Αυστηρά πρόστιμα επαναφέρει το υπουργείο Οικονομικών στις περιπτώσεις όπου κατά τον έλεγχο διαπιστώνεται η μη έκδοση αποδείξεων, επιχειρώντας να λύσει τα χέρια των ελεγκτών που έως σήμερα επέβαλαν πρόστιμα-χάδι στους παραβάτες.
Με τροπολογία που κατατέθηκε στη Βουλή και υπογράφεται από τον Ευκλείδη Τσακαλώτο και τον Τρύφωνα Αλεξιάδη, ορίζεται ότι οι ελεγκτικοί μηχανισμοί κατά τη διαπίστωση παράβασης μη έκδοσης αποδείξεων θα συνεχίσουν να επιβάλλουν τα προβλεπόμενα πρόστιμα στο ύψους του ήμισυ του αναλογούντως ΦΠΑ, με τη διαφορά όμως ότι το συνολικό πρόστιμο δεν μπορεί να είναι χαμηλότερο από 250 ευρώ για υπόχρεους τήρησης απλογραφικών βιβλίων και 500 ευρώ για υπόχρεους τήρησης διπλογραφικών βιβλίων.
Τα πρόστιμα αυτά μάλιστα διπλασιάζονται σε περίπτωση υποτροπής μέσα σε μια πενταετία, ενώ εάν διαπιστωθεί η ίδια παράβαση και άλλη φορά, το πρόστιμο τετραπλασιάζεται.
Ετσι στην περίπτωση όπου σε ένα καφέ διαπιστωθεί ότι δεν εκδόθηκαν 10 αποδείξεις στις οποίες αναλογεί ΦΠΑ 50 ευρώ, το πρόστιμο των 25 ευρώ που ισχύει σήμερα αυτόματα διαμορφώνεται στα 250 ευρώ. Εάν ο ίδιος επιτηδευματίας μέσα σε μια πενταετία υποπέσει στην ίδια παράβαση, ακόμα και αν δεν έχει εκδώσει ακόμα και μία απόδειξη, το πρόστιμο διαμορφώνεται σε 500 ευρώ ενώ η εκ νέου διάπραξη της ίδιας παράβασης συνεπάγεται πρόστιμο 1.000 ευρώ.
Μάλιστα τα νέα πρόστιμα τίθενται σε άμεση εφαρμογή από τις 25 Ιουλίου.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Με τις προτεινόμενες διατάξεις τροποποιείται το άρθρο 58Α του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013, Α' 170). Ειδικότερα, με τις διατάξεις της παραγράφου 1 αντικαθίσταται η παράγραφος 1 του άρθρου 58Α του ν. 4174/2013, προκειμένου να επέλθει εξορθολογισμός των επιβαλλόμενων προστίμων ΦΠΑ για τις παραβάσεις της μη έκδοσης ή της ανακριβούς έκδοσης φορολογικών στοιχείων, μετά και την κατάργηση με τον ν. 4337/2015 (Α' 129) των σχετικών διαδικαστικών παραβάσεων και των αντίστοιχων προστίμων.
Η εν λόγω κατάργηση οδήγησε στην πράξη στην επιβολή προστίμων δυσανάλογα μικρού ύψους σε σχέση με τις παραβάσεις και στη συνακόλουθη απώλεια φορολογικών εσόδων, ενώ συνέβαλε και στην καλλιέργεια αίσθησης ατιμωρησίας στους φορολογούμενους. Με την προτεινόμενη αντικατάσταση θα επιβάλλεται πλέον σε κάθε έλεγχο ένα ελάχιστο ύψος προστίμου για το σύνολο των παραβάσεων μη έκδοσης ή ανακριβούς έκδοσης φορολογικών στοιχείων, ανά φορολογικό έλεγχο, ενώ σε περίπτωση υποτροπής τα πρόστιμα θα προσαυξάνονται. Με τον τρόπο αυτό ενισχύεται η φορολογική συμμόρφωση και αυξάνονται τα δημόσια έσοδα.
Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 τροποποιείται η παράγραφος 5 του ίδιου άρθρου για τη μη σώρευση περισσότερων του ενός προστίμων διαφορετικών παραγράφων του άρθρου 58Α του ν. 4174/2013. Η τροποποίηση είναι αναγκαία, καθώς με τις προτεινόμενες διατάξεις της παραγράφου 1 του ίδιου ως άνω άρθρου τίθεται κατώτατο όριο προστίμου ανά φορολογικό έλεγχο, προκειμένου να είναι σαφές ότι, στην περίπτωση αφαίρεσης του προστίμου της παραγράφου 1 από αυτό της παραγράφου 2, λόγω ταυτόχρονης εφαρμογής, δεν απομένει υπόλοιπο προς επιστροφή.
Με τις διατάξεις της παραγράφου 3 ορίζεται ο χρόνος έναρξης ισχύος των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων.
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΡΥΘΜΙΣΗ
Αρθρο ....
Τροποποιήσεις του άρθρου 58Α του ν. 4174/2013 (Α' 170)
1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 58Α του ν. 4174/2013 (Α' 170) αντικαθίσταται ως εξής:
«Σε περίπτωση μη έκδοσης φορολογικού στοιχείου ή έκδοσης ή λήψης ανακριβούς στοιχείου για πράξη που επιβαρύνεται με ΦΠΑ, επιβάλλεται πρόστιμο πενήντα τοις εκατό (50%) επί του φόρου που θα προέκυπτε από το μη εκδοθέν στοιχείο ή επί της διαφοράς, αντίστοιχα.
Το πρόστιμο αυτό δεν μπορεί να είναι κατώτερο, αθροιστικά ανά φορολογικό έλεγχο, των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης απλογραφικού λογιστικού συστήματος και των πεντακοσίων (500) ευρώ, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης διπλογραφικού λογιστικού συστήματος.
Σε περίπτωση διαπίστωσης, στο πλαίσιο μεταγενέστερου ελέγχου, εκ νέου διάπραξης της ίδιας παράβασης, εντός πενταετίας από την έκδοση της αρχικής πράξης, επιβάλλεται πρόστιμο εκατό τοις εκατό (100%) επί του φόρου που θα προέκυπτε από το μη εκδοθέν στοιχείο ή επί της διαφοράς, αντίστοιχα, το οποίο δεν μπορεί να είναι κατώτερο, αθροιστικά ανά φορολογικό έλεγχο, των πεντακοσίων (500) ευρώ, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης απλογραφικού λογιστικού συστήματος και των χιλίων (1.000) ευρώ, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης διπλογραφικού λογιστικού συστήματος.
Στην περίπτωση κάθε επόμενης ίδιας παράβασης στο πλαίσιο μεταγενέστερου ελέγχου εντός πενταετίας από την έκδοση της αρχικής πράξης, επιβάλλεται πρόστιμο διακόσια τοις εκατό (200%) επί του φόρου που θα προέκυπτε από το μη εκδοθέν στοιχείο ή επί της διαφοράς, αντίστοιχα, το οποίο δεν μπορεί να είναι κατώτερο, αθροιστικά ανά φορολογικό έλεγχο, των χιλίων (1.000) ευρώ, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης απλογραφικού λογιστικού συστήματος και των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης διπλογραφικού λογιστικού συστήματος.»
2. Η παράγραφος 5 του άρθρου 58Α του ν. 4174/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«Στην περίπτωση που επιβάλλονται τα πρόστιμα για παραβάσεις των παραγράφων 1, 3 και 4 για τις οποίες συντρέχει και περίπτωση παράβασης της παραγράφου 2 περί υποβολής ανακριβούς ή μη υποβολής δήλωσης, τα πρόστιμα αυτά αφαιρούνται από το πρόστιμο της παραγράφου 2. Ειδικά στην περίπτωση επιβολής προστίμων για παραβάσεις της παραγράφου 1 για τις οποίες συντρέχει και περίπτωση παράβασης της παραγράφου 2, αφαιρείται το αναλογικό πρόστιμο του 50% και όχι το ελάχιστο πρόστιμο των διακοσίων πενήντα (250) ή πεντακοσίων (500) ευρώ ή το επιβληθέν σε επόμενους ελέγχους διπλάσιο ή τετραπλάσιο πρόστιμο για διάπραξη ίδιων παραβάσεων εντός πενταετίας.»
3. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων ισχύουν από τις 25.7.2016.