«Μοναδική περίπτωση» χαρακτηρίζει την Ελλάδα η επικεφαλής του ΔΝΤ στη δήλωσή της με αφορμή τα αποτελέσματα της έρευνας του ανεξάρτητου τμήματος (ΙΕΟ) του Ταμείου για τα πρώτα προγράμματα διάσωσης.
Επιλέγει να ρίξει τις ευθύνες κυρίως στην ελληνική πλευρά καθώς ενώ παραδέχεται ότι «οι αρχικοί οικονομικοί στόχοι αποδείχθηκαν υπερβολικά φιλόδοξοι» προσθέτει ότι το πρόγραμμα «βασανίστηκε από επαναλαμβανόμενες πολιτικές κρίσεις, αντιστάσεις από κατεστημένα συμφέροντα και σοβαρά προβλήματα εφαρμογής που οδήγησαν σε πολύ μεγαλύτερη του αναμενόμενου συρρίκνωση της παραγωγής».
Σημειώνει βέβαια ότι η χώρα προχώρησε σε τεράστια προσαρμογή με πρωτοφανή βοήθεια από τους δανειστές της και αυτό της επέτρεψε να παραμείνει στην ευρωζώνη, ένας στόχος κλειδί τόσο για την Ελλάδα όσο και για τα μέλη της ζώνης του ευρώ.
Σύμφωνα με τη γενική διευθύντρια του ΔΝΤ στα παραπάνω προβλήματα πρέπει να προστεθούν και τα επαναλαμβανόμενα «επεισόδια φόβου» για ενδεχόμενο Grexit.
«Φυσικά κανένα από αυτά τα εμπόδια δεν προβλέφθηκε προκαταβολικά και με το πλεονέκτημα της ύστερης γνώσης, οι αρχικές προβλέψεις για την ιδιοκτησία του προγράμματος και την ανάπτυξη αποδείχθηκαν υπερβολικά αισιόδοξες. Ωστόσο η Ελλάδα παρέμεινε μέλος της ευρωζώνης, βασικός στόχος τόσο για την Ελλάδα όσο και για τα μέλη της ζώνης του ευρώ».
Η επικεφαλής του Ταμείου χαρακτηρίζει πρωτοφανή την κρίση στην ευρωζώνη μιλώντας για πολύ υψηλή πιθανότητα «μετάδοσης» δεδομένης της έλλειψης «τείχους προστασίας».
Γι’ αυτό άλλωστε και δηλώνει ότι τα προγράμματα στα οποία συμμετείχε το ΔΝΤ πέτυχαν να «αγοράσουν χρόνο» για να χτιστούν αυτά τα τείχη και να αποκτήσουν ξανά πρόσβαση στις αγορές τρείς από τις τέσσερις χώρες (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρος).
Είναι χαρακτηριστικό ότι αναφέρει πως με το πέρασμα του χρόνου είναι εύκολο να ξεχάσει κανείς πως έμοιαζε ο κόσμος το 2010 και τους φόβους για ένα ακόμα σοκ τύπου Lehman Brothers.
Η Κριστίν Λαγκάρντ παραδέχεται ότι οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές υποτίμηθηκαν αρχικά (αλλά αργότερα διορθώθηκαν) και ότι η ανάκαμψη από την κρίση τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και παγκόσμιο επίπεδο ήταν πιο αδύναμες απ’ όσο αναμένονταν.
Βελτιωνόμαστε…
Σύμφωνα με την γενική διευθύντρια ήδη έχουν γίνει αλλαγές με βάση τα διδάγματα από το 2010/11. Σε αυτά περιλαμβάνει τις τριμηνιαίες αξιολογήσεις, τις αλλαγές στους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές και το μεγαλύτερο ρεαλισμό για το ρυθμό των δομικών μεταρρυθμίσεων.
Ενισχύθηκε όπως σημειώνει το πλαίσιο για τις αναλύσεις βιωσιμότητας χρέους, ενώ σε ότι αφορά τη λειτουργία της «τρόικας» (ΔΝΤ, Κομισιόν, ΕΚΤ) αναφέρεται σε εργασία που είναι σε εξέλιξη ώστε να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητά της.
Δεν το απέδειξε…
Υπό αυτό το πρίσμα η Κριστίν Λαγκάρντ δεν αποδέχεται την μια από τις πέντε συστάσεις της ανεξάρτητης επιτροπής, αυτής που ζητά «το Εκτελεστικό Συμβούλιο και τη Διοίκηση να αναπτύξει διαδικασίες για να ελαχιστοποιήσει το περιθώριο πολιτικών παρεμβάσεων στην τεχνική ανάλυση του ΔΝΤ».
Όπως δηλώνει η Κριστίν Λαγκάρντ «στηρίζω την αρχή η τεχνική ανάλυση του ΔΝΤ να παραμείνει ανεξάρτητη. Ωστόσο δεν δέχομαι την «υπόθεση» της σύστασης την οποία το IEO απέτυχε να τεκμηριώσει στην έκθεση και γι’ αυτό δεν βλέπω την ανάγκη να αναπτυχθούν νέες διαδικασίες».
Αντίθετα υιοθετεί:
• Την σύσταση να ενισχυθούν οι διαδικασίες στο Εκτελεστικό Συμβούλιο και τη Διοίκηση για να εξασφαλιστεί ότι οι συμφωνηθείσες πολιτικές ακολουθούνται και δεν αλλάζουν χωρίς προσεκτική μελέτη. Όπως δηλώνει η διαδικασία γύρω από την οποία δημιουργήθηκαν οι συστημικές εξαιρέσεις έλαβε χώρα υπό εξαιρετικές συνθήκες και δεσμεύεται να χειριστεί καλύτερα ανάλογες καταστάσεις στο μέλλον αν προκύψει «έκτακτη ανάγκη» όπως αυτή του Μαίου του 2010 (σ.σ. όταν η Ελλάδα εντάχθηκε στο πρόγραμμα.
• Το ΔΝΤ να ξεκαθαρίσει πως οι κατευθυντήριες γραμμές του σχεδιασμού του προγράμματος εφαρμόζονται σε μέλη νομισματικών ενώσεων.
• Το ΔΝΤ να καθιερώσει μια πολιτική για τη συνεργασία με περιφερειακές χρηματοδοτικές ρυθμίσεις.
• Το Εκτελεστικό Συμβούλιο και η Διοίκηση θα πρέπει να επιβεβαιώσουν τη δέσμευσή τους για τη λογοδοσία και τη διαφάνεια και το ρόλο της ανεξάρτητης αξιολόγησης για την προώθηση της χρηστής διακυβέρνησης.