Τελικά δεν ήταν μόνο το λάθος στους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές. Όπως υποδεικνύει η έκθεση της ανεξάρτητης ομάδας των εμπειρογνωμόνων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για το ρόλο του ΔΝΤ στο πρώτο πρόγραμμα στήριξης της Ελλάδας, το Ταμείο έκανε τέσσερα σοβαρά λάθη στους υπολογισμούς του τα οποία συνέβαλαν τελικά στην τροφοδότηση του φαύλου κύκλου λήψης σκληρών δημοσιονομικών μέτρων, μεγαλύτερης ύφεσης και λήψης πρόσθετων μέτρων.
Το 2009, το ΔΝΤ εκτιμούσε ότι το 2012 η σωρευτική ύφεση έως το 2012 θα έφτανε το 5,5%. Τελικά εκτινάχθηκε στο 17%. Παρ’ ότι δεν είναι ασύνηθες για τα προγράμματα του ΔΝΤ να πέφτουν έξω στις προβλέψεις για το ΑΕΠ, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση η απόκλιση για το ΑΕΠ της Ελλάδας είναι «μοναδική περίπτωση».
Η ύφεση στην Ελλάδα αποδείχθηκε πολύ βαθύτερη από τις εκτιμήσεις του προγράμματος, με τη συρρίκνωση του ΑΕΠ να φτάνει το 17% το 2012 σε σχέση με το 2009 έναντι 5,5% που είχε εκτιμηθεί, αναφέρεται στο τμήμα της έκθεσης όπου αξιολογούνται οι προβλέψεις ανάπτυξης σε συνάρτηση με τους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές.
Στο ίδιο διάστημα, το ονομαστικό ΑΕΠ ήταν περίπου κατά ένα πέμπτο χαμηλότερο έναντι εκτίμησης για μείωση 2%. Οι αρχικές εκτιμήσεις για το ΑΕΠ διατηρήθηκαν έως την πέμπτη αξιολόγηση, τον Δεκέμβριο του 2011 και τότε αναθεωρήθηκαν προς το κάτω με την επιστροφή στην ανάπτυξη να τοποθετείται πλέον για το 2014.
Ακολουθώντας τις λανθασμένες εκτιμήσεις για την ανάπτυξη, έπεσαν έξω και οι εκτιμήσεις για την ανεργία. Το ποσοστό ανεργίας το 2012 ήταν 25% έναντι πρόβλεψης για 15%.
«Δεν είναι ασύνηθες για τα προγράμματα του ΔΝΤ να απογοητεύουν σε σύγκριση με τις αρχικές προβλέψεις αλλά η τάξη μεγέθους είναι συνήθως πολύ μικρότερη σε σχέση με αυτή της Ελλάδας. Στη βάση 159 προγραμμάτων, μια παλαιότερη εκτίμηση δείχνει ότι οι προβλέψεις έπεσαν έξω στο 60% των προγραμμάτων και μέσα σε μια περίοδο δύο ετών η μέση απόκλιση ήταν 1,5% ή 6,4% στις περιπτώσεις κρίσεων κεφαλαίου. Η απόκλιση στις προβλέψεις για το ΑΕΠ της Ελλάδας είναι μοναδική περίπτωση ακόμα και για τα στάνταρντ των προγραμμάτων του ΔΝΤ».
Οι λόγοι για τους οποίους έπεσαν τόσο έξω οι προβλέψεις είναι πολλαπλοί.
Ένας πρώτος σημαντικός παράγοντας για τον οποίο η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε πολλαπλάσια σε σχέση με τις εκτιμήσεις έχει να κάνει με το γεγονός ότι το πρώτο πρόγραμμα βασίστηκε υπερβολικά στις επιπτώσεις βελτίωσης της εμπιστοσύνης, στην αποκατάσταση της πρόσβασης στις αγορές και τη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του προγράμματος και την ολοκλήρωση των διαρθρωτικών αλλαγών.
Τελικά, η εμπιστοσύνη επηρεάστηκε καταλυτικά από την κοινωνική και πολιτική αναταραχή αλλά και από τις δηλώσεις πολιτικών παραγόντων της Ευρώπης για το ενδεχόμενο Grexit, ενώ ορισμένες από τις δυσμενείς πολιτικές εξελίξεις ήταν ενδογενείς και προκλήθηκαν από την περιορισμένη ιδιοκτησία του προγράμματος.
Το αποτέλεσμα ήταν κάθετη πτώση των ιδιωτικών επενδύσεων σε ευθεία αντιδιαστολή με τις αισιόδοξες προβλέψεις του προγράμματος, όπου οι θετικές επιπτώσεις σε επίπεδο αποκατάστασης της εμπιστοσύνης είχε εκτιμηθεί ότι θα οδηγούσε σε αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων αντισταθμίζοντας τις υφεσιακές επιδράσεις των δημοσιονομικών μέτρων.
«Ακόμα όμως και εάν οι διαρθρωτικές αλλαγές είχαν ολοκληρωθεί, μια άμεση αντίδραση θα ήταν απίθανη»…
Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με τους πολύ χαμηλούς δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές, υποδηλώνοντας μια δημοσιονομική προσαρμογή λιγότερο κοστοβόρα σε σχέση με αυτή που αποδείχθηκε. Το πρόγραμμα λάμβανε υπόψη έναν πολλαπλασιαστή μόλις 0,5 παρά τις παραδοχές των στελεχών του ταμείου ότι η κλειστή ελληνική οικονομία και η απουσία εργαλείων υποτίμησης του νομίσματος θα πολλαπλασίαζε το δημοσιονομικό σοκ. Τα επόμενα προγράμματα έχουν λάβει υπόψη διπλάσιους πολλαπλασιαστές.
Ένας τρίτος λόγος για την πολλαπλάσια της εκτιμώμενης ύφεσης έχει να κάνει με τις ιδιαιτερότητες των ελληνικών εξαγωγών οι οποίες δεν ελήφθησαν υπόψη όταν αξιολογούνταν η ικανότητα του προγράμματος να αντιμετωπίσει τις εξωτερικές προσαρμογές.
Η ελληνική οικονομία είναι μια σπάνια περίπτωση μιας μικρής κλειστής οικονομίας: μόνο ένα μικρό μέρος των ελληνικών εξαγωγών μπορεί να εκτιμηθεί ότι εξαρτάται από την ανταγωνιστικότητα. Το μεγαλύτερο μέρος τους (τρόφιμα , αγαθά και ναυτιλιακές υπηρεσίες) δεν μπορεί να αναμένεται ότι θα επηρεαστούν από το χαμηλότερο κόστος εργασίας. «Η επίγνωση των ιδιαιτεροτήτων των ελληνικών εξαγωγών θα έπρεπε να έχει μειώσει τις προσδοκίες για την πιθανή συμβολή των εξαγωγών στους ρυθμούς ανάπτυξης».
Τέλος, το μέγεθος του δυνητικού ΑΕΠ ενδεχομένως να είχε υπερεκτιμηθεί. Οι ρυθμοί ανάπτυξης πριν την κρίση ενδέχεται να είχαν οδηγήσει σε υπερεκτίμηση των δυνητικών ρυθμών ανάπτυξης. Μέρος της συρρίκνωσης μετά το 2009 ενδέχεται να συνδέεται με την επιστροφή σε ένα δυνητικό μονοπάτι ανάπτυξης σαφώς χαμηλότερο από αυτό που είχε εκτιμηθεί στο πρόγραμμα. Αν αυτό συμβαίνει, υποδεικνύει ότι οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές και οι πολλαπλασιαστές των εξαγωγών ενδεχομένως να μην είχαν υποεκτιμηθεί όσο φαίνεται.
«Παρ' όλα αυτά παραμένει ενεργό το ερώτημα γιατί το ΔΝΤ ήταν τόσο αισιόδοξο σχετικά με τους ρυθμούς ανάπτυξης και περίμενε τόσο καιρό πριν αναθεωρήσει προς τα κάτω τις προβλέψεις του προσαρμόζοντας αντίστοιχα και τους δημοσιονομικούς στόχους».