Τρεις ενεργούς κινδύνους σε βάθος χρόνου αναδεικνύουν οι προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, αναφορικά με την πορεία των πρωτογενών πλεονασμάτων. Αν το Ταμείο πέσει μέσα στις προβλέψεις του, τα επόμενα χρόνια μπορεί να αποδειχθούν πολύ πιο δύσκολα από την εικόνα που επιχειρεί να σκιαγραφήσει η κυβέρνηση, με βάση το προσύμφωνο της Μάλτας.
Το ΔΝΤ, μέσω της έκθεσης Fiscal Monitor, εκτιμά ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα είναι εντός των στόχων του προγράμματος για φέτος και συγκεκριμένα θα διαμορφωθεί σε 1,8% του ΑΕΠ, όταν το Μνημόνιο απαιτεί 1,75% του ΑΕΠ.
Τα ζόρια αρχίζουν από το 2018 και φτάνουν τουλάχιστον έως το 2022. Το 2018, το ΔΝΤ προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 2%, όταν το Μνημόνιο απαιτεί 3,5%, και ακόμα χειρότερα από το 2019 έως και το 2022 το Ταμείο εκτιμά ότι το πρωτογενές αποτέλεσμα θα είναι κολλημένο σε ετήσια βάση στο 1,5% του ΑΕΠ.
Με βάση αυτές τις προβλέψεις -εφόσον επιβεβαιωθούν και δεν αλλάξουν οι στόχοι για πρωτογενές πλεόνασμα-, οι μελλοντικοί κίνδυνοι ενδέχεται να πάρουν τη μορφή απαίτησης:
1. Νέων πρόσθετων μέτρων ακόμα και για το 2018,
2. Ενεργοποίησης του συνόλου των συμφωνηθέντων μέτρων 2% του ΑΕΠ (1% από συντάξεις το 2019 και 1% από αφορολόγητο το 2020 λέει η συμφωνία, με την αίρεση της συνολικής ενεργοποίησής τους από το 2019 αν δεν βγαίνουν τα νούμερα) από την 1η Ιανουαρίου 2019 και
3. Απενεργοποίησης των αντίμετρων για τα οποία η κυβέρνηση έχει εξασφαλίσει το πράσινο φως της άμεσης ψήφισής τους μαζί με τα μέτρα.
Πηγή από την Ουάσινγκτον απαντά στην ερώτηση αναφορικά με το ενδεχόμενο το ΔΝΤ να ζητήσει πρόσθετα μέτρα για το 2018 ότι δεν υπάρχει τέτοιο θέμα επί του παρόντος. Παράλληλα, ο Vitor Gaspar μιλώντας στην παρουσίαση της έκθεσης υποστήριξε ότι μέρος της υπεραπόδοσης οφείλεται σε προσωρινούς παράγοντες και ότι η προτίμηση του Ταμείου είναι για μεσοπρόθεσμους στόχους πλεονασμάτων 1,5% του ΑΕΠ, κάτι που απαιτεί αναδιάρθρωση χρέους.
Η εκτίμηση πάντως περί «προσωρινών παραγόντων» που οδήγησαν στο υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα του 2016 οδήγησε στην αντίδραση του γ.γ. Δημοσιονομικής Πολιτικής Φρ. Κουτεντάκη που αναρωτήθηκε μέσω twitter ποια είναι αυτά.
Πρόκειται για την «αιώνια διαμάχη» ανάμεσα στους Ευρωπαίους και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στο θέμα των προβλέψεων, καθώς το θέμα δεν ανέκυψε σήμερα, με τη δημοσιοποίηση της έκθεσης, αλλά σέρνεται τους τελευταίους μήνες μαζί με τις διαπραγματεύσεις για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης.
Το Ταμείο δεν άλλαξε ουσιαστικά την πρόβλεψή του αναφορικά με τα πρωτογενή πλεονάσματα των επομένων ετών (σ.σ. στις εκτιμήσεις που διατύπωσε τον Ιανουάριο, στο πλαίσιο του «άρθρου 4», ανέμενε πρωτογενές πλεόνασμα 1% για φέτος και 1,5% για το 2018), ειδικά σε ό,τι αφορά στο κρίσιμο -για μέτρα και αντίμετρα- 2018, ενώ το ευρωπαϊκό σκέλος των δανειστών συμμερίζεται τις απόψεις της ελληνικής κυβέρνησης για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ.
Η επιβεβαίωση της μίας ή της άλλης πλευράς θα είναι αυτή που θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό τη δημοσιονομική πολιτική των επόμενων αρκετών ετών ενώ είναι πιθανό να επηρεάσει και τις εγχώριες πολιτικές εξελίξεις. Νωρίτερα πάντως το παιχνίδι θα έχει εξελιχθεί στο μέτωπο του χρέους και στο δημοσιονομικό μονοπάτι που θα χαράξει τελικά το Eurogroup.
Πάγια θέση του ΔΝΤ είναι ότι συνιστά παράλογη απαίτηση η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ για αρκετά χρόνια, αλλά μέχρι τώρα το ευρωπαϊκό μέτωπο δεν φαίνεται διατεθειμένο να χαμηλώσει τον πήχη πριν το 2023.
Η εξίσωση δυσκολεύει πολλαπλάσια, αν μπουν στο κάδρο και οι προβλέψεις για την ανάπτυξη. Το Ταμείο εκτιμά ότι το 2022 ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα είναι μόλις 1% του ΑΕΠ, σε φθίνουσα τροχιά μετά την αναμενόμενη ανάκαμψη (2,2% φέτος και 2,7% το 2018), με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δυνατότητα κάλυψης τόσο μεγάλου πλεονάσματος, χωρίς να «λιώσει» η κοινωνία.
Έπεσαν έξω
Οι προβλέψεις της έκθεσης αναδεικνύουν μία ακόμα σημαντική πτυχή στη διαμάχη για τα νούμερα ανάμεσα σε κυβέρνηση και την ευρωζώνη, από τη μια, και ΔΝΤ από την άλλη.
Τον Οκτώβριο του 2016, όταν το ελληνικό υπουργείο Οικονομικών ήδη έκανε λόγο για υπερ-πλεόνασμα το περασμένο έτος, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προέβλεπε πρωτογενές πλεόνασμα μόλις 0,1% του ΑΕΠ. Με την έκθεση του άρθρου 4, τον Φεβρουάριο αναθεώρησε την πρόβλεψή του σε 0,9% του ΑΕΠ και τώρα, λαμβάνοντας υπόψη τις εκτιμήσεις του Eurogroup της 15ης Φεβρουαρίου, αποτυπώνει στο Fiscal Monitor -με την επισήμανση ότι τα στοιχεία θα αναθεωρηθούν μετά τις ανακοινώσεις της Eurostat στις 21 Απριλίου- την πρόβλεψη για πλεόνασμα 3,3% του ΑΕΠ! Ποσοστό που ουσιαστικά είναι μεγαλύτερο, αν υπολογιστεί και το έκτακτο επίδομα στους συνταξιούχους που μοίρασε τον Δεκέμβριο η κυβέρνηση.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση (αλλά και σε άλλες στο παρελθόν) τα νούμερα του ΔΝΤ δεν βγήκαν…
Επιδείνωση
Πέρα από τις κρίσιμες προβλέψεις για το πρωτογενές πλεόνασμα, οι εκτιμήσεις για την πορεία του δημοσιονομικού ελλείμματος αλλά και του δημόσιου χρέους χτυπούν καμπανάκια.
Στη χρονοσειρά των ελλειμμάτων από το 2008 έως και το 2022 καταγράφεται ανάγλυφα το κόστος των μνημονίων στην ελληνική κοινωνία, η οποία σήκωσε το βάρος μιας πρωτοφανούς δημοσιονομικής προσαρμογής.
Το 2008, το δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν 10,2% του ΑΕΠ και το 2009 το έλλειμμα «χτύπησε» 15,1% του ΑΕΠ. Η βελτίωση στη συνέχεια είναι ραγδαία. 11,2% το 2010, 6,5% το 2012, 4% το 2014, 3,4% το 2015, ισοσκελισμένος προϋπολογισμός το 2016.
Το 2017, όμως, εκεί που κάποιος θα περίμενε πλεονασματική διαχείριση, επιστρέφουν και πάλι τα ελλείμματα (-1,5%) με βάση τις προβλέψεις του ΔΝΤ και μετά από μια μικρή αποκλιμάκωση στο 1% το 2018, στη συνέχεια τραβούν και πάλι την ανηφόρα. Στο 1,5% του ΑΕΠ το 2019, στο 1,7% το 2020, στο 2% το 2021 και στο 2,5% του ΑΕΠ (πάντα έλλειμμα) το 2022. Το ίδιο διάστημα, οι δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού ακολουθούν καθοδική τροχιά σε συνάρτηση με το ΑΕΠ, ενώ το ίδιο συμβαίνει και στα δημόσια έσοδα.
Στο μέτωπο του χρέους, τέλος, καταγράφεται αποκλιμάκωση, η οποία όμως προφανώς δεν είναι ικανή να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητά του.
Από 181,3% του ΑΕΠ πέρυσι, το δημόσιο χρέος εκτιμάται ότι θα αρχίσει να μειώνεται σημαντικά από το 2019 (174,3%) και μετά, καταλήγοντας στο 162,8% του ΑΕΠ το 2022.