«Τίποτα δεν θα κλείσει εάν δεν κλείσουν όλα σε ένα μεταγενέστερο Eurogroup εντός του έτους».
Αυτή είναι η εκτίμηση κυβερνητικής πηγής αναφορικά με το τι μπορεί να αποδώσει το επικείμενο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου, όταν και αναμένεται επίσης να διαπιστωθεί αρκετά μεγάλη συμφωνία σε επίπεδο Staff Level Agreement. Δεν αποκλείεται νέο Eurogroup στις 19-20 Δεκεμβρίου ενώ ενδιαμέσως μπορεί να επιστρέψουν οι Θεσμοί στην Αθήνα.
Με τα σημερινά δεδομένα, αξίζει να σημειωθεί ότι το ΔΝΤ φτάνει να ζητά μέτρα συνολικού ύψους 4,2 δισ. ευρώ, εκ των προτέρων νομοθετημένα, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 έως και το 2020.
Στους κόλπους της κυβέρνησης επικρατεί η άποψη ότι καμία ελληνική κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να νομοθετήσει τώρα τέτοιου ύψους μέτρα ιδίως αν αφορούν σε μείωση του αφορολογήτου ορίου και περικοπές των καταβαλλόμενων συντάξεων, όπως εισηγείται το Ταμείο, αν δεν μειωθεί ο στόχος για τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Οι προσδοκίες για το Eurogroup
Κυβερνητικό στέλεχος αποκάλυψε σήμερα ότι η εντολή που έχει δοθεί από την ευρωζώνη είναι πως για να υπάρξει συμφωνία ακόμα και σε επίπεδο Staff Level Agreement την ερχόμενη Δευτέρα, αυτή προϋποθέτει και τη σύμφωνη γνώμη του ΔΝΤ.
Ένα τέτοιο ενδεχόμενο, με τα σημερινά δεδομένα, φαντάζει αδύνατο. Ετσι, οι ελπίδες της ελληνικής κυβέρνησης βασίζονται στο ότι τη Δευτέρα το ευρωπαϊκό σκέλος των θεσμών θα διαπιστώσει συμφωνία σε ένα ποσοστό της τάξης του 95% σε επίπεδο Staff Level Agreement αλλά το ΔΝΤ από την πλευρά του θα φέρει αντιρρήσεις υποστηρίζοντας ότι δεν είναι δίκαιο να μην συνεχιστεί παράλληλα η συζήτηση για το χρέος και τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους.
Προκειμένου να φτιάξει το ΔΝΤ την έκθεση βιωσιμότητας χρέους θα απαιτήσει το προφίλ των πρωτογενών πλεονασμάτων για την περίοδο μετά το 2020, γεγονός το οποίο συνδέεται με τα μέτρα διευθέτησης του χρέους.
Αυτό το σκηνικό ενισχύει την εκτίμηση ότι τίποτα δεν θα κλείσει αν δεν κλείσουν όλα «πακέτο», τόσο αναφορικά με τη δεύτερη αξιολόγηση και τους μεσοπρόθεσμους στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων, όσο και αναφορικά με το χρέος.
«Θα είχαμε κλείσει...»
Κυβερνητικό στέλεχος εκτιμά ότι αν η διαπραγμάτευση για τη β' αξιολόγηση γινόταν μόνο με το ευρωπαϊκό σκέλος των θεσμών θα είχαμε επιτύχει Staff Level Agreement εδώ και δυο ή τρεις εβδομάδες.
Τόσο ο Πιέρ Μοσκοβισί, όσο και ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ φέρονται να έχουν παράσχει εγγυήσεις στην ελληνική κυβέρνηση σύμφωνα με τις οποίες η Κομισιόν δεν ζητά να παραβιαστεί το ευρωπαϊκό κεκτημένο στο θέμα των εργασιακών από την Ελλάδα.
Τα εργασιακά αποτελούν αυτή τη στιγμή το μεγαλύτερο αγκάθι της β΄ αξιολόγησης μετά τα δημοσιονομικά, όπου όμως κυριαρχούν οι σκληρές θέσεις του ΔΝΤ.
Τα δημοσιονομικά
Στο θέμα των δημοσιονομικών η στάση του ΔΝΤ είναι ξεκάθαρη. Θεωρεί ότι πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ για αρκετά χρόνια δεν έχουν λογική και ζητεί μείωση των στόχων ακόμα και για την περίοδο 2019-2020.
Παρ’ όλ αυτά έχει διαμηνύσει στην ελληνική κυβέρνηση ότι αν δεχτεί αυτούς τους στόχους τότε θα πρέπει να νομοθετήσει προκαταβολικά πρόσθετα μέτρα, περιλαμβανομένης της μείωσης του αφορολογήτου ορίου και των συντάξεων, τώρα, ακόμα και αν εφαρμοστούν από την 1.1.2019.
Η συνταγή αυτή οδηγεί σε ένα πρόσθετο πακέτο μέτρων ύψους 4,2 δισ. ευρώ.
Η κυβέρνηση έχει διαμηνύσει από την πλευρά της ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση να νομοθετήσει πρόσθετα μέτρα μετά την λήξη του προγράμματος το 2018, πολύ περισσότερο δε μείωση αφορολογήτου ορίου και συντάξεων. Εμφανίζεται διατεθειμένη κάποια χρονική στιγμή να συζητήσει ενδεχόμενη ανακατανομή των κοινωνικών δαπανών χωρίς όμως μειώσεις στις συντάξεις.
Εναλλακτικά, έχει προταθεί στην κυβέρνηση να μην νομοθετηθούν τώρα τα μέτρα αυτά αλλά να προσδιοριστούν με «πολιτική συμφωνία». Να είναι δηλαδή κάτι σαν μέτρα συμφωνημένα σε αναμονή. Ούτε αυτή η εναλλακτική όμως γίνεται αποδεκτή από την ελληνική κυβέρνηση.
Οπως σημειώνει κυβερνητικές πηγές, κάτι τέτοιο θα είναι αντιδημοκρατικό δεδομένου ότι μεσολαβούν εκλογές, ενώ αφήνουν να εννοηθεί ότι και οι δανειστές ξέρουν ότι αυτά τα αιτήματα θα μπορούσαν να σηματοδοτήσουν «πολιτικές εξελίξεις».
Σε αυτό το σκηνικό και με την ελληνική κυβέρνηση να έχει από ελάχιστους έως κανένα σύμμαχο αναφορικά με το αίτημα μείωσης του στόχου 3,5% του ΑΕΠ για την περίοδο 2019-2020, γίνεται ολοένα και πιο ξεκάθαρο ότι το σύνθετο παζλ μπορεί να λυθεί μόνο σε πολιτικό επίπεδο.
Χαρακτηριστική είναι η αναφορά των ίδιων πηγών ότι «δεν έχουμε πολλούς συμμάχους στο αίτημα μείωσης των στόχων για πρωτογενές πλεόνασμα έως το 2020» αν και το ίδιο στέλεχος εκτιμά ότι το θέμα των πλεονασμάτων θα επανέλθει αργά ή γρήγορα στο τραπέζι, αφού περάσει ο εκλογικός κύκλος σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τρεις ευρωπαϊκοί θεσμοί εκτιμούν ότι δεν χρειάζονται πρόσθετα μέτρα για να επιτευχθεί ο στόχος του 3,5% του ΑΕΠ το 2018 και στη συνέχεια, πέραν του κενού που είχε προσδιοριστεί αρχικά στα 800 εκατ. ευρώ και σήμερα έχει μείνει μια απόσταση της τάξης των 100-150 εκατ. ευρώ για το μεθεπόμενο έτος.
Τέλος, αναφορικά με τις πιθανότητες συμμετοχής ή μη του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, στο τέλος της ημέρας σαφής εικόνα δεν υπάρχει.
Το μόνο ξεκάθαρο είναι ότι η κυβέρνηση δεν συζητά τίποτα άλλο από ένα πρόγραμμα του ΔΝΤ που θα κουμπώνει στο 3ο μνημόνιο με χρονική έκταση έως το τέλος του 2018.
Στο θέμα του χρέους, η κρατούσα εκτίμηση στους κόλπους της κυβέρνησης είναι ότι ο συμβιβασμός με το ΔΝΤ και την απαίτησή του για άμεσο προσδιορισμό των μεσοπρόθεσμων μέτρων θα παιχτεί σε ένα σχήμα όπου τα μεσοπρόθεσμα θα είναι προσδιορισμένα, αλλά όχι ποσοτικοποιημένα.