Δραστική μείωση φόρων εισηγείται το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, με την έκθεση του άθρου 4, την οποία έχει στη διάθεσή της το Euro2day.gr.
Η έκθεση συζητήθηκε στη συνεδρίαση του Εκτελεστικού Συμβουλίου του Ταμείου όπου η ελληνική πλευρά δια του εκπροσώπου της χώρας στο Ταμείο κ. Ψαλιδόπουλου προσήλθε με δυο επιστολές του Ευκλείδη Τσακαλώτου και του Γ. Στουρνάρα με τις οποίες ασκήθηκε κριτική στα έως τώρα πεπραγμένα και τις αστοχίες του Ταμείου, ενώ μεταξύ άλλων εκφράστηκαν αντιρρήσεις στις εκτιμήσεις που διατυπώνονται για τις τράπεζες.
Στο κεφάλαιο της έκθεσης όπου περιγράφονται τα λίγο πολύ γνωστά μέτρα για το αφορολόγητο και τις συντάξεις, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εισηγείται δραστική μείωση της έκπτωσης φόρου η οποία οδηγεί σήμερα στο έμμεσο αφορολόγητο των 8.636 - 9.545 ευρώ και κατάργηση των φοροαπαλλαγών.
Δεν μένει όμως εκεί. Τονίζει ότι μια προσαρμογή του αφορολογήτου στα επίπεδα της ευρωζώνης, θα δημιουργούσε τα περιθώρια για παράλληλη μείωση του φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων κατά έως και δέκα ποσοστιαίες μονάδες καθώς και για μείωση των συντελεστών φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων στα επίπεδα του 15%-20% (σήμερα οι συντελεστές κυμαίνονται από 22% έως και 45%).
Παράλληλα, το ΔΝΤ θεωρεί ότι θα μπορούσε να προχωρήσει και μια μείωση του ανώτατου συντελεστή ΦΠΑ κατά μία ποσοστιαία μονάδα, ακυρώνοντας επί της ουσίας την τελευταία αύξηση του συντελεστή από το 23% στο 24% το περασμένο καλοκαίρι. Οι παρεμβάσεις αυτές κατά την άποψη του ΔΝΤ θα υποβοηθούσαν τις επενδύσεις, την ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας στην επίσημη οικονομία.
Νωρίτερα, στην έκθεσή του το Ταμείο, ασκεί σκληρή κριτική στην επιλογή των ελληνικών κυβερνήσεων να αυξήσουν υπέρμετρα τους φόρους. Όπως αναφέρει: «η Ελλάδα κατέγραψε μια εντυπωσιακή δημοσιονομική προσαρμογή της τάξεως του 16% του ΑΕΠ από το 2010 έως το 2015. Παρά το γεγονός ότι παραπάνω από το μισό των ψηφισμένων μέτρων αφορούσαν σε περικοπές δαπανών, μόλις ένα τέταρτο της συνολικής προσαρμογής έγινε μέσω της περιστολής των μισθών στο δημόσιο και των συντάξεων, που αυξάνονταν ταχύτατα προ της κρίσης και τα υπόλοιπα προήλθαν από περιφερειακές περικοπές δαπανών και αυξήσεις φόρων σε μια ρηχή φορολογική βάση.
Παρ’ ότι το μισθολογικό κονδύλι στο δημόσιο τομέα μειώθηκε σχετικά, το πρόβλημα μετατέθηκε στο ασφαλιστικό μέσω των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων, οδηγώντας σε περαιτέρω αύξηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης σε σχέση με το ΑΕΠ, από το 2010 στο 2015.
Το πλέον πρόσφατο πακέτο προσαρμογής, αναδεικνύει τις πολιτικές δυσκολίες αντιμετώπισης των διαρθρωτικών αδυναμιών που παραμένουν. Το πακέτο, το οποίο εκτιμάται ότι θα οδηγούσε σε εξοικονομήσεις της τάξεως του 4% του ΑΕΠ έως το 2018 , στηρίζεται κυρίως σε φορολογικά μέτρα (3% του ΑΕΠ), με περαιτέρω αυξήσεις των ήδη υψηλών φορολογικών συντελεστών σε ρηχή βάση.
Οι περικοπές στις συντάξεις είναι της τάξεως του 1% όταν το έλλειμμα του ασφαλιστικού συστήματος φτάνει το 11% του ΑΕΠ. Ο κόφτης, ο οποίος έχει ψηφιστεί, «προσθέτει στρεβλώσεις καθώς δεν επιλύει τις αδυναμίες μέσω διαρθρωτικών αλλαγών αλλά βασίζεται σε περαιτέρω προσωρινές περικοπές».
Έτσι το ασφαλιστικό σύστημα παραμένει έντονα ανισόρροπο (με ένα έλλειμμα τέσσερις φορές υψηλότερο από το μέσο έλλειμμα της ευρωζώνης 2,5% του ΑΕΠ), οι διακριτικές περικοπές δαπανών έχει συμπιεστεί σε μη διατηρήσιμα επίπεδα και τα φορολογικά βάρη έχουν κατανεμηθεί ανισομερώς, λόγω εξαιρέσεων οι οποίες οδηγούν τη μεσαία τάξη εκτός φόρου εισοδήματος (περισσότεροι από τους μισούς μισθωτούς εξαιρούνται από την πληρωμή φόρου εισοδήματος έναντι 8% στην ευρωζώνη).
Η ισχύουσα δομή των δημοσίων οικονομικών είναι από τη βάση της αναποτελεσματική, άδικη και κοινωνικά μη βιώσιμη, καθώς βοηθά τους σημερινούς συνταξιούχους και τα νοικοκυριά της μεσαίας τάξης ενώ αποκλείει τους χαμηλοεισοδηματίες και τους άνεργους από την πρόσβαση σε επαρκή και καλά στοχευμένα κοινωνικά επιδόματα και άλλες καθοριστικές δημόσιες υπηρεσίες οι οποίες χρειάζονται και αποτελούν δεδομένο σε άλλες χώρες της ευρωζώνης».