Στις 31 Μαϊου εκπνέει η προθεσμία εκδήλωσης μη δεσμευτικού ενδιαφέροντος στο διαγωνισμό που προκήρυξη η ΓΑΙΑΟΣΕ για την ανάπτυξη του εμπορευματικού κέντρο στο χώρο του πρώην στρατοπέδου Γκόνου στη Θεσσαλονίκη. Η ΓΑΙΑΟΣΕ διαθέτει έκταση 600 στρεμμάτων, τμήμα της οποίας έχει παραχωρηθεί προσωρινά στην εταιρεία κατασκευής του αγωγού ΤΑΡ. Όπως αναφέρεται στη σχετική πρόσκληση «στρατηγικό στόχο αποτελεί η δημιουργία ενός εμπορευματικού κέντρου διεθνούς εμβέλειας στη Βόρεια Ελλάδα που, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη του αντίστοιχου εμπορευματικού κέντρου στο Θριάσιο Πεδίο, θα συμβάλλει στην αύξηση των σιδηροδρομικών εμπορευματικών φορτίων και στην ανάδειξη της χώρας ως βασικής πύλης διακίνησης εμπορευμάτων στα διευρωπαϊκά δίκτυα μεταφορών».
Στελέχη της αγοράς logistics θεωρούν, πάντως, που θα χρειαστούν μήνες μέχρι να οριστικοποιηθεί το σχέδιο της ΓΑΙΑΟΣΕ για την τύχη του εμπορευματικού της Θεσσαλονίκης, με βάση και τις προτάσεις που θα καταθέσουν οι υποψήφιοι. Το πολυετές σήριαλ με το εμπορευματικό του Θριασίου (κατετέθηκε τελικά μόνο μία προσφορά από την κοινοπραξία Goldair – ΒΙΠΕ και εκκρεμεί η υπογραφή της σύμβασης) δεν αφήνει και πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για τα χρονοδιαγράμματα. Επιπλέον, καίριο ρόλο διαδραματίζει και η υπόθεση ιδιωτικοποίησης του ΟΛΘ που παίρνει, επίσης, συνεχείς παρατάσεις.
Ο υπουργός Υποδομών Χρήστος Σπίρτζης είχε υποστηρίξει προ μηνών στη Βουλή πως «επισπεύδεται» η υλοποίηση πέντε εμπορευματικών κέντρων. Πρόκειται για το Θριάσιο, το εμπορευματικό κέντρο Θεσσαλονίκης και ακολουθούν τα εμπορευματικά κέντρα Αλεξανδρούπολης, Καβάλας και Ηγουμενίτσας. Επιπλέον, προωθείται «το Θεσσαλικό εμπορευματικό κέντρο και το εμπορευματικό κέντρο της Δυτικής Πελοποννήσου» που πρέπει να χωροθετηθούν.
Σε πρόσφατη μελέτη του ΚΕΠΕ επισημαίνεται πως «τα εμπορευματικά κέντρα μπορούν να δράσουν καταλυτικά στην προσέλκυση επενδύσεων, να προαγάγουν τη γεωπολιτική θέση των περιοχών υποδοχής τους, να ευνοήσουν τον ανταγωνισμό στην αγορά υποστηρικτικών υπηρεσιών και τη μεταφορά τεχνογνωσίας, και να μειώσουν το εξωτερικό κόστος μεταφοράς φορτίων, μέσω της αποδοτικότερης ή/και της συνδυασμένης χρήσης των μέσων, τονώνοντας την τοπική απασχόληση και ανάπτυξη».
Γι’ αυτό θεωρείται σημαντική «η επιτάχυνση διαδικασιών σχεδιασμού, οργάνωσης και λειτουργίας ενός ιεραρχικά δομημένου δικτύου διατροπικών εφοδιαστικών κέντρων, το οποίο, σύμφωνα με την παρούσα ανάλυση, δύναται να αποτελείται από οκτώ κόμβους - εμπορευματικά κέντρα στη βασική του μορφή, και δώδεκα κόμβους στην αναλυτική του μορφή. Σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα σχεδιασμού (έως το 2017), τα εμπορευματικά κέντρα της Αττικής, της Αχαΐας, της Μαγνησίας και της Βόρειας Ελλάδας θα πρέπει να έχουν διασυνδεθεί επαρκώς με τους λιμένες της περιοχής τους, τον σιδηρόδρομο και τα μεγάλα αστικά κέντρα, έτσι ώστε να συμβάλλουν στη βιώσιμη και ανθεκτική ανάπτυξη της χώρας ως διεθνούς εμβέλειας κόμβου εφοδιαστικής».
Έμφαση θα μπορούσε επίσης να δοθεί «στην ανάπτυξη ειδικών μορφών εμπορικών και βιομηχανικών εξαγωγικών ζωνών, για τον συντονισμό και την προώθηση των διεθνών εφοδιαστικών αλυσίδων, με ανταγωνιστική ποιότητα και κόστος υπηρεσιών, σε σύγκριση με τις γειτονικές χώρες αλλά και χώρες της Βόρειας Ευρώπης».
«Εκτός από εγκαταστάσεις συνδυασμένων μεταφορών και υψηλή συγκέντρωση φορτίων, οι ζώνες αυτές θα πρέπει -κατά προτεραιότητα- να διαθέτουν εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό, αντιπροσωπείες εγχώριων και πολυεθνικών εταιρειών (υψηλής τεχνολογίας), θύλακες έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης, και, πιθανώς, εταιρείες εμπορικής διαμεσολάβησης. Επιπλέον, η υιοθέτηση νέων μεταποιητικών τεχνικών, όπως της τρισδιάστατης εκτύπωσης (3-D printing), δύναται να συμβάλλει στη δημιουργία οικονομιών τοπικοποίησης, με την ανάπτυξη δικτυώσεων-συνεργειών με τοπικές επιχειρήσεις, στις περιοχές των μεγάλων λιμένων-εφοδιαστικών κόμβων και ελεύθερων ζωνών βιομηχανικών εξαγωγών» επισημαίνεται στη μελέτη.