Μόνο πρόστιμα, προσαυξήσεις και τόκοι υπερημερίας θα μπορούν να διαγραφούν στις περιπτώσεις των οφειλετών από 20.000 έως 50.000 ευρώ και οι οποίοι θα αναζητήσουν την αναδιάρθρωση των χρεών τους μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού. Σ' αυτό φέρεται να καταλήγουν κυβέρνηση, τράπεζες και δανειστές, αναφορικά με τις περιπτώσεις που θα εμπίπτουν στην «αυτοματοποιημένη» διαδικασία.
Δεν είναι, όμως, μόνο η αποφυγή διαγραφής κύριας οφειλής που ενδεχομένως θα απογοητεύσει αρκετούς που προσδοκούσαν μια εύκολη διαδικασία, αλλά και τα αυστηρότερα κριτήρια που θα ισχύσουν για την απόδειξη της βιωσιμότητας.
Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, για να κριθεί ένας οφειλέτης βιώσιμος και να υπαχθεί στην αυτοματοποιημένη διαδικασία, θα πρέπει να έχει θετικά EBITDA το δημοσιονομικό έτος πριν από την αίτηση ή θετικά EBITDA τα δύο δημοσιονομικά έτη κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων ετών πριν από την αίτηση. Παράλληλα, ο λόγος ανάμεσα στο ύψος του χρέους (σ.σ. όχι κύρια οφειλή) που θα διαγραφεί και τα EBITDA του προηγούμενου έτους ή του μέσου όρου των δύο θετικών ετών δεν πρέπει να υπερβαίνει το 15.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι για τις υπόλοιπες επιχειρήσεις, δηλαδή αυτές με οφειλές άνω των 50.000 ευρώ, για την απόδειξη βιωσιμότητας αρκούν τα θετικά EBITDA για μία από τελευταίες χρήσεις πριν την υποβολή της αίτησης.
Πρόκειται σαφώς για δύσκολα κριτήρια, τα οποία τέθηκαν προκειμένου να αποφευχθεί μία αθρόα προσφυγή οφειλετών που δεν είναι βιώσιμοι στο νόμο, αλλά και να αποτραπεί μία ενδεχόμενη κατάχρηση του πλαισίου από στρατηγικούς κακοπληρωτές. Μάλιστα για να αποφευχθεί αυτό, πέραν της κατάθεσης του περιουσιολογίου που προβλέπει ο νόμος, η αυτοματοποιημένη διαδικασία - τυποποιημένη πρόταση λύσης δεν θα προσφέρεται σε οφειλέτες όπου η αξία της ακίνητης περιουσίας τους υπερβαίνει κατά 25 φορές την αξία του υπό αναδιάρθρωση χρέους. Σ' αυτές τις περιπτώσεις, θα ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται για τις μεγάλες επιχειρήσεις και θα τις εποπτεύει συντονιστής.
Σύμφωνα με το σχέδιο που επεξεργάζονται τα τεχνικά κλιμάκια, η πρόταση του οφειλέτη καθώς και οποιεσδήποτε αντιπροτάσεις για τον διακανονισμό των χρεών από τους πιστωτές που προέκυψαν από μια τυποποιημένη μέθοδο θα περιλαμβάνει τη διαγραφή μόνο των ποσών που αναφέρονται στην περίπτωση δ) της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του νόμου 4469/2017.
Δηλαδή, εάν από τη ρύθμιση της σύμβασης, ο πιστωτής δεν έρχεται σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτήν στην οποία θα βρισκόταν σε περίπτωση ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, επιτρέπεται η διαγραφή του συνόλου των τόκων υπερημερίας των πιστωτών του ιδιωτικού τομέα και ποσοστό 95% των απαιτήσεων του δημοσίου από πρόστιμα που έχουν επιβληθεί από τη φορολογική διοίκηση και ποσοστό 85% των απαιτήσεων του δημοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης από προσαυξήσεις ή τόκους εκπρόθεσμης καταβολής. Εκτός από τα προαναφερθέντα, δεν θα γίνεται καμία άλλη διαγραφή στο βασικό τμήμα της οφειλής.
Την ίδια στιγμή, η μηνιαία δόση δεν μπορεί να είναι χαμηλότερη από 50 ευρώ ανά πιστωτή, ενώ ο αριθμός των μηνιαίων δόσεων στην περίπτωση των θεσμικών πιστωτών (των τραπεζών, του δημοσίου και των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης) δεν μπορεί να υπερβαίνει το ανώτατο όριο των 120.
Για τους υπόλοιπους πιστωτές, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ανώτατο όριο των 24 δόσεων, ενώ κατ' εξαίρεση, στην περίπτωση χρεών από συμβόλαια για την προσφορά εργασίας, ανεξάρτητα από τον τύπο του συμβολαίου, οι προτεινόμενες δόσεις δεν μπορούν να είναι πάνω από έξι.
Όσον αφορά στις τράπεζες και στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, το επιτόκιο που θα χρεώνεται για την αποπληρωμή του χρέους σε δόσεις δεν μπορεί να υπερβαίνει το 3μηνο επιτόκιο Euribor, συν ενός περιθωρίου 5%, συν τη συνεισφορά 0,60% με βάση τον νόμο 128/1975. Εναλλακτικά, θα δίνεται η δυνατότητα να αποπληρώνεται η οφειλή σε 12 άτοκες δόσεις.