Ενιαίο πλαίσιο για την τιμολόγηση του νερού, κλιμακωτά και ανάλογα με την κατανάλωση, με παράλληλη εφαρμογή του «περιβαλλοντικού τέλους» που θα έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα, προωθεί το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ). Η χώρα μας καλείται εντός του 2016 να ενσωματώσει, με μεγάλη καθυστέρηση, την κοινοτική οδηγία-πλαίσιο για τη διαχείριση των υδάτων (2000/60/ΕΚ).
Το σχέδιο Κοινής Υπουργικής Απόφασης με θέμα «Έγκριση γενικών κανόνων κοστολόγησης και τιμολόγησης υπηρεσιών ύδατος. Μέθοδος και διαδικασίες για την ανάκτηση κόστους των υπηρεσιών ύδατος στις διάφορες χρήσεις του», που τέθηκε χθες σε διαβούλευση μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου περιλαμβάνει όχι μόνο τη μεθοδολογία κοστολόγησης της ύδρευσης αλλά και τον τρόπο επιβολής του «περιβαλλοντικού τέλους» με το οποίο επιβαρύνονται οι καταναλωτές νερού. Προβλέπει, όμως, και συγκεκριμένους κανόνες τιμολόγησηw για το νερό που χρησιμοποιείται για άρδευση και το οποίο σήμερα σε πάρα πολλές περιπτώσεις δεν τιμολογείται.
Η κοινοτική οδηγία επιβάλλει να λαμβάνονται υπόψη στην τιμολόγηση του νερού το χρηματοοικονομικό κόστος, δηλαδή η κατασκευή, λειτουργία και συντήρηση των υποδομών διαχείρισης υδάτων, το κόστος του πόρου (δηλαδή του νερού), που προσδιορίζεται με βάση τις διαθέσιμες εναλλακτικές, αν υπάρξει υπερκατανάλωση και το περιβαλλοντικό κόστος, δηλαδή την αποζημίωση για τη ζημία που προκαλεί η άντληση του νερού.
Σύμφωνα με την Κοινή Υπουργική Απόφαση που προωθεί ο αναπληρωτής υπουργός Περιβάλλοντος Γιάννης Τσιρώνης, η Διεύθυνση Υδάτων της Αποκεντρωμένης Διοίκησης γνωστοποιεί, έως 31 Οκτωβρίου κάθε έτους, στους παρόχους υπηρεσιών ύδατος καθώς και στους οικείους ΟΤΑ Α' βαθμού το περιβαλλοντικό κόστος και το κόστος πόρου ανά κυβικό μέτρο που αντιστοιχεί στους τελικούς χρήστες.
Στη συνέχεια, «οι πάροχοι υπηρεσιών ύδατος, εντός του πρώτου εξαμήνου του επόμενου έτους, προσδιορίζουν τα τιμολόγιά τους. Για τον προσδιορισμό των τιμολογίων προς τους τελικούς χρήστες, οι πάροχοι λαμβάνουν υπόψη, πέραν του χρηματοοικονομικού κόστους, και το περιβαλλοντικό κόστος καθώς και το κόστος πόρου. Στα τιμολόγια κάθε παρόχου υπηρεσιών ύδατος αναγράφεται υποχρεωτικά, με διακριτό και εύληπτο τρόπο, το "περιβαλλοντικό τέλος".
Το «περιβαλλοντικό τέλος»
Οι πάροχοι υπηρεσιών ύδατος «προβαίνουν στην είσπραξη του περιβαλλοντικού τέλους από τους τελικούς χρήστες. Το ποσό των εισπραχθέντων περιβαλλοντικών τελών αποδίδεται από τους παρόχους υπέρ του Πράσινου Ταμείου, σε Ειδικό Λογαριασμό που συστήνεται για την υλοποίηση των σχετικών Συμπληρωματικών Μέτρων που προβλέπονται στο άρθρο 12 (παρ. 5) του Π.Δ.51/2007. Από το ανωτέρω ποσό, το 2,5% παρακρατείται από τους παρόχους, για ίδιο λογαριασμό, με εξαίρεση τις πολυμετοχικές επιχειρήσεις ύδρευσης αποχέτευσης που είναι «εισηγμένες» στο χρηματιστήριο, όπως η ΕΥΔΑΠ και η ΕΥΑΘ, έναντι του κόστους παροχής των σχετικών υπηρεσιών».
Στις περιπτώσεις των συμβάσεων μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και ΕΥΔΑΠ ΑΕ, ΕΥΑΘ ΑΕ ή άλλων παρόχων υπηρεσιών ύδατος, η ενσωμάτωση του περιβαλλοντικού τέλους στα τιμολόγια αυτών των παρόχων πραγματοποιείται κατά τις περιόδους που ορίζονται στις σχετικές διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας.
Προβλέπεται πως οι πάροχοι υπηρεσιών ύδατος υποχρεούνται να γνωστοποιούν ετησίως, στη Δ/νση Υδάτων της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, το ύψος του εισπραχθέντος ποσού των αποδιδόμενων τελών στον Ειδικό Λογαριασμό του Πράσινου Ταμείου.
Η είσπραξη του περιβαλλοντικού τέλους από τους τελικούς χρήστες «γίνεται από τον οικείο ΟΤΑ Α' βαθμού με την έκδοση σχετικών τιμολογίων, ανάλογα με την κατανάλωση κάθε χρήστη. Μετά την παρακράτηση του 2,5% για τις ανάγκες παροχής των σχετικών υπηρεσιών, ο οικείος ΟΤΑ Α' βαθμού αποδίδει το υπόλοιπο ποσό των τελών υπέρ του Πράσινου Ταμείου, σε Ειδικό Λογαριασμό που συστήνεται για την υλοποίηση των σχετικών Συμπληρωματικών Μέτρων που προβλέπονται στο άρθρο 12 (παρ. 5) του Π.Δ. 51/2007».
Τα έσοδα που προκύπτουν από τα περιβαλλοντικά τέλη «έχουν ανταποδοτικό χαρακτήρα και διατίθενται αποκλειστικά για τη χρηματοδότηση των Σχετικών Συμπληρωματικών Μέτρων που έχουν διαμορφωθεί στο εκάστοτε ισχύον Πρόγραμμα Μέτρων, βάσει των άρθρων 8 και 9 του Ν. 3199/2003».
Τι προβλέπεται για τα τιμολόγια
Σύμφωνα με την Κοινή Υπουργική Απόφαση, «ο τρόπος τιμολόγησης των τελικών χρηστών γίνεται βάσει της μεθόδου τιμολόγησης κατά αύξουσες κλίμακες. Τα τέλη βάσει της μεθόδου αυτής αποτελούνται από ένα σταθερό τέλος και ένα μεταβλητό τέλος ανά μονάδα όγκου νερού (ογκομετρική χρέωση ανά κυβικό μέτρο κατανάλωσης νερού). Το σταθερό τέλος εκτιμάται έτσι ώστε να αντανακλά και να ανακτά το πάγιο/σταθερό κόστος κάθε παρόχου και εφαρμόζεται με σταθερή χρέωση ανά μετρητή νερού».
Για τον καθορισμό των μεταβλητών τελών ανά τιμή μονάδας νερού «ισχύει μία κύρια τιμή για τις καταναλώσεις του πρώτου κλιμακίου (πρώτη κεντρική κλίμακα κατανάλωσης), η οποία εκτιμάται από κάθε πάροχο, έτσι ώστε εφαρμόζοντας αυτή να καλύπτονται όλα τα μεταβλητά έξοδα του παρόχου. Το σταθερό τέλος καθώς και η κύρια τιμή μονάδας νερού ορίζονται έτσι ώστε να αφορούν στην πλειοψηφία των καταναλωτών και να δημιουργούν την καθοριστική μάζα των εσόδων».
Προβλέπεται, επίσης, πως «η συχνότητα έκδοσης λογαριασμών παροχής των ανωτέρω υπηρεσιών θα πρέπει να διασφαλίζει ότι ενδεχόμενη υπερβολική κατανάλωση σε ορισμένη περίοδο δεν εξισορροπείται με μειωμένες καταναλώσεις σε προηγούμενη ή επόμενη περίοδο, έτσι ώστε η χρέωση να λειτουργεί ως κίνητρο για λελογισμένη κατανάλωση νερού».
Η Κοινή Υπουργική Απόφαση περιλαμβάνει γενικούς κανόνες τιμολόγησης για κάθε χρήση νερού (αγροτική κ.λπ.) καθώς και υποδείγματα για τον υπολογισμό του χρηματοοικονομικού κόστους, του κόστους πόρου και του περιβαλλοντικού κόστους από τις εταιρείες ύδρευσης και αποχέτευσης. Σήμερα δεν υφίσταται ενιαίο πλαίσιο τιμολόγησης του νερού, μολονότι αρκετές δημοτικές επιχειρήσεις ύδρευσης (ΔΕΥΑ) εφαρμόζουν κοινούς κανόνες.