Στην ενδυνάμωση της θέσεως των δανειοληπτών έναντι των πιστωτών για συμβάσεις στεγαστικής πίστης αποσκοπεί η ενσωμάτωση της Οδηγίας 2014/17/ΕΕ που έχει καταθέσει στη Βουλή το υπουργείο Οικονομικών. Στις διατάξεις του σχετικού σχεδίου νόμου συμπεριλαμβάνεται η υποχρέωση να πραγματοποιείται αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας πριν από τη χορήγηση πίστωσης, καθώς επίσης και η καθιέρωση συγκεκριμένων υποχρεώσεων για τους πιστωτικούς φορείς - μεσίτες πιστώσεων που πρέπει να τηρούνται κατά το στάδιο που προηγείται της σύναψης της σύμβασης πίστωσης αλλά και μετά τη σύναψη αυτής. Επιπλέον υποχρεώσεις καθορίζονται σε περίπτωση παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών.
Καθιερώνονται επίσης ορισμένες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, όπως η άδεια εγκατάστασης και η εποπτεία των μεσιτών πιστώσεων και των μη πιστωτικών ιδρυμάτων, ενώ εξασφαλίζεται η ορθή εκτίμηση του ακινήτου εισάγοντας την υποχρέωση διενέργειας εκτιμήσεων, με αξιόπιστα πρότυπα εκτίμησης. Επίσης, καλούνται οι πιστωτικοί φορείς να επιδεικνύουν εύλογη ανοχή και να καταβάλλουν κάθε εύλογη προσπάθεια για την επίτευξη λύσης πριν κινήσουν διαδικασίες κατάσχεσης.
Μεταξύ άλλων το νομοσχέδιο προβλέπει ότι στις περιπτώσεις συμβάσεων πίστωσης σε ξένο νόμισμα, ο πιστωτικός φορέας θα πρέπει είτε να συμπεριλάβει στη σύμβαση πίστωσης όρο, σύμφωνα με τον οποίο ο καταναλωτής δικαιούται να μετατρέψει τη σύμβαση πίστωσης σε εναλλακτικό νόμισμα, τουλάχιστον όταν η διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας υπερβαίνει το 20% σε σχέση με αυτή που ίσχυε κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης. Είτε να διασφαλίζει ότι η σύμβαση πίστωσης συνοδεύεται καθ' όλη τη διάρκεια αυτής με χρηματοπιστωτικό μέσο αντιστάθμισης συναλλαγματικού κινδύνου.
Αναφορικά με το κυμαινόμενο επιτόκιο ορίζεται ότι οι δείκτες ή τα επιτόκια αναφοράς που χρησιμοποιούνται από τον πιστωτικό φορέα για τον υπολογισμό του επιτοκίου χορήγησης πρέπει να είναι σαφείς, προσιτοί και επαληθεύσιμοι από τον δανειολήπτη.
Σε ό,τι αφορά στην πρόωρη αποπληρωμή του δανείου, προβλέπεται πως ο καταναλωτής έχει δικαίωμα να εκπληρώσει πλήρως ή εν μέρει τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τη σύμβαση πίστωσης πριν τη λήξη της. Στην περίπτωση αυτή, ο καταναλωτής δικαιούται μείωση του συνολικού κόστους της πίστωσης. Η μείωση συνίσταται στους τόκους και στις επιβαρύνσεις για το εναπομένον χρονικό διάστημα μέχρι τη λήξη της σύμβασης.
Αν η άσκηση του δικαιώματος πρόωρης εξόφλησης εκ μέρους του καταναλωτή γίνεται εντός χρονικού διαστήματος για το οποίο έχει συμφωνηθεί σταθερό επιτόκιο χορηγήσεων, ο πιστωτικός φορέας δικαιούται εύλογη και αντικειμενικά αιτιολογημένη αποζημίωση προς αποκατάσταση. Η εν λόγω αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των τόκων που θα κατέβαλλε ο καταναλωτής για το χρονικό διάστημα μεταξύ της πρόωρης εξόφλησης και της συμφωνηθείσας ημερομηνίας λήξης του σταθερού επιτοκίου.
Πριν την υπογραφή δανειακής σύμβασης, ο πιστωτικός φορέας και κατά περίπτωση ο μεσίτης πιστώσεων παρέχουν στον καταναλωτή τις εξατομικευμένες πληροφορίες οι οποίες είναι απαραίτητες για τη σύγκριση των πιστώσεων που διατίθενται στην αγορά, την αξιολόγηση των επιπτώσεών τους και τη λήψη τεκμηριωμένης απόφασης σχετικά με τη σύναψη σύμβασης πίστωσης: α) χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση αφού ο καταναλωτής δώσει τις απαραίτητες πληροφορίες για τις ανάγκες του, την οικονομική του κατάσταση και τις προτιμήσεις του, και β) εγκαίρως, πριν από την παροχή δεσμευτικής για τον πιστωτικό φορέα προσφοράς και σε κάθε περίπτωση, πριν ο καταναλωτής δεσμευθεί με σύμβαση ή προσφορά πίστωσης.
Σημειώνεται ότι μεταξύ της παροχής δεσμευτικής προσφοράς και της σύναψης σύμβασης πίστωσης μεσολαβεί χρονικό διάστημα μελέτης 10 ημερολογιακών ημερών, ώστε ο καταναλωτής να συγκρίνει τις προσφορές και να αξιολογήσει τις συνέπειές τους προκειμένου να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση.
Πριν από την παροχή δεσμευτικής προσφοράς, ο πιστωτικός φορέας πραγματοποιεί ενδελεχή αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή. Επίσης η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας δεν βασίζεται κατά κύριο λόγο στην παραδοχή ότι η αξία του ακινήτου που προορίζεται για κατοικία υπερβαίνει το ποσό της πίστωσης ή στην παραδοχή ότι η αξία του εν λόγω ακινήτου θα αυξηθεί, εκτός αν ο σκοπός της σύμβασης πίστωσης είναι η κατασκευή ή ανακαίνιση ακινήτου που προορίζεται για κατοικία.