Μετά τα βραχυπρόθεσμα μέτρα που αποφασίστηκαν στη συνεδρίαση του Eurogroup της Δευτέρας κατά τους επόμενους 12-18 μήνες η ελάφρυνση στο χρέος είναι ελάχιστη και δεν αλλάζει η βιωσιμότητα του, επισημαίνει η Citigroup.
Οι εκτιμήσεις του διεθνούς οίκου αναφέρουν ότι τα μέτρα θα μειώσουν το ελληνικό ποσοστό του χρέους ως προς το ΑΕΠ κατά περίπου 20% και τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες (GFN) κατά περίπου 5% ως το 2060.
Το κόστος των ενεργειών που αποφασίστηκαν θα επιβαρύνει τη χώρα και θα αυξήσει ελαφρώς το δημόσιο χρέος και τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες τα επόμενα 10 χρόνια περίπου και θα αρχίσει να παράγει οφέλη μόνο μετά το 2030, ισχυρίζεται η αμερικανική τράπεζα. Η μόνη απώλεια των πιστωτών είναι η παραίτηση τους από την αύξηση του επιτοκίου κατά 2% σε δάνεια αξίας 11,3 δισ. ευρώ για το 2017 και το κόστος ανέρχεται 220 εκατ. ευρώ, εξηγεί η Citi.
Η Citigroup σημειώνει ότι στο βασικό σενάριο του ΔΝΤ, ο δείκτης δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ αυξάνεται σε 250% από το 2060. Ως εκ τούτου, η μείωση 20% είναι απίθανο να κάνει μεγάλη διαφορά στη βιωσιμότητα του χρέους.
Παράλληλα, η Citigroup επισημαίνει ότι οι πιστωτές δεν έκαναν καμία περαιτέρω δέσμευση για την αναδιάρθρωση του μεσοπρόθεσμου χρέους, κλείνοντας ουσιαστικά τις συνομιλίες για την ελάφρυνση του χρέους, κατά πάσα πιθανότητα μετά τις γερμανικές εκλογές το φθινόπωρο του 2017 ή και ενδεχομένως μέχρι τα μέσα του 2018, όταν τελειώνει το τρίτο πρόγραμμα.
Αυτή η μείωση του χρέους είναι ελάχιστη σε σύγκριση με αυτές που έλαβαν χώρα το 2011-2012 όπου έγιναν επεκτάσεις στις λήξεις πολλών ετών, μειώσεις των επιτοκίων και δόθηκαν περίοδοι χάριτος στις πληρωμές τόκων, επισημαίνει η τράπεζα.
Ταυτόχρονα, η Citi εκτιμάει ότι εκτός από τις λίγες παραχωρήσεις που δόθηκαν στην Ελλάδα, αρκετά θέματα έμειναν άλυτα:
1) Στη δεύτερη αξιολόγηση του προγράμματος έγινε σαφές ότι πρέπει να γίνει περισσότερη δουλειά και πλέον είναι πιθανό η αξιολόγηση να καθυστερήσει. Η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας που απαιτείται στη δεύτερη αναθεώρηση είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενη από την κυβέρνηση.
2) Τα πρωτογενή πλεόνασμα για μετά το 2018 εκ νέου επιβεβαιώθηκαν στο 3,5% του ΑΕΠ - οικονομικά και πολιτικά μη βιώσιμο - κατά την άποψή μας, την άποψη του ΔΝΤ, της Τράπεζας της Ελλάδος και, ενδεχομένως, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αυτό απαιτεί περισσότερη λιτότητα από την Ελλάδα και μετά το 2018, γεγονός που η κυβέρνηση έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι δεν είναι έτοιμη να υιοθετήσει.
3) Παραμένει αβέβαιο αν το ΔΝΤ θα συμμετάσχει στο τρίτο πακέτο διάσωσης – στοιχείο που αποτελεί προϋπόθεση για τη Γερμανία να συνεχίσει να δανείζει την Ελλάδα.
Η Citigroup τονίζει ότι οι πολιτικοί κίνδυνοι μπορεί να αυξηθούν και πάλι. Όλες αυτές οι αποφάσεις είναι αλληλένδετες και επηρεάζουν τη δυνατότητα ένταξης των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και την ενδεχόμενη επιστροφή της χώρας στην αγορά ομολόγων. “Φαίνεται ότι δεν υπάρχει επείγουσα ανάγκη από τους πιστωτές να κάνουν οποιαδήποτε νέα παραχώρηση προς την Ελλάδα.
Το ΔΝΤ στο παρελθόν έκανε το συμβιβασμό στις διαπραγματεύσεις και δεν περιμένουμε κάτι διαφορετικό αυτή τη φορά”, σημειώνει η Citigroup. “Αλλά ακόμη και χωρίς το ΔΝΤ να εμπλέκεται και ακόμη και με μια θετική ανάλυση στη βιωσιμότητα του χρέους, αμφιβάλλουμε αν τα ελληνικά ομόλογα μπορεί να συμμετέχουν στην ποσοτική χαλάρωση.
Επίσης, οι πολύ λίγες παραχωρήσεις στην ελάφρυνση του χρέους και στους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους, πιθανότατα θα διαβρώσουν περαιτέρω τη στήριξη για στην κυβέρνηση του Τσίπρα. Αυτό θα μπορούσε να προσθέσει την Ελλάδα στη λίστα των πολιτικών κινδύνων της Ε.Ε. το 2017”, καταλήγει η Citigroup.