Μεγαλύτερες παρατάσεις χάριτος για τα δάνεια που έχει λάβει η Ελλάδα από τον EFSF, «πάγωμα» των τόκων αλλά και έναν αυτόματο μηχανισμό που θα συνδέει τις αποπληρωμές χρέους με την ανάπτυξη, είναι η «συνταγή» του ΔΝΤ για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, το οποίο παραμένει για το Ταμείο «εξαιρετικά μη βιώσιμο».
Το χρέος, σύμφωνα με το βασικό σενάριο, αναμένεται να υποχωρήσει στο 160% του ΑΕΠ έως το 2022 από 176% που είναι σήμερα. Ενώ οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες θα κινηθούν υψηλότερα του ορίου του 15% του ΑΕΠ μέχρι το 2028, για να αυξηθούν στο 20% έως το 2030, φθάνοντας περίπου στο 45% του ΑΕΠ έως το 2060. Το χρέος προβλέπεται να μειωθεί σταδιακά στο 150% του ΑΕΠ έως το 2030 και να σημειώσει στη συνέχεια εκρηκτική αύξηση, φθάνοντας το 195% του ΑΕΠ μέχρι το 2060.
Στην έκθεση επαναλαμβάνεται ότι οι αποφάσεις που ελήφθησαν στα Eurogroup τον Μάιο 2016 και τον Ιούνιο 2017 για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους δεν επαρκούν και χρειάζονται πρόσθετες παρεμβάσεις για να καταστεί βιώσιμο.
Αυτές θα μπορούσαν να είναι, για παράδειγμα, περαιτέρω επέκταση της περιόδου χάριτος, της ωρίμανσης και μείωση των επιτοκίων στα ευρωπαϊκά δάνεια. Ενας αυτόματος μηχανισμός που θα συνέδεε τις πληρωμές χρέους με την ανάπτυξη, για να αναπροσαρμόζει την ελάφρυνση εάν τα μεγέθη είναι καλύτερα ή χειρότερα του αναμενόμενου – σε σχέση με ένα ρεαλιστικό σενάριο βάσης- θα μπορούσε να ενισχύσει τη στήριξη για ελάφρυνση χρέους χωρίς να πλήττει τη βιωσιμότητά του, αναφέρει.
Η ανάλυση αυτή του ΔΝΤ δεν διαφέρει από την έκθεση του Φεβρουαρίου, κάτι που σημαίνει ότι το ΔΝΤ διατηρεί την ασφυκτική πίεση προς την Ευρώπη και ειδικότερα προς το Βερολίνο, που αντιδρά για την εφαρμογή των μεσοπρόθεσμών μέτρων ελάφρυνσης.
Οι τράπεζες
Το Ταμείο τονίζει ότι θα πρέπει να υπάρχει ένα «μαξιλάρι» ρευστότητας για ενδεχόμενη νέα ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, λόγω του μεγάλου ρίσκου που προκύπτει από τα κόκκινα δάνεια, το χρέος και τις υψηλές ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες του δημοσίου.
Οπως αναφέρει η έκθεση βιωσιμότητας χρέους, το υπερβολικά υψηλό επίπεδο NPLs και η χαμηλή ποιότητα των τραπεζικών κεφαλαίων αποτελούν μεγάλες δυνητικές υποχρεώσεις για το κράτος, θέτοντας σοβαρό κίνδυνο για την ανάλυση βιωσιμότητας χρέους του δημόσιου τομέα. Τα στελέχη του ΔΝΤ έχουν υπολογίσει ένα απόθεμα της τάξης των 10 δισ. ευρώ για να καλυφθούν πιθανές επιπρόσθετες ανάγκες στήριξης των τραπεζών, όμως και αυτό το ποσό ίσως δεν είναι αρκετό.
Συνεπώς, τονίζει τη σημασία μιας αναλυτικής αξιολόγησης του τραπεζικού κλάδου πολύ πριν τη λήξη του προγράμματος, με ανάλυση ποιότητας ενεργητικού και νέο stress test, κάτι που το Ταμείο χαρακτηρίζει κρίσιμο για να εκτιμηθούν οι επιπτώσεις για τη βιωσιμότητα του χρέους.
Εάν οι ασκήσεις αυτές διαγνώσουν κεφαλαιακές ανάγκες, θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν τα κεφάλαια που προβλέπονται στο πρόγραμμα του ESM για να διασφαλίσουν τη σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος πριν το τέλος του προγράμματος.
Βασικός στόχος της πρώτης αξιολόγησης του προγράμματος θα είναι η εξέταση της στρατηγικής των εποπτικών αρχών για τη διαχείριση των κόκκινων δανείων και η διασφάλιση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος.
«Ναι» στο πρόγραμμα, περιμένουμε τα μέτρα
Την έγκρισή του σε μια επί της αρχής προληπτική Συμφωνία (Stand-By Arrangement) για ποσό ύψους 1,6 δισ. ευρώ για την Ελλάδα, έδωσε το Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ, όπως αναφέρει το Ταμείο σε ανακοίνωσή του.
Το πρόγραμα εγκρίθηκε ομόφωνα από τους 24 εκτελεστικούς διευθυντές του ΔΝΤ. Η συνεδρίαση του Ταμείου διήρκησε περίπου τρεις ώρες και ολοκληρώθηκε λίγο πριν τη 1:00 τα ξημερώματα.
Οπως αναφέρει το ΔΝΤ, η συμφωνία, που στηρίζει το πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής έχει εγκριθεί επί της αρχής, κάτι που σημαίνει ότι θα καταστεί ενεργή μόνο όταν το ΔΝΤ θα λάβει συγκεκριμένες και αξιόπιστες διασφαλίσεις ότι το ελληνικό πρόγραμμα παραμένει σε τροχιά.
Θα χρειαστεί δεύτερη απόφαση του Εκτελεστικού Συμβουλίου για να καταστεί ενεργή η συμφωνία, η οποία ολοκληρώνεται στις 31 Αυγούστου του 2018, λίγο μετά τη λήξη του προγράμματος του ESM.
Μετά τη συζήτηση στο Συμβούλιο του ΔΝΤ, η Κριστίν Λαγκάρντ δήλωσε:
«Καλωσορίζω το νέο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής της Ελλάδας, το οποίο επικεντρώνεται σε πολιτικές που θα βοηθήσουν στην αποκατάσταση της μεσοπρόθεσμης μακροοικονομικής σταθερότητας και ανάπτυξης και στηρίζει τις προσπάθειες των ελληνικών αρχών να επιστρέψουν σε χρηματοδότηση από τις αγορές σε διατηρήσιμη βάση. Το πρόγραμμα παρέχει περιθώρια για να κινητοποιηθεί η στήριξη για τις βαθύτερες δομικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η Ελλάδα για να ευημερήσει εντός της ευρωζώνης, αλλά και ένα πλαίσιο για τους ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδας ώστε να παράσχουν πρόσθετη ελάφρυνση χρέους ώστε να αποκατασταθεί η βιωσιμότητά του.
Τα πρόσφατα μέτρα που υιοθέτησε η Ελλάδα για τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και τη μεταρρύθμιση στις συνταξιοδοτικές δαπάνες είναι κρίσιμα για να μετακινηθεί ο προϋπολογισμός προς πιο φιλικές για την ανάπτυξη πολιτικές. Σε μεσοπρόθεσμη βάση αυτό θα βοηθήσει να επιτευχθούν οι φιλόδοξοι στόχοι πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 3,5% του ΑΕΠ. Ωστόσο, ο στόχος αυτός θα πρέπει να μειωθεί σε πιο διατηρήσιμα επίπεδα του 1,5% του ΑΕΠ το συντομότερο δυνατόν, ώστε να υπάρξει δημοσιονομικό περιθώριο για καλύτερα στοχευμένη κοινωνική πρόνοια, αύξηση των δημόσιων επενδύσεων και μείωση των φορολογικών συντελεστών για να στηριχθεί η ανάπτυξη. Η προστασία των ευάλωτων ομάδων, ενώ η χώρα παραμένει δημοσιονομικά ισχυρή, είναι το κλειδί για να διατηρηθεί η βιωσιμότητα και η δικαιοσύνη στην ελληνική δημοσιονομική προσπάθεια.
Η αποκατάσταση του χρηματοοικονομικού τομέα είναι κρίσιμη για την αύξηση των δανείων και την στήριξη της ανάπτυξης. Το νέο πρόγραμμα θα στηρίξει τις προσπάθειες της Ελλάδας να μειώσει τα ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα κόκκινων δανείων, ενισχύοντας το νομοθετικό πλαίσιο στις αναδιαρθρώσεις δανείων. Επιπλέον, για να διασφαλιστεί η κατάσταση των τραπεζών και να στηριχθεί η άμεση χαλάρωση των capital controls, οι εποπτικές αρχές θα έπρεπε να προχωρήσουν σε πρόσθετα βήματα, μεταξύ των οποίων και ένας νέος έλεγχος ποιότητας ενεργητικού και stress test, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι τράπεζες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες πριν το τέλος του προγράμματος.
Παρά την πρόοδο στο μέτωπο των δομικών μεταρρυθμίσεων, βασική πρόκληση για την Ελλάδα παραμένει η απελευθέρωση από τους περιορισμούς που επιβαρύνουν το επενδυτικό κλίμα. Ως εκ τούτου, οι αρχές θα πρέπει να επανεξετάσουν τα σχέδιά τους να αντιστρέψουν κρίσιμες μεταρρυθμίσεις στις συλλογικές διαπραγματεύσεις μετά το τέλος του προγράμματος, και αντ’ αυτού, να επικεντρωθούν στο να διπλασιάσουν τις προσπάθειές τους για να ανοίξουν κλειστές αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, ώστε να αυξήσουν τις επενδύσεις και να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας. Επίσης, θα πρέπει να διπλασιάσουν τις προσπάθειες για να προστατεύσουν την αξιοπιστία της στατιστικής υπηρεσίας και να εγγυηθούν την ανεξαρτησία της.
Όπως έχουμε πει πολλές φορές, ακόμη και με πλήρη υλοποίηση του προγράμματος, η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να αποκαταστήσει τη βιωσιμότητα του χρέους και χρειάζεται πρόσθετη ελάφρυνση χρέους από τους ευρωπαίους εταίρους της. Περιμένω ότι θα συμφωνηθεί σύντομα μεταξύ της Ελλάδας και των ευρωπαίων εταίρων ένα σχέδιο που θα αποκαθιστά τη βιωσιμότητα του χρέους. Η ενεργοποίηση της επί της αρχής συμφωνίας εξαρτάται από αυτή την παράμετρο για την ελάφρυνση του χρέους, όπως και από την υλοποίηση του προγράμματος.
Πρόσφατες οικονομικές εξελίξεις
Το ΑΕΠ κινήθηκε σταθεροποιητικά τα τελευταία τρία έτη. Η οικονομία σταθεροποιήθηκε μετά την κρίση εμπιστοσύνης το 2015 αλλά η οικονομική αβεβαιότητα περιόρισε την πρόσβαση στη ρευστότητα, ενώ τα capital controls απομακρύνουν τις επενδύσεις.
Η ανάπτυξη σημείωσε μια μέτρια ανάκαμψη το πρώτο τρίμηνο του 2017, λαμβάνοντας στήριξη από την ισχυρή κατανάλωση και την ενίσχυση των αποθεμάτων. Η αγορά εργασίας ανακάμπτει σταδιακά, κυρίως λόγω της αύξησης της μερικής απασχόλησης. Η φτώχεια και οι ανισότητες είναι από τις υψηλότερες στην ευρωζώνη.
Το πρωτογενές αποτέλεσμα ήταν πλεονασματικό τα τελευταία δυο έτη, στηριζόμενο στη συνεχή δημοσιονομική ενοποίηση. Το 2016 το πλεόνασμα υπερέβη το στόχο των αρχών κατά ένα μεγάλο περιθώριο, λόγω πιέσεων στις δαπάνες προϋπολογισμού, καλύτερων αποτελεσμάτων από κέρδη και μισθούς αλλά και εξαιτίας εκτάκτων παραγόντων.
Φέτος, το σωρευτικό πλεόνασμα μέχρι το Μάιο είναι χαμηλότερο από το 2016 εξαιτίας χαμηλότερων φορολογικών εσόδων και επενδύσεων από την ΕΕ.
Το πρόγραμμα
Το πρόγραμμα των ελληνικών αρχών είναι στενά εστιασμένο σε πολιτικές που θα ενισχύσουν την μακροοικονομική σταθερότητα μεσοπρόθεσμα, διευκολύνοντας την πρόσβαση στις αγορές. Επιδιώκει έτσι να υπάρξει περιθώριο για την κινητοποίηση ευρύτερης πολιτικής στήριξης που απαιτείται για την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που χρειάζεται η Ελλάδα, ώστε να φιλελευθεροποιήσει την οικονομία της και να ευημερήσει μακροπρόθεσμα στους κόλπους της ευρωπαϊκής οικογένειας.
Το πρόγραμμα θα παράσχει ένα πλαίσιο στους ευρωπαίους εταίρους για να εφαρμόσουν μια ελάφρυνση χρέους ώστε να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα του χρέους.
Δημοσιονομική πολιτική
Το πρόγραμμα εστιάζει στη στροφή του προϋπολογισμού σε περισσότερες φιλικές προς την ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή πολιτικές. Ένα πακέτο μεταρρυθμίσεων στη φορολογία και τις συντάξεις-με στόχο να περικόψει τις γενναιόδωρες φορολογικές εξαιρέσεις για τη μεσαία τάξη και τις υψηλές δαπάνες για συντάξεις- έχει ήδη ψηφιστεί και θα εφαρμοστεί.
Αυτά τα μέτρα θα στηρίξουν το φιλόδοξο στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ για την περίοδο 2019-2022.
Μετά το 2022 ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να μειωθεί-το ύψος μένει να συμφωνηθεί ανάλογα με τις συζητήσεις για το χρέος-ώστε το δημοσιονομικό «περίσσευμα» που θα προκύψει θα χρησιμοποιηθεί για κοινωνικούς σκοπούς, για την ενίσχυση των δημοσίων επενδύσεων αλλά και τη μείωση των φόρων, ώστε να ενισχυθεί η απασχόληση και η ανεργία.
Χρηματοοικονομικές μεταρρυθμίσεις
Η στρατηγική στον χρηματοπιστωτικό τομέα εστιάζει στην αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων μέσω της ενίσχυσης και εφαρμογής του νομικού πλαισίου για την αναδιάρθρωση δανείων. Οι αρχές έχουν δεσμευθεί για την σταδιακή και συνετή χαλάρωση των κεφαλαιακών ελέγχων, διαφυλάττοντας παράλληλα την χρηματοοικονομική σταθερότητα.
Δομικές μεταρρυθμίσεις
Μαζί με την διαφύλαξη των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας το πρόγραμμα στηρίζει την αναθεώρηση των ομαδικών απολύσεων αλλά και βήματα για περαιτέρω μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύουν τον ανταγωνισμό και θα φιλελευθεροποιούν κλειστά επαγγέλματα και το εμπόριο τις Κυριακές.
Ανακούφιση χρέους
Το χρέος της Ελλάδας παραμένει μη βιώσιμο. Περαιτέρω συζητήσεις χρειάζονται ώστε να υπάρξει σύγκλιση σε μια στρατηγική που θα βασίζεται σε ρεαλιστικές υποθέσεις για την ανακούφιση χρέους ώστε να αποκατασταθεί η βιωσιμότητά του.
Προοπτικές ανάπτυξης
Υπό την προϋπόθεση της πλήρους εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων, το ΑΕΠ αναμένεται να ανακάμψει ισχυρά μεσοπρόθεσμα. Προβλέπεται να ενισχυθεί με ρυθμό έως 2,1% φέτος και 2,6% το 2018, αντλώντας στήριξη από την ιδιωτική κατανάλωση, την αύξηση των επενδύσεων που θα ενισχυθούν από κεφάλαια της ΕΕ αλλά και την βελτιωμένη εμπιστοσύνη. Μακροπρόθεσμα η ανάπτυξη αναμένεται να συγκλίνει στο σταθερό ρυθμό του 1%, οδηγούμενη από τα αποτελέσματα των δομικών μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται, ώστε να ξεπεραστούν οι αρνητικές επιπτώσεις από τη γήρανση του πληθυσμού.
Μικρότερο πρωτογενές πλεόνασμα το 2018 προβλέπει η Βελκουλέσκου
Μικρότερο πρωτογενές πλεόνασμα στον προϋπολογισμό του 2018 προβλέπει η επικεφαλής του ΔΝΤ για την Ελλάδα, Ντέλια Βελκουλέσκου.
Στη διάρκεια τηλεδιάσκεψης τις πρώτες πρωινές ώρες σήμερα, ερωτηθείσα για το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος το 2018, «χαμήλωσε τον πήχη» στο 2,2% του ΑΕΠ, όταν ο στόχος του προγράμματος είναι 3,5% του ΑΕΠ, δείχνοντας πως το Ταμείο θεωρεί πως θα υπάρξει απόκλιση.
Για το ζήτημα του χρέους, επανέλαβε ότι παραμένει μη βιώσιμο. Συμπλήρωσε δε ότι μια στρατηγική μείωσης του χρέους που βασίζεται στη διατήρηση πρωτοφανών πρωτογενών πλεονασμάτων ή υψηλών ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ για παρατεταμένες χρονικές περιόδους δεν είναι αξιόπιστη, ακόμη και με πλήρη εφαρμογή των προγραμματισμένων πολιτικών.
Η ίδια εκτίμησε πως μια συμφωνία για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους θα επιτευχθεί σύντομα και πως η πλήρης και έγκαιρη υλοποίηση του προγράμματος αναμένεται να στηρίξει την εμπιστοσύνη και να διευκολύνει την αποκατάσταση της πρόσβασης της χώρας στις αγορές, επιτρέποντας την άρση των capital controls πριν από το τέλος του προγράμματος.
Σε σχέση με την αλλαγή που επέφερε στο «ταβάνι» του χρέους το ΔΝΤ, μεταθέτοντας ως σημείο αναφοράς το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης έναντι του χρέους της γενικής κυβέρνησης, η κ. Βελκουλέσκου ξεκαθάρισε πως αυτό δεν έγινε μονομερώς αλλά σε συμφωνία με την ελληνική κυβέρνηση. «Συμφωνήθηκε με τις ελληνικές αρχές».
Ερωτηθείσα για το εάν η «κατ' αρχήν» έγκριση θα έχει διορία, δηλαδή αν θα δοθεί προθεσμία στους Ευρωπαίους για να λάβουν τις αποφάσεις μείωσης του χρέους, είπε πως δεν αποφασίσθηκε κάτι τέτοιο, για να αποφευχθούν προσδοκίες που θα προκαλούσαν διαταραχές στις αγορές.
Η παρέμβαση του Ελληνα αντιπροσώπου
Σε παρέμβαση του για το θέμα αυτό ο αντιπρόσωπος της Ελλάδας στο ΔΝΤ Μιχάλης Ψαλιδόπουλος στην επιστολή του αναφέρει για το χρέος ότι «οι ελληνικές αρχές σημειώνουν ότι οι επικαιροποιημένες εκτιμήσεις βιωσιμότητας του ΔΝΤ παραμένουν συντηρητικές και πιο κοντά σε ένα αρνητικό σενάριο.
«Οι ελληνικές αρχές πιστεύουν ότι η ανάλυση δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη τις επιπτώσεις των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για άλλες επενδυτικές πρωτοβουλίες, τα μελλοντικά επιτόκια της αγοράς και τα συμφωνημένα δημοσιονομικά πλεονάσματα».
Προσθέτει ότι με βάση τη συμφωνία του Eurogroup της 15ης Ιουνίου 2017 και με στόχο να παρασχεθεί πρόσθετη σαφήνεια σχετικά με το χρέος και την βιωσιμότητά του, οι ελληνικές αρχές προσβλέπουν σε ένα μηχανισμό που θα συνδέει την ελάφρυνση του χρέους με μέτρα για την ανάπτυξη συνοδευόμενο από πρόσθετη ελάφρυνση του χρέους την οποία θα λάβει η ΕΕ αν κριθεί αυτό αναγκαίο μετά από μία επικαιροποιημένη έκθεση βιωσιμότητας.
Εθναρρυντική απόφαση λέει ο επικεφαλής του ESM
Σχολιάζοντας την απόφαση του ΔΝΤ, ο επικεφαλής του ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ, δήλωσε τα εξής:
«Ενθαρρύνομαι που το Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ έχει τώρα εγκρίνει επί της αρχής μια Προληπτική Συμφωνία Stant-By για την Ελλάδα. Οι κοινοί όροι (conditionality) μεταξύ των προγραμμάτων του ΔΝΤ και του ESM διασφαλίζουν πλήρη ευθυγράμμιση στο πακέτο πολιτικής για την Ελλάδα. Αυτό θα επιτρέψει στην Ελλάδα να ολοκληρώσει επιτυχώς τις μεταρρυθμίσεις που προβλέπονται μέχρι το τέλος των προγραμμάτων του ESM και του ΔΝΤ τον Αύγουστο του 2018, για να ανοικοδομηθεί μια ανταγωνιστική οικονομία και να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη των αγορών».