Πέντε κομβικές αλλαγές στο σχέδιο νόμου για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό, το οποίο κατατέθηκε στη νομοπαρασκευαστική επιτροπή της Βουλής, ζητά η Ελληνική Ένωση Τραπεζών, με επιστολή της στον υπουργό Οικονομίας και Ανάπτυξης Δ. Παπαδημητρίου.
Η επιστολή εστάλη στις 27 Μαρτίου, μετά τη διαπίστωση ότι περνά πολύτιμος χρόνος, χωρίς να αλλάζουν διατάξεις του νομοσχεδίου, οι οποίες, σύμφωνα με την ΕΕΤ, απειλούν να υπονομεύσουν την αποτελεσματική εφαρμογή του νέου νόμου και να «εντείνουν την αντίσταση των συστημικών κακοπληρωτών».
Σημειώνεται ότι στο διάστημα 28 Φεβρουαρίου με 3 Μαρτίου το προεδρείο της ΕΕΤ είχε συναντήσεις, τόσο με τον κ. Παπαδημητρίου όσο και με τον πρωθυπουργό και τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, κατά τη διάρκεια των οποίων κατέθεσε, προσωπικά και γραπτά, τις απόψεις του σχετικά με το σχέδιο νόμου για τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων (ΟCW).
Τις αγωνίες των τραπεζών ωστόσο δεν συμμερίζεται και το οικονομικό επιτελείο, κύκλοι του οποίου επισημαίνουν ότι δεν πρόκειται να αποδεχθεί αλλαγές της τελευταίας στιγμής, τόσο διότι θα πρέπει να ξαναλάβει την έγκριση των δανειστών, όσο και διότι εκτιμά ότι το πλαίσιο είναι επαρκές. Άλλωστε επισημαίνουν ότι το εν λόγω σχέδιο τέθηκε για αρκετές ημέρες σε δημόσια διαβούλευση, τονίζοντας ότι οι όποιες αλλαγές προκύψουν κατά τη συζήτηση στη Βουλή θα είναι «τυπικές» και σε καμία περίπτωση «ουσίας».
Ο κίνδυνος
Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, ωστόσο, υπάρχει ο ορατός κίνδυνος, αντί το νέο πλαίσιο να λειτουργήσει ως διαδικασία ταχείας διευθέτησης χρεών, να καταστεί αργόσυρτο, δίνοντας «παράθυρο» στους στρατηγικούς κακοπληρωτές να κερδίσουν χρόνο εις βάρος των πιστωτών τους.
Αν δεν αντιμετωπιστούν άμεσα οι παγίδες, το νέο πλαίσιο κινδυνεύει να εξελιχθεί, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, σε νέο νόμο Κατσέλη. Να συσσωρευτούν, δηλαδή, προς εξέταση χιλιάδες αιτήσεις, προκαλώντας υπερφόρτωση στο σύστημα και άρνηση των οφειλετών να μπουν σε οποιαδήποτε συζήτηση διευθέτησης, πριν εξετασθεί η αίτησή τους».
Για να αντιμετωπισθεί ο παραπάνω κίνδυνος, η ΕΕΤ ζητά τις εξής τρεις τροποποιήσεις:
- Να ξεκινήσει η ισχύς του προς ψήφιση νόμου μόνο εφόσον ενεργοποιηθεί η ηλεκτρονική πλατφόρμα. Σύμφωνα με την ΕΕΤ, η υποβολή έντυπων αιτήσεων πρέπει να αποφευχθεί. Στην κατεύθυνση αυτή οι τράπεζες έχουν επανειλημμένα προσφερθεί να καλύψουν το κόστος της δημιουργίας μιας ηλεκτρονικής πλατφόρμας για την επεξεργασία των αιτήσεων για εξωδικαστικό συμβιβασμό.
- Να περιορισθεί το πλαίσιο του εξωδικαστικού συμβιβασμού αυστηρά στα χρέη των επιχειρήσεων και να μην επεκταθεί, όπως προβλέπει το σχέδιο νόμου, στα καταναλωτικά δάνεια των ιδιοκτητών επιχειρήσεων. «Διαφορετικά θα καταλήξουμε σε αναποτελεσματικές και χρονοβόρες διαδικασίες, οι οποίες δεν ευθυγραμμίζονται με τη βαθιά εδραιωμένη διάκριση ανάμεσα σε επιχειρηματικά και καταναλωτικά χρέη» αναφέρει η επιστολή.
- Να τεθεί το κατώτατο όριο χρεών, που επιτρέπεται να εντάσσονται στον συμβιβασμό, στις 50.000 ευρώ. «Ένα χαμηλότερο όριο θα αύξανε σημαντικά τον όγκο των αιτήσεων και θα επιβάρυνε σημαντικά την (ηλεκτρονική) πλατφόρμα, με δυσμενείς συνέπειες για τα δημόσια έσοδα και την αποπληρωμή των τραπεζικών χρεών» αναφέρει η ΕΕΤ.
Νομική κάλυψη στελεχών για ποινική και αστική ευθύνη αναδιαρθρώσεων
Επιπρόσθετα η ΕΕΤ ζητά να θεσμοθετηθεί μαζί με τον εξωδικαστικό συμβιβασμό η κάλυψη των τραπεζικών στελεχών αλλά και των κρατικών υπαλλήλων έναντι ποινικής και αστικής ευθύνης, που μπορεί να προκύψει από τις αναδιαρθρώσεις δανείων.
Με δεδομένο ότι οι συμφωνίες αναδιάρθρωσης θα περιλαμβάνουν αναπόφευκτα διαγραφή απαιτήσεων, η ποινική και η αστική ευθύνη κρατικών και τραπεζικών αξιωματούχων πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια και να εξαρτάται από αυστηρές προϋποθέσεις, σημειώνει η Ένωση.
Η δυνατότητα εγκληματικής ευθύνης με βάση τις γενικές διατάξεις του ποινικού κώδικα, οι οποίες δεν λαμβάνουν υπόψη την τεχνική φύση της διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους, θα είναι ένα επιπλέον εμπόδιο στην εφαρμογή του νέου πλαισίου, προειδοποιεί η ΕΕΤ.
Μόνο επικύρωση της συμφωνίας από τα δικαστήρια
Τέλος, η ΕΕΤ ζητά να τροποποιηθούν οι σχετικές διατάξεις του σχεδίου νόμου, ώστε οι συμφωνίες αναδιάρθρωσης που επιτυγχάνονται μέσω εξωδικαστικής διευθέτησης να υποβάλλονται στα δικαστήρια μόνο για επικύρωση. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα παρέχεται καμία δυνατότητα για δικαστική εξέταση διαφορών και ενστάσεων.
Η ανάμειξη μιας επίσημης δικαστικής διαδικασίας για την επικύρωση της συμφωνίας αναδιάρθρωσης, που έχει ήδη λάβει την έγκριση της πλειοψηφίας των πιστωτών (συμπεριλαμβανομένου του Δημοσίου), και η αναστολή όλων των διαδικασιών εκτέλεσης κατά τη διαδικασία επικύρωσης (που θα χρειάζεται ως και 12 μήνες), θα εξουδετερώσουν, σύμφωνα με τις τράπεζες, τα όποια θετικά στοιχεία του νόμου.