Με την υφιστάμενη αρχιτεκτονική και με τη βοήθεια των νέων «εργαλείων», που δεσμεύεται να θεσμοθετήσει η κυβέρνηση, θα επιχειρηθεί η προσπάθεια μείωσης των κόκκινων δανείων κατά 40,5%, ως το τέλος του 2019.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ήρθησαν οι ενστάσεις που είχαν διατυπώσει κάποιοι εκ των θεσμών (ΔΝΤ), για το αν ο στόχος μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (Non Performig Exposures - NPEs) κατά 41,9 δισ. ευρώ, τα επόμενα τρεισήμισι έτη, είναι ικανός να συμβάλει στην επανεκκίνηση της οικονομίας και στην επίτευξη των φιλόδοξων πρωτογενών πλεονασμάτων.
Η απόσυρση των ενστάσεων «κλειδώνει» το plan A, την αντιμετώπιση, δηλαδή, του προβλήματος μέσω των τραπεζών. Η δημιουργία μίας ή περισσότερων (σ.σ. θεματικών) bad banks παραμένει εφεδρεία, στην απευκταία, για τον εγχώριο τραπεζικό κλάδο, περίπτωση που οι επιδόσεις των τραπεζών στη μείωση των NPEs είναι σημαντικά υποδεέστερες των στόχων.
Όπως αποκάλυψε το Euro2day.gr, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες δεσμεύονται να μειώσουν κατά 41,9 δισ. ευρώ τα εγχώρια μη εξυπηρετούμενα ανοίγματά τους ως το τέλος του 2019, ώστε σε απόλυτα νούμερα να υποχωρήσουν από 103,5 δισ. ευρώ (σ.σ. στοιχεία τέλους 2015) σε 61,6 δισ. ευρώ.
Το πλάνο προβλέπει ότι οι συνολικές χορηγήσεις στην Ελλάδα θα μειωθούν κατά 5 δισ. ευρώ (200 από 205 δισ.), τα επόμενα τρεισήμισι χρόνια. Επομένως, αν ο στόχος επιτευχθεί, το ποσοστό των NPEs ως προς τις συνολικές χορηγήσεις θα υποχωρήσει στο 30,8%. Η προσπάθεια θα συνεχισθεί και τα επόμενα δύο-τρία χρόνια, ώστε το ποσοστό των NPEs να υποχωρήσει στο σημερινό μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο.
Για να υλοποιηθεί ο παραπάνω φιλόδοξος στόχος, οι τράπεζες θα πρέπει, μεσοσταθμικά, να μειώνουν τα υφιστάμενα NPEs κατά 10,47 δισ. ευρώ και ταυτόχρονα να αντιμετωπίζουν τις νέες επισφάλειες που θα προκύψουν ως το τέλος του 2019. Μόνο για φέτος, εκτιμάται ότι τα νέα NPEs θα ανέλθουν σε 5 δισ. ευρώ, ρυθμός που αναμένεται να επιβραδύνει προοδευτικά από το 2017.
Η αύξηση των NPEs σε συνδυασμό με την αρνητική πιστωτική επέκταση και την αλλαγή μεθοδολογίας από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM), θα οδηγήσει, σύμφωνα με πληροφορίες, στην αύξηση του εξατομικευμένου Common Equity Tier I για τις εγχώριες συστημικές τράπεζες. Πρόκειται για τον δείκτη ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων που υπολογίζει ο SSM για την κάθε τράπεζα ξεχωριστά, χωρίς να τον δημοσιοποιεί.
Ο δείκτης αναμένεται να ανέβει από τα επίπεδα του 12% που ισχύει σήμερα σε αυτά του 13%, με μια από τις τράπεζες να εμφανίζει λόγω του όγκου των NPEs και της διάρθρωσής τους τη μεγαλύτερη αύξηση. Η αύξηση του εξατομικευμένου CET I δεν αποτελεί πρόβλημα αυτή τη στιγμή για καμία από τις τέσσερις τράπεζες καθώς διαθέτουν κεφαλαιακή υπερεπάρκεια. Θέμα θα δημιουργηθεί, εφόσον οι τράπεζες αποτύχουν στους στόχους μείωσης των NPEs και ο SSM αναπροσαρμόσει εκ νέου ανοδικά τον πιστωτικό τους κίνδυνο.
Τα νέα εργαλεία
Εν τω μεταξύ συνεχίζονται οι συζητήσεις σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων μεταξύ κυβέρνησης - θεσμών - αρχών - διοικήσεων τραπεζών για τις βασικές εκκρεμότητες όσον αφορά στην ολοκλήρωση του θεσμικού πλαισίου αντιμετώπισης των NPEs. Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, οι βασικές αρχές που πρέπει να διέπουν το νέο πλαίσιο εξωδικαστικής διευθέτησης χρέους έχουν συμφωνηθεί και δεν αναμένονται εκπλήξεις.
Ειδικότερα έχει συμφωνηθεί να παρέχεται δυνατότητα εξωδικαστικής διευθέτησης χρέους και για μεγάλες επιχειρήσεις πέραν των μικρών, με περαιτέρω όμως δικλείδες ασφαλείας. Η διευθέτηση θα αφορά τόσο χρέος προς τους ιδιώτες (τράπεζες, προμηθευτές κ.ά.), όσο και προς το Δημόσιο (ταμεία, εφορία). Οι θεσμοί αποδέχονται το κούρεμα προστίμων και προσαυξήσεων για τις οφειλές προς ταμεία και εφορία, όχι όμως διαγραφή αρχικού κεφαλαίου.
Συμφωνία υπάρχει και επί της αρχής για τη δημιουργία ενός μηχανισμού στον οποίο θα προσφεύγουν οι επιχειρήσεις για διευθέτηση χρέους, με τους θεσμούς να ζητούν να υιοθετηθεί μοντέλο αντίστοιχο με αυτό που ισχύει στη Γαλλία ή στη Γερμανία.
Κρίσιμα ζητήματα παραμένουν για τις τράπεζες η ευχερέστερη μετοχοποίηση χρέους (debt equity swap) και η κάλυψη έναντι κινδύνων απιστίας για όσους υπογράφουν αναδιαρθρώσεις δανείων με «κούρεμα» απαιτήσεων. Για αυτά και κυρίως για τη νομική κάλυψη υπάρχουν διαφορές στην προσέγγιση μεταξύ θεσμών και κυβέρνησης.