Οι ξένοι επενδυτές ζητούν από την Ελλάδα να μετατραπεί σε «κανονική» χώρα για να επενδύσουν, διαδικασία όμως που θα απαιτήσει χρόνο και αποτελεσματική δουλειά σε πολιτικό και τραπεζικό επίπεδο. Όσοι πιστεύουν πως κάτι τέτοιο θα προχωρήσει σε σημαντικό βαθμό τους επόμενους έξι μήνες, τοποθετούνται στο Χ.Α. και στα κρατικά ελληνικά ομόλογα, προσδοκώντας σημαντικές αποδόσεις, που μπορεί να γίνουν ακόμη πιο εντυπωσιακές στην περίπτωση των τραπεζικών τίτλων.
Οι περισσότεροι, ωστόσο, τηρούν στάση αναμονής, θεωρώντας πως είναι πολύ νωρίς και αρκετά επικίνδυνη μια τέτοια τοποθέτηση. Και επί του παρόντος, η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της ευρωζώνης με μνημόνιο, κεφαλαιακούς ελέγχους και ύφεση, με τις περισσότερες χρηματιστηριακές εταιρείες να είναι ζημιογόνες και με αρκετές εισηγμένες να εξετάζουν το σενάριο αποχώρησής τους από το Χ.Α. Γενικώς, παραμένουν πολλά στον ορίζοντα τα σύννεφα...
«Στο ερώτημα γιατί οι ξένοι επενδυτές δεν έχουν σπεύσει ολόκληρο το καλοκαίρι να ποντάρουν στο σενάριο της δεύτερης θετικής αξιολόγησης, η απάντηση κατά την εκτίμησή μου είναι ότι δεν τους αρκεί. Ναι μεν διαπιστώνουν στην περίπτωση του Χ.Α. ελκυστικότερους συντελεστές, πλην όμως αυτό που θέλουν οι περισσότεροι να διαπιστώσουν, είναι πως η Ελλάδα εξελίσσεται σε μια "κανονική χώρα". Και αυτό θέλει τον χρόνο του».
Αυτά δήλωσε γνωστός χρηματιστηριακός παράγοντας συμπληρώνοντας: «Τι ζητούν οι ξένοι, όπως τουλάχιστον φάνηκε από το πρόσφατο road show που διοργάνωσε το ελληνικό χρηματιστήριο στο Λονδίνο; Πρώτον, τη δεύτερη θετική αξιολόγηση και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Δεύτερον, την ένταξη της Ελλάδας στον μηχανισμό ποσοτικής χαλάρωσης με την ελπίδα ότι θα υποχωρήσουν σημαντικά οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων. Τρίτον, μια ευνοϊκή -παραμετρική έστω- βελτίωση στο μέτωπο εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους. Και τέταρτον (γιατί ας μην ξεχνάμε πως διαθέτουμε ένα τραπεζοκεντρικό χρηματιστήριο) δείγματα ότι το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά. Αν λοιπόν δρομολογηθούν όλα αυτά ή τα περισσότερα από αυτά και ταυτόχρονα δεν δούμε κάποιο ιδιαίτερα αρνητικό χρηματιστηριακό σενάριο διεθνώς, τότε το Χρηματιστήριο της Αθήνας θα μπορούσε να αποφέρει σημαντικές αποδόσεις μέσα στο 2017. Ωστόσο τα "αν" που τίθενται είναι αρκετά».
Ο διεθνής παράγοντας
Αρκεί όμως μόνο η πορεία της Ελλάδας προς την κανονικότητα; Όχι, λένε οι αναλυτές, καθώς θα πρέπει να αποφευχθεί κάποια ιδιαίτερα αρνητική εξέλιξη σε διεθνές επίπεδο. Στο μέτωπο αυτό -επί του παρόντος- τα πράγματα φαίνεται να πορεύονται σχετικά ικανοποιητικά, καθώς αναμένεται για το 2017 μια μέση άνοδος του ΑΕΠ κατά 1%-1,5% (στο 2,7% του ΑΕΠ βάζει τον πήχη η Κομισιόν και η ελληνική κυβέρνηση). Ωστόσο, δεν παύουν στο εξωτερικό μέτωπο να ελλοχεύουν αρκετοί κίνδυνοι με κυριότερους τις πιθανές επιπτώσεις που μπορεί να λάβει η απόφαση των Βρετανών για Brexit, η μετεκλογική κατάσταση στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και φυσικά πιθανές αναταράξεις στον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα.
Ειδικότερα για το θέμα των τραπεζών, ο κίνδυνος είναι πως αρκετοί χρηματοπιστωτικοί όμιλοι θα αναγκαστούν να ζητήσουν από τις αγορές κεφαλαιακές ενέσεις πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ μέσα στο 2017. Κάτι τέτοιο θα προσκαλούσε υπερβάλλουσα προσφορά και προφανώς θα μείωνε τις τιμές των τραπεζικών μετοχών πανευρωπαϊκά.
Το εσωτερικό μέτωπο
Για να επιστρέψουμε ωστόσο στα του οίκου μας, αλήθεια είναι πως χρειάζεται πολλή δουλειά ακόμη ώστε η Ελλάδα να μετεξελιχθεί σε μια «κανονική» χώρα, όπως τουλάχιστον ορίζουν μια «κανονική» χώρα οι ξένοι επενδυτές. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην ευρωζώνη σε καθεστώς μνημονίου, η μόνη χώρα με capital controls και φυσικά η μόνη οικονομία με αρνητικό ρυθμό ανάπτυξης (στοιχεία β' τριμήνου).
Στο ζήτημα της δεύτερης αξιολόγησης, για παράδειγμα, υπάρχουν καυτά ζητήματα και σημαντικές προκλήσεις που πρέπει να υπερβεί η κυβέρνηση και μάλιστα όσο το δυνατόν συντομότερα, προκειμένου όχι μόνο να αντληθούν τα κεφάλαια της δόσης, αλλά επίσης για να βοηθηθούν τα ζητήματα του χρέους και της ένταξης στο καθεστώς ποσοτικής χαλάρωσης.
Στο ζήτημα του χρέους, τα πράγματα δείχνουν να είναι πολύ πιο δύσκολα, καθώς κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να έχει αποκτήσει σημαντικά ερείσματα στην Ευρώπη, πέραν της Γαλλίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες όμως δεν αποφασίζουν. Έτσι, ο Γερμανός υπουργός οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ξεκαθάρισε πως δεν τίθεται θέμα χρέους πριν από το τέλος του προγράμματος το 2018 και σίγουρα πριν τις γερμανικές εκλογές.
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του ESM συγκεκριμένα, επαναλαμβάνει και σήμερα τις πάγιες θέσεις του, ότι: α) Δεν έχει σημασία το δημόσιο χρέος, αλλά η δυνατότητα εξυπηρέτησής του και ο σχετικός δείκτης για την Ελλάδα είναι καλύτερος από τον αντίστοιχο άλλων χωρών, β) Ήδη έχουν γίνει δύο παρεμβάσεις που μείωσαν το ελληνικό χρέος, και γ) Προτεραιότητα των Ελλήνων θα πρέπει να είναι η προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και η μείωση των κρατικών δαπανών.
Τέλος, στο μέτωπο των μη εξυπηρετούμενων δανείων τα πράγματα φαίνεται να εξελίσσονται με αργούς ρυθμούς ή τουλάχιστον με μικρότερη ταχύτητα από αυτή που θέλουν οι αγορές και οι δανειστές της χώρας. Ακόμη δεν έχουν ξεκαθαρίσει αρκετά πράγματα γύρω από τον τρόπο αντιμετώπισής των κόκκινων δανείων, ακόμη εκκρεμεί η ψήφιση του νόμου για τα κόκκινα επιχειρηματικά δάνεια και, κυρίως, στις πλείστες των περιπτώσεων δεν έχουν ακόμη ξεκινήσει να γίνονται αποφασιστικά βήματα σε ό,τι αφορά τις εταιρικές αναδιαρθρώσεις.
Οι επιπτώσεις
Όσο καθυστερούν, όμως, όλα τα προηγούμενα, καθυστερεί παράλληλα και η εκκίνηση του κύκλου ανάκαμψης της πραγματικής οικονομίας. Είναι φανερό πως η κυβέρνηση επιθυμεί ιδιαίτερα το γύρισμα του ΑΕΠ σε θετική φάση και δεν είναι τυχαίες οι συχνές σχετικές πρωθυπουργικές αναφορές. Το ζήτημα ωστόσο είναι πως μετά το -0,95% του πρώτου εξαμήνου και το μουδιασμένο όπως φαίνεται καλοκαίρι, κάποιοι παράγοντες της αγοράς αμφιβάλλουν όχι μόνο για τις πρωθυπουργικές εκτιμήσεις περί θετικού ΑΕΠ στο σύνολο του 2016, αλλά ακόμη και για το -0,3% που εξακολουθεί να είναι η επίσημη πρόβλεψη της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2016.
Γενικότερα, μάλιστα, υπάρχει αβεβαιότητα για το πώς θα κινηθούν τόσο η πραγματική οικονομία, όσο και τα δημοσιονομικά μεγέθη μέσα στο επόμενο εννεάμηνο, λόγω των αυξημένων φορολογιών και ασφαλιστικών εισφορών, με αποκορύφωμα τις αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων και των εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών από την 1η Ιανουαρίου του 2017.
Παράλληλα, η εγχώρια επενδυτική αγορά μετρά τις πληγές της. Οι περισσότερες χρηματιστηριακές εταιρείες είναι ζημιογόνες και λειτουργούν με «προσωπικό ασφαλείας». Μόνο κατά τις τελευταίες ημέρες είχαμε δημόσια πρόταση στην Kleemann και την απόφαση των Σωληνουργείων Κορίνθου και Ελληνικών Καλωδίων που θα συγχωνευθούν, να μεταφέρουν την έδρα τους στο Βέλγιο (τουλάχιστον θα υπάρχει παράλληλη διαπραγμάτευση της μετοχής στο Χ.Α.).
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, υπάρχουν και εκείνοι που επιμένουν να τοποθετούνται στα τρέχοντα επίπεδα τιμών, είτε στις «επικίνδυνες» τράπεζες (προσδοκώντας αποδόσεις έως και πάνω από 100% σε διάστημα διετίας) είτε σε εταιρείες ισχυρών θεμελιωδών στοιχείων, πιστεύοντας ότι είναι εμφανώς υποτιμημένες, πως η χώρα θα παραμείνει στην ευρωζώνη και πως -αργότερα ή γρηγορότερα- θα μετεξελιχθεί σε «κανονική».