο 2010-2016, ονομαστικές αποδοχές περίπου στο μισό του μ.ο. της ΕΕ (ωστόσο, το μη μισθολογικό κόστος αυξήθηκε κατά την ίδια περίοδο).
7. Μεγάλη απομείωση στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων και κινητών και ακινήτων αξιών, που δημιουργούν ελκυστικές επενδυτικές ευκαιρίες στις αγορές και σε πληθώρα τομέων της εγχώριας οικονομίας: 42,2% μείωση τιμών οικιστικών ακινήτων μεταξύ 2008-2017, Γενικός Δείκτης ΧΑΑ περίπου στις 750 μονάδες σήμερα, από 5.300 τον Οκτώβριο του 2007, αποδόσεις 10ετών κυβερνητικών ομολόγων 2-7 φορές υψηλότερες από αυτές άλλων χωρών της ευρωπεριφέρειας, διαφορά μη διατηρήσιμη σε νομισματική και οικονομική ένωση.
8. Μεγάλο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων που προσφέρουν σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες σε κρίσιμους και στρατηγικούς τομείς της οικονομίας και σημαντικά έργα υποδομής σε εξέλιξη, που μετασχηματίζουν τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας. Επιπλέον, 16.000 χλμ. ακτογραμμών -εν πολλοίς αναξιοποίητα-, πάνω από 2.000 ακατοίκητα νησιά, 71.459 ακίνητα στην κατοχή της ΕΤΑΔ.
9. Επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, σε συνδυασμό με τον περιορισμό των αβεβαιοτήτων και την απαξίωση του υφιστάμενου κεφαλαιουχικού εξοπλισμού της χώρας, δημιουργεί ceteris paribus, υψηλές εκτιμώμενες αποδόσεις και προδιαθέτει για την ανάκαμψη των ιδιωτικών επενδύσεων και την προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων. Οι τελευταίες προϋποθέτουν πέρα από την ελκυστική σταθερότητα του θεσμικού, πολιτικού, οικονομικού, φορολογικού περιβάλλοντος, τη διαμόρφωση ενός σύγχρονου και αποτελεσματικού “One stop shop” για ξένες επενδύσεις με κατάλληλη στελέχωση, προϋπολογισμό και συμμετοχή του ιδιωτικού φορέα.
10. Βελτιούμενες συνθήκες στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα και τις χρηματοδοτικές δυνατότητες, παρά τη διατήρηση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων: δείκτης βασικών ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών στο 17%, από τους υψηλότερους στην ευρωζώνη, δέσμευση έναντι του SSM για μείωση του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) κατά €40 δισ. (-38% σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα) μέχρι το τέλος 2019, υπόλοιπο προβλέψεων € 53 δισ. για επισφαλείς απαιτήσεις, κάλυψη NPLs από προβλέψεις στο ικανοποιητικό 50%, επιστροφή τραπεζών σε οργανική κερδοφορία το 2016 και 2017, σημαντική μείωση έκθεσης στο Ευρωσύστημα στα €45,3 δισ. τον Αύγουστο 2017 από €126,6 δισ. τον Ιούνιο 2015, ανάκτηση πρόσβασης σε διατραπεζικό δανεισμό (€24 δισ.), επιστροφή καταθέσεων με αργούς ρυθμούς.
Επιπλέον, υφίσταται διαθεσιμότητα σημαντικών χρηματοοικονομικών πόρων από την Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω διαρθρωτικών ταμείων (€36 δισ. διαθέσιμα για την Ελλάδα για την περίοδο 2014-2020) και από άλλες πηγές του επίσημου ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού τομέα (π.χ. EIB, EIF, EBRD) για τη χρηματοδότηση επενδύσεων και άλλων παραγωγικών δραστηριοτήτων και βελτιούμενη πρόσβαση μεγάλων επιχειρήσεων στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου (20 εκδόσεις ομολόγων από 9 ελληνικές επιχειρήσεις αξίας €7,1 δισ. μεταξύ 2011/2016).
11. Μεγάλος αριθμός σημαντικών δράσεων έχουν ήδη εφαρμοστεί για την αντιμετώπιση θεσμικών και διαρθρωτικών υστερήσεων, με αποτέλεσμα τη βελτίωση 40 θέσεων στον δείκτη Doing Business της World Bank μεταξύ 2009-2014. Οι αγορές φαίνεται ότι υποτιμούν την πρόοδο που έχει συντελεστεί αναφορικά με το βαθμό προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας και τις επιπτώσεις αυτών των διαρθρωτικών και θεσμικών μεταρρυθμίσεων μεσοπρόθεσμα. Ως αποτέλεσμα, διατηρούν τα ασφάλιστρα κινδύνου σε υψηλά επίπεδα σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες του νότου, όπως η Πορτογαλία, παρά την παρόμοια μακροοικονομική προσαρμογή, εκτίμηση που δημιουργεί επενδυτικές ευκαιρίες.
12. Εξειδικευμένο και μορφωμένο εργατικό δυναμικό, 42,7% του ελληνικού πληθυσμού ηλικίας 30-34 έχουν ανώτατη ή ανώτερη εκπαίδευση, έναντι μέσου όρου Ευρωζώνης 37,6%. Ετησίως αποφοιτούν από τα ελληνικά πανεπιστήμια περίπου 33.000 πτυχιούχοι, 9.000 μεταπτυχιακοί και 1.200 διδάκτορες, σημαντικός αριθμός Ελλήνων πτυχιούχων και σε ξένα πανεπιστήμια.
13. Σημαντικό ύψος ίδιων και δανειακών κεφαλαίων που απαιτούνται για την αξιοποίηση των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών που μεταβιβάζονται, ή των επιχειρήσεων που αναδιαρθρώνονται στα πλαίσια της διαχείρισης των τραπεζικών επισφαλειών, συνολικού ύψους €100 δισ. περίπου.
14. Ελκυστικότητα εταιρικών συγχωνεύσεων και εξαγορών, μεταξύ άλλων λόγω του μικρού μεγέθους των ελληνικών επιχειρήσεων και της ανάγκης διεθνοποίησης και πρόσβασής τους στις διεθνείς αγορές, εξέλιξη που απαιτεί ικανοποιητικό μέγεθος για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας, της εξωστρέφειας και της δυναμικής τους ανάπτυξης.
15. Στη μετά κρίση εποχή αναδεικνύεται μια σειρά από δραστηριότητες με αναπτυξιακή και επενδυτική δυναμική, κυρίως σε διεθνώς εμπορεύσιμες δραστηριότητες. Στο πλαίσιο αυτό, η μελέτη αναλύει εν συντομία σειρά κλάδων της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας, για τους οποίους διαφαίνεται η ύπαρξη αξιοσημείωτων συγκριτικών πλεονεκτημάτων και ταυτόχρονα η δυνατότητα προσέλκυσης σημαντικού επενδυτικού ενδιαφέροντος. Ενδεικτικά στη μελέτη αναφέρουμε τους κλάδους: τουρισμός, ενέργεια, εξαγωγική βιομηχανία, αγροτική παραγωγή, χονδρικό εμπόριο, μεταφορές και logistics και ορυκτός πλούτος.
Εμπόδια και ευκαιρίες
Παρά τα προαναφερθέντα πλεονεκτήματα και τις δυνητικές ευκαιρίες που δημιουργεί το νέο οικονομικό περιβάλλον, ένας αριθμός χρονιζόντων εμποδίων και ακαμψιών εξακολουθούν να υπονομεύουν το επενδυτικό κλίμα, τονίζει η Eurobank. Οι σημαντικότεροι δέκα εξ αυτών σχετίζονται με τα ακόλουθα:
Αξιοπιστία και εμπιστοσύνη
Η απροθυμία μέρους του πολιτικού συστήματος να εξηγήσει την αναγκαιότητα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και να τις υιοθετήσει, καθώς και να υλοποιήσει τα συμφωνηθέντα με τους πιστωτές, οι κατά καιρούς λαϊκιστικές υποσχέσεις για λιγότερο επώδυνες λύσεις, η αρχικά μονομερής εστίαση στη δημοσιονομική προσαρμογή -ιδίως από την πλευρά των εσόδων- που καθυστέρησε να συνοδευτεί από μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, η υστέρηση στη συναινετική υιοθέτηση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου ελληνικής εμπνεύσεως και ιδιοκτησίας, όλα αυτά υπονόμευσαν σοβαρά την αξιοπιστία των προγραμμάτων προσαρμογής. Η βελτίωση της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής και της εμπιστοσύνης των αγορών, αποτελεί σημαντικό προαπαιτούμενο για την ταχεία επιστροφή της χώρας στην κανονικότητα και την ανάπτυξη. Το παράδειγμα της Πορτογαλίας είναι ενδεικτικό για τις δυνατότητες που έχουμε.
Κλίμα σκεπτικισμού για τις ιδιωτικές επενδύσεις
Στην Ελλάδα επικράτησε για σειρά δεκαετιών μία παράδοση πολιτικού και κοινωνικού σκεπτικισμού, αναφορικά με τις ιδιωτικές επιχειρηματικές πρωτοβουλίες και τις επενδύσεις. Τέτοιου είδους αντιλήψεις είναι πλέον σε φάση αποδρομής.
Υψηλοί φορολογικοί συντελεστές και ασταθές φορολογικό πλαίσιο
Οι φορολογικοί συντελεστές παραμένουν υψηλοί σε όλες τις κατηγορίες φορολογητέας ύλης, συνοδευόμενοι από σημαντικής έκτασης φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή και ένα φορολογικό σύστημα εγγενώς ασταθές (δεκάδες φορολογικοί νόμοι στη διάρκεια λίγων ετών με εκατοντάδες άρθρα, συχνά αλληλοαναιρούμενα, συλλογή φόρων κάτω από το 50% της εκτιμώμενης απόδοσης, 55% των πολιτών εξαιρούνται πλήρως της φορολογίας εισοδήματος επί του παρόντος). Χρειαζόμαστε ένα σταθερό και φιλικό φορολογικό περιβάλλον για τις παραγωγικές επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα.
Άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων
Η πλήρης άρση των εναπομεινάντων περιορισμών στις κινήσεις κεφαλαίων (capital controls), με προτεραιότητα τους περιορισμούς για τις επιχειρήσεις, θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη.
Φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον
Το κόστος εγκατάστασης/σύστασης και λειτουργίας εταιρειών παραμένει ακόμα υψηλό, ενδεικτικά: μία τυπική επιχείρηση εργάζεται 193 μέρες ετησίως μόνο για να πληρώσει φόρους και εισφορές, η σύσταση νέας εταιρίας χρειάζεται διαδικασίες διάρκειας 13 εργάσιμων ημερών, μία τυπική υπόθεση χρειάζεται 1.580 μέρες για να τελεσιδικήσει στα δικαστήρια. Παράλληλα, το μη μισθολογικό κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων όπως, ασφαλιστικές εισφορές, χρηματοοικονομικό κόστος, κόστος ενέργειας και φορολογικές επιβαρύνσεις, παραμένει υψηλό και αποτρεπτικό για τις επενδύσεις.
Εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης
Χρειάζεται μια γενναία μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης, με φιλικότητα προς το επιχειρείν και την εξυπηρέτηση του πολίτη. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρόσφατη μελέτη της παγκόσμιας τράπεζας για την ανταγωνιστικότητα για το 2016, κατατάσσει την Ελλάδα σε πολύ χαμηλό επίπεδο σε θέματα διοικητικής αποτελεσματικότητας και ποιότητας των θεσμών και κανονισμών.
Βιώσιμη αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους και υποχρέωση δημιουργίας μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων
Η βιώσιμη ρύθμιση του δημόσιου χρέους και η μείωση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα σε ρεαλιστικά για την οικονομία επίπεδα, κρίνονται απολύτως απαραίτητες για τη διαμόρφωση ευνοϊκότερου επενδυτικού κλίματος και την επιτάχυνση της αναπτυξιακής διαδικασίας.
Δυσμενής δημογραφική δυναμική
Τα δυσμενή δημογραφικά στοιχεία (ο πληθυσμός της Ελλάδας αναμένεται μεταξύ 8,3-10 εκατομμυρίων το 2050) και η διαρροή καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού στο εξωτερικό (brain drain) περιορίζουν τη δυνητική αναπτυξιακή προοπτική της οικονομίας (supply side effect).
Εμπόδια στις ξένες επενδύσεις
Σημαντικά ρυθμιστικά, φορολογικά, χωροταξικά και άλλα γραφειοκρατικά εμπόδια παραμένουν όσον αφορά την προσέλκυση επενδύσεων και ιδιαίτερα άμεσων ξένων επενδύσεων. Στο περιβάλλον αυτό, απαιτείται η άμεση κατάρτιση ολοκληρωμένου ελκυστικού πλαισίου, προσέλκυσης ξένων επενδύσεων με μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Χρειάζεται μια γιγάντια προσπάθεια και ολοκληρωμένο σχέδιο για να αυξηθούν οι ξένες επενδύσεις από το 1% του ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια, στο 8% του ΑΕΠ που είναι ο μέσος όρος στην Ευρώπη των 28.
Επιστροφή στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την κανονικότητα, στη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος και των κεφαλαιαγορών
Η ταχεία επιστροφή του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος σε συνθήκες λειτουργικής κανονικότητας, αποτελεί σημαντική προϋπόθεση για την ενίσχυση του ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Το ανωτέρω, θα συμβάλει στη βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας, στη μείωση των επιτοκίων και του κόστους δανεισμού επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, τον περιορισμό των μη εξυπηρετούμενων δανείων, και συνολικά θα καταστήσει τον τραπεζικό τομέα πόλο εμπιστοσύνης με δυνατότητα απρόσκοπτης χρηματοδότησης της οικονομίας και των επενδύσεων.