Να μπει τέλος στις αυταπάτες ζητά ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο του δελτίο, καυτηριάζοντας την προσφυγή της ΓΣΕΕ κατά της Ελλάδας στο Συμβούλιο της Ευρώπης, την καθυστέρηση στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και το έλλειμμα αξιοπιστίας της χώρας.
Οπως επισημαίνει ο ΣΕΒ, στις 20 Οκτωβρίου 2016 έλαβε χώρα στο Στρασβούργο δημόσια ακρόαση ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων, αρμόδιου ελεγκτικού οργάνου του Συμβουλίου της Ευρώπης, για να εξετασθεί η προσφυγή της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ) κατά της Ελλάδας.
Η ΓΣΕΕ κατήγγειλε ότι οι περισσότερες αλλαγές που υιοθετήθηκαν στην εργασιακή νομοθεσία την περίοδο 2010-2014 συνιστούν ουσιώδη παραβίαση των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων στη χώρα.
Η απόφαση της ΓΣΕΕ να προσφύγει σε διεθνείς οργανισμούς και θεσμούς είναι ασφαλώς δικαίωμά της. Όμως, όταν αναζητά κανείς ηθικά ερείσματα σε τέτοιους οργανισμούς θα έπρεπε να επιδεικνύει και εποικοδομητική συνεισφορά στον διάλογο για τα αίτια των δεινών και για τις πολιτικές που θα πρέπει να εφαρμοστούν για να ξεπεράσουμε τα δεινά αυτά.
Η ΓΣΕΕ βέβαια δεν είναι η μόνη που αρνείται τέτοια συζήτηση: πολλές άλλες ομάδες του πληθυσμού, οργανωμένες συντεχνίες, πολιτικά κόμματα και ποικίλοι σχηματισμοί που επέτυχαν στο παρελθόν προνόμια και πολιτική πελατεία, προτιμούν τον εύκολο καταγγελτικό λόγο, ευαγγελιζόμενοι την επιστροφή στο προ κρίσης status quo.
Όλοι αυτοί κατάφεραν να δημιουργήσουν την εικόνα ότι αρκεί η Ελλάδα να διαπραγματευτεί ηπιότερους όρους στα Μνημόνια, για να κρατήσουμε κάτι από την παλιά ευημερία.
Όμως όλο και περισσότεροι Έλληνες βλέπουν ότι αυτή η προσέγγιση είναι μάταιη. Έξι χρόνια Μνημονίων, που δεν λένε να τελειώσουν, μας έχουν πείσει ότι μια τέτοια προσέγγιση φέρνει το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που όλοι ζητάμε.
Οι κούφιες υποσχέσεις και οι αυταπάτες δεν ωφελούν. Επισωρεύονται νέα προβλήματα, παρατείνονται τα Μνημόνια, αυξάνονται τα χρέη, η ανάπτυξη συνεχώς απομακρύνεται. Και αυτό παρατείνει, χρόνο με το χρόνο, την αγωνία των ανέργων και των επιχειρηματιών που έβαλαν λουκέτο, αλλά και την απελπισία όλων εκείνων των πολιτών και των επιχειρηματιών που επιβιώνουν μεν ακόμη, αλλά έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το δημόσιο και τις Τράπεζες, και μόνο μια αναπτυσσόμενη αγορά θα μπορούσε να τους δώσει διέξοδο.
Τέσσερις άλλες χώρες βρέθηκαν σε παρόμοιες συνθήκες με εμάς, μπήκαν σε Πρόγραμμα μετά από εμάς και ήδη έχουν απαλλαγεί από τα Μνημόνια και σταθερά επανέρχονται στην κανονικότητα. Στις χώρες αυτές, παρά τις αντιπαραθέσεις και τους πολιτικούς αγώνες, οι πολιτικές δυνάμεις, οι κοινωνικοί εταίροι, βρήκαν κάποιο στοιχειώδες επίπεδο συνεννόησης και κατάφεραν να αλλάξουν την πορεία της οικονομίας τους και να τη θέσουν σε υγιείς βάσεις.
Αλλά πρέπει να δούμε και τι έγινε και στις άλλες προοδευμένες οικονομίες της Ευρώπης τα προηγούμενα χρόνια, κυρίως την περίοδο της δεκαετίας του 2000.
Η απελευθέρωση του ρυθμιστικού περιβάλλοντος της αγοράς εργασίας (γιατί περί αυτού πρόκειται) στις ανεπτυγμένες -πλην Ελλάδος- χώρες του ΟΟΣΑ είχε ήδη πραγματοποιηθεί, πολύ πριν την ελληνική κρίση χρέους και τη διάσωση της χώρας με κεφάλαια των Ευρωπαίων εταίρων μας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) το 2010.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι εργατικές οργανώσεις συμμετείχαν στη διαμόρφωση των κανόνων, άλλοτε μέσα από διαβούλευση, άλλοτε επιστρατεύοντας κινητοποιήσεις και πιο δυναμικά μέσα, βρίσκοντας όμως πάντα μία ισορροπία που σκοπό είχε να σωθούν θέσεις εργασίας με διατηρήσιμο τρόπο, μπροστά σε έναν αμείλικτο διεθνή ανταγωνισμό.
Σε αυτές τις χώρες, τα μέτρα εκσυγχρονισμού της αγοράς εργασίας γενικά πετυχαίνουν (σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι στην αρτηριοσκληρωτική Ελλάδα) να συνδυάζουν τη μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα της παραγωγής με το απαραίτητο δίχτυ ασφαλείας για τους εργαζόμενους. Και αυτό συμβαίνει διότι σε όλες αυτές τις χώρες, όπου εφαρμόζονται, ο σκοπός δεν είναι να «μειώσουν» τα εργασιακά δικαιώματα όσων έχουν ήδη απασχόληση, αλλά να αυξήσουν τις δυνατότητες απασχόλησης και αυτών που δεν έχουν δουλειά, των νέων που έχουν συνεχώς βελτιούμενα προσόντα, των γυναικών, για να αυξηθεί η παραγωγική δυναμική της χώρας, ενισχύοντας την ελκυστικότητα για επενδύσεις και δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Η ευελιξία στην αγορά εργασίας είναι ο μηχανισμός που κατά κανόνα ενισχύει και τη δυνατότητα ενός παραγωγικού συστήματος να αντιμετωπίσει μία κρίση, όπως ήταν η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση 2008-2009, μαζί, βεβαίως, με τη χρήση εργαλείων επεκτατικής δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής. Η ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας που βασίσθηκε και στην ταχεία αντίδραση των παραγωγικών μονάδων στις διαμορφούμενες νέες υφεσιακές συνθήκες, θα ήταν αδύνατη εάν οι οικονομίες δεν λειτουργούσαν σε ένα ευέλικτο σύστημα αγορών, όχι μόνο εργασίας αλλά και προϊόντων και υπηρεσιών.
Δεν είναι τυχαίο που οι χώρες που μπήκαν σε Μνημόνιο στο αποκορύφωμα της κρίσης -για άλλους λόγους από την Ελλάδα- έχουν ήδη προ πολλού επανέλθει στις αγορές. Η Ελλάδα, όταν εμφανίσθηκε η κρίση, ήταν μία ανοχύρωτη χώρα, με μία οικονομία που είχε καταφέρει να δημιουργήσει ανάπτυξη με δανεικά, έχοντας ως εκ τούτου την πολυτέλεια να λειτουργεί με στρεβλώσεις στις αγορές.
Σήμερα που δεν υπάρχουν πλέον τα δανεικά, και σε κάθε περίπτωση η πρόσβαση της Ελλάδας στις αγορές στο μέλλον δεν θα περιλαμβάνει τη χρηματοδότηση δημοσιονομικών ελλειμμάτων αλλά κυρίως των πληρωμών χρεολυσίων, είναι αναγκαιότερο από ποτέ να διαθέτει η χώρα ένα αποτελεσματικό παραγωγικό σύστημα και μία λειτουργική, ανταγωνιστική οικονομία. Δηλαδή ευέλικτες αγορές προϊόντων και υπηρεσιών ανοικτές στον διεθνή ανταγωνισμό, που απαιτούν παράλληλα για να λειτουργήσουν και ευέλικτες αγορές εργασίας.
Τέθηκε, επίσης, πολλές φορές το ερώτημα κατά πόσον τα μέτρα που εφαρμόσθηκαν στις εργασιακές σχέσεις ήταν αντίστοιχα του μεγέθους του προβλήματος που αντιμετώπιζε, κατά τη λήψη τους, η ελληνική οικονομία. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι τα μέτρα ελήφθησαν για να απαλυνθεί η επίπτωση στην ανεργία από την επιβεβλημένη προσαρμογή, καθώς η χώρα βρισκόταν σε καθεστώς Μνημονίων και ήταν αναγκασμένη, επί ποινή πτωχεύσεως, να μειώσει, σχετικά με ταχείς ρυθμούς, τα τεράστια ελλείμματα, και να ανατρέψει την κατάρρευση της ανταγωνιστικότητας, που είχαν δημιουργηθεί πριν το ξέσπασμα της κρίσης.
Σημειώνεται ότι το 2009, το έλλειμμα του προϋπολογισμού στην Ελλάδα ανερχόταν σε 15,1 π.μ. του ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη δεν ξεπερνούσε τις 7 π.μ. του ΑΕΠ, επίπεδο υπερπενταπλάσιο του όρου δημοσιονομικής σταθερότητας του 3% του ΑΕΠ, όπως ορίζεται στη διαδικασία υπερβολικών ελλειμμάτων της συνθήκης του Μάαστριχτ με την οποία συστάθηκε η Ευρωζώνη. Σημειώνεται ότι όλες αυτές οι χώρες της Ευρωζώνης είχαν σημαντικά αυξημένα δημοσιονομικά ελλείμματα την εποχή εκείνη, καθώς προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν τη μεγάλη ύφεση που είχε προκύψει λόγω της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης. Καμία όμως, χώρα δεν παρουσίαζε την εικόνα του δημοσιονομικού εκτροχιασμού της Ελλάδας.
Η δημοσιονομική προσαρμογή, λοιπόν, που επιχειρήθηκε ήταν όχι μόνο τεράστια αλλά και ανισοβαρής, με την έμφαση να πέφτει κυρίως στην αύξηση των φόρων (με τις γνωστές αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα, την απασχόληση και το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, και λιγότερο στη μείωση των δαπανών του δημόσιου τομέα.
Θα πρέπει όμως στο σημείο αυτό να πούμε ότι τα Προγράμματα που κλήθηκαν να εφαρμόσουν οι Ελληνικές κυβερνήσεις ήταν πολύ πιο ισορροπημένα στον θεωρητικό τους σχεδιασμό από ό,τι τελικά εφαρμόστηκαν και εφαρμόζονται στη πράξη.
Δύο βασικές κριτικές υπάρχουν εδώ: ότι η δημοσιονομική προσαρμογή, όπως προείπαμε, προήλθε περισσότερο από αύξηση φόρων παρά από περικοπή δαπανών, και ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές (πλην εργασίας) και στη γραφειοκρατία προχώρησαν με βήμα χελώνας, και σίγουρα εκτός φάσεως σε σχέση με τα δημοσιονομικά και τα εργασιακά.
Έτσι ο παραγωγικός ιστός και οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα υπέστησαν μέτρα χωρίς παράλληλα να τρέχουν δίπλα τους δράσεις βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Αυτή η ανισόρροπη εξέλιξη στα διαφορετικά μέτωπα θα έπρεπε να αποτελέσει πρωταρχικό αντικείμενο δημοσίας συζήτησης. Έχουμε πολλές φορές καλέσει τους άλλους κοινωνικούς εταίρους να διαβουλευτούμε πάνω σε αυτό, αλλά η κρατούσα άποψη είναι ότι είναι πεδίο απασχόλησης μόνον των πολιτικών και των κομμάτων.
Με τον τρόπο αυτό φθάνουμε εμείς οι ίδιοι, οι παράγοντες της αγοράς, οι κοινωνικοί εταίροι, να αφήνουμε τις τύχες της οικονομίας στα χέρια εκείνων ακριβώς που την άλλη στιγμή κατηγορούμε ότι εφαρμόζουν λάθος πολιτικές. Και όλα αυτά για συντεχνιακά και μικροπολιτικά οφέλη της στιγμής. Έτσι φθάσαμε στο σημείο, ο εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης που ήταν η εναγόμενη πλευρά και στην ακρόαση στο Συμβούλιο της Ευρώπης, δηλαδή ο Υπουργός Εργασίας, να ζητά με το ίδιο του το στόμα την καταδίκη της χώρας του, ώστε να εμφανισθεί ως υπέρμαχος των δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Όντως, μία τέτοια προσέγγιση υπογραμμίζει με τον κατηγορηματικότερο τρόπο το έλλειμμα αξιοπιστίας της χώρας μας. Δεν είναι λοιπόν παράξενο γιατί η χώρα μας αντιμετωπίζεται με δυσπιστία στη διεθνή κοινότητα. Και χωρίς την αξιοπιστία αυτή όχι μόνο δεν θα μπορέσουμε να έχουμε προσέλκυση νέων επενδύσεων, αλλά θα διώξουμε από την Ελλάδα και όσους ακόμη μπορούν να φύγουν, καταλήγει ο ΣΕΒ.